Του τo είχε πει και ο Φίλιπ Ροθ: «Υπήρξες πολύ τυχερός». Δεν είναι ο μόνος φίλος του που τον είχε μακαρίσει για την τύχη του να ζήσει έναν τόσο μεγάλο έρωτα, μια τόσο βαθιά αγάπη. Ο αμερικανός συγγραφέας Ντέιβιντ Πλαντ και ο έλληνας ποιητής και editor στον εκδοτικό οίκο Penguin και στη συνέχεια στον Thames & Hudson, Νίκος Στάγκος, μοιράστηκαν τη ζωή τους επί 38 ολόκληρα χρόνια στο Λονδίνο έως τον θάνατο του Νίκου από καρκίνο το 2004. Εκτοτε, ο 74χρονος Ντέιβιντ ζει με τις πλούσιες αναμνήσεις της μυθιστορηματικής ζωής τους και γράφει όχι τόσο για να ξορκίσει τη μοναξιά όσο για να κρατήσει ζωντανό τον Στάγκο και το όνομά του. Οπως με το βιβλίο του «Ο αγνός εραστής», το οποίο κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά από τις εκδόσεις Εστία. Σε αυτό ανασυνθέτει θραύσματα από τη ζωή του Στάγκου, περιγράφει την ιστορία αγάπης τους και μιλάει για τον κλονισμό που φέρνει ο θάνατος. «Τα πιο αυθεντικά ερωτικά ποιήματα είναι εκείνα που μιλούν για απώλεια» έλεγε στο κάτω κάτω και ένας φίλος του ζευγαριού, ο βρετανός ποιητής Γ. Χ. Οντεν. Ωστόσο, ο Πλαντ δεν παραλείπει να παραδεχτεί ότι υπάρχει μια δόση ματαιοδοξίας στη διακήρυξη «αποδέχθηκα στωικά τα βάσανα της αγάπης μου», στην αυτοθυσία που προηγείται της απώλειας, στην επί μακρόν διατήρηση της κατάστασης του πενθούντος. «Οντως, αυτή η στάση εμπεριέχει μια έπαρση, μια αλαζονεία. Οταν λες, για παράδειγμα: Ημουν εκεί, του έκλεισα τα μάτια. Ο πενθών συχνά αντλεί μια ανείπωτη ηδονή από το πένθος του».
Γλυκός, γελαστός και αναπάντεχα ειλικρινής, είναι σχεδόν αδύνατο να μη συμπαθήσεις τον Ντέιβιντ Πλαντ. Στο σπίτι του στην Καλλιδρομίου, το διαμέρισμα που αγόρασε για να βρίσκεται κοντά στον τάφο του Νίκου στο Β΄ Νεκροταφείο, η διακόσμηση είναι εξαιρετικά λιτή, και ο Στάγκος είναι παρών μέσα από μια φωτογραφία του στην οποία εικονίζεται να κοιμάται έχοντας ένα ελαφρύ μειδίαμα στο πρόσωπό του. Αντίθετα, το σπίτι τους στο Λονδίνο ξεχειλίζει από αντικείμενα και έργα τέχνης, τα περισσότερα εκ των οποίων τα έχουν φιλοτεχνήσει φίλοι από τα παλιά. Οπως ένα πορτρέτο του Νίκου από τον Ρ. Μπ. Κιτάι, ή το ζωγραφικό αποτύπωμα ενός ποιήματός του από τον Τζάσπερ Τζόουνς. Το μόνο που μπορείς να διαβάσεις από τις μουντζουρωμένες λέξεις είναι η φράση: «He loved». Αλλά και τα σχέδια που ζωγράφισε ο Ντέιβιντ Χόκνεϊ για το πρώτο βιβλίο του Ντέιβιντ, όπως και η σειρά από τις αυτόματες φωτογραφίες που τραβήχτηκαν σε έναν σταθμό τρένου στην Αβινιόν με τον Φράνσις Μπέικον, τον εραστή του, Τζορτζ Ντάιερ, και τον Πλαντ να στριμώχνονται στο μικρό κάδρο τους. Ο Νίκος, ο οποίος υπήρξε ένας από τους πιο επιδραστικούς editors στον χώρο της ποίησης, της τέχνης και της αρχιτεκτονικής του εκδοτικού κατεστημένου του Λονδίνου, εποπτεύει γελαστός τον χώρο από την οθόνη εργασίας του υπολογιστή του Ντέιβιντ.
Ποιήματα στον Φίλιπ Ροθ
Το παρελθόν φωλιάζει σε κάθε γωνία του σπιτιού, όμως ο Πλαντ, ο οποίος, σημειωτέον, έχει υπάρξει υποψήφιος για το National Book Award, και συνεργάτης, μεταξύ άλλων, του «New Yorker», των «New York Times», καθώς και καθηγητής δημιουργικής γραφής στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια, δεν παραδίδεται αμαχητί σε αυτό. Μετά τον θάνατο του Νίκου άρχισε να γράφει ποίηση. «Ηταν ένας τρόπος να καταπιάνομαι με τη στιγμή που περνάει με μεγαλύτερο πάθος» σχολιάζει. Με ευλαβική ακρίβεια στέλνει τα ποιήματα με e-mail στον Ροθ. Οταν κάποιο του αρέσει, απαντάει. Οταν όχι, σιωπά. Ο Ροθ τον αντιμετώπιζε ανέκαθεν με μια καρτερική τρυφερότητα. Γνωρίστηκαν τη δεκαετία του ’80, όταν κυκλοφόρησε στην Αγγλία το βιβλίο «Difficult Women» στο οποίο ο Πλαντ εξιστορούσε με αιχμηρό τρόπο τις (φιλικές) του σχέσεις με τρεις πολύ ιδιαίτερες κυρίες: τη συγγραφέα Τζην Ρυς, τη σύζυγο του Τζορτζ Οργουελ, Σόνια, την οποία παντρεύτηκε στο νεκροκρέβατό του, και τη φεμινίστρια Ζερμέν Γκριρ. «Βρισκόμασταν στον κολοφώνα του φεμινισμού και ο Τύπος έπεσε να με κατασπαράξει. Ο Ροθ ζούσε τότε στο Λονδίνο με την Κλερ Μπλουμ και μου έστειλε ένα γράμμα για να συναντηθούμε. Γίναμε φίλοι, βρεθήκαμε τέλος πάντων όσο κοντά μπορεί να βρεθεί κάποιος με τον Φίλιπ. Είχε τσακωθεί, μάλιστα, με τον Χάρολντ Πίντερ για το βιβλίο μου. «Ο Ντέιβιντ πρέπει να γράφει ακριβώς αυτό που θέλει» του είχε πει ο Ροθ. Εκτοτε δεν ξαναμίλησαν».
Στη συχνή αλληλογραφία τους ο τετραπέρατος Ροθ κάποια στιγμή τού έγραψε: «Αν ήμουν στη θέση σου, θα αντιμετώπιζα κατάματα το γεγονός ότι προσπαθείς να γίνεις ο Νίκος». Ο Πλαντ τα διηγείται και γελάει. «Ο Νίκος ήταν πιο έξυπνος από εμένα, πιο καλλιεργημένος, και η κουλτούρα από την οποία προερχόταν πολύ πιο δυνατή από τη δική μου. Εγκατέλειψα την όποια θρησκεία μού είχε κληροδοτηθεί, πηγαίναμε κάθε Πάσχα σε ορθόδοξη εκκλησία. Ενέδωσα και όσον αφορά τις πολιτικές μου πεποιθήσεις».
Δύο ζωές, ένας έρωτας
Ο Νίκος Στάγκος γεννήθηκε το 1936 στην Αθήνα. Φοίτησε στο Κολλέγιο Αθηνών και σπούδασε φιλοσοφία στο Κονέκτικατ και το Οχάιο προτού ολοκληρώσει τον κύκλο των σπουδών του στο Χάρβαρντ. Στην Αθήνα είχε ξεκινήσει να γράφει ποίηση, ήταν μάλιστα ένας από τους πρωτεργάτες του περιοδικού «Πάλι», όπως βέβαια και ο Νάνος Βαλαωρίτης. Οταν αποφάσισε να ταξιδέψει στο Λονδίνο το 1965, ο Βαλαωρίτης τού έδωσε μια λίστα με ανθρώπους να επικοινωνήσει. Ετσι γνώρισε τον βρετανό ποιητή Στίβεν Σπέντερ, έναν από τους λογοτεχνικούς ήρωές του, και η φιλία τους, με τη σύζυγό του Νάνσι διακριτικά στο φόντο, κράτησε μια ολόκληρη ζωή.
«Ο Νίκος κατάφερε τόσο πολλά και όμως πίστευε ότι η τύχη ήταν εναντίον του. Κέρδιζε βραβεία αλλά ποτέ δεν ένιωθε ότι είχε καταφέρει κάτι. Η μόνη επιτυχία που αισθανόταν ότι είχε κατακτήσει ήταν ότι είχε καταφέρει να αγαπήσει τόσο πολύ εμένα». Πηγή αυτής της αίσθησης ανεπάρκειας ήταν σύμφωνα με τον Πλαντ το γεγονός ότι ο Στάγκος, ο οποίος είχε ζήσει Κατοχή και Εμφύλιο, είχε «ηττηθεί από την Ιστορία». Ηταν και αυτό ένα από τα πολλά που τους ένωναν.
Ο Πλαντ γεννήθηκε στη Νέα Αγγλία από οικογένεια Γαλλοκαναδών και Ινδιάνων της Βορείου Αμερικής, μεγάλωσε, όπως λέει, ιστορικά αποκαρδιωμένος, όπως και οι υπόλοιποι γαλλόφωνοι Αμερικανοί. «Η Αννι Πρου, ο Τζακ Κέρουακ, ήμασταν όλοι γαλλόφωνοι. Ηττηθήκαμε όμως από τους Αγγλους και εγώ τελικά συμμάχησα με τον «εχθρό»». Μετά τις σπουδές του σε Βοστώνη και Βέλγιο αποφάσισε να ταξιδέψει στο Λονδίνο. «Δεν είχα καταφέρει να εκδώσω τίποτε, ήμουν εντελώς αποθαρρημένος. Ηρθα στο Λονδίνο να ζήσω τουλάχιστον την ελευθεριότητα της δεκαετίας του ’60. Και γνώρισα αυτόν… Η σχέση μου με τον Νίκο έφερε πολλά πλεονεκτήματα στη ζωή μου. Είχε πολλές διασυνδέσεις, και άνοιξε μπροστά μου έναν καινούργιο κόσμο. Ημουν εκεί μαζί του και εξελισσόμουν με έναν τρόπο που δεν θα μπορούσα ούτε να διανοηθώ υπό άλλες συνθήκες. Τι μπορεί να του έδινα εγώ, δεν έχω ιδέα».

Σίγουρα πληρούσε το μερίδιο που του αναλογούσε στις «τρεις προϋποθέσεις» που ο Πλαντ θεωρεί ικανές και αναγκαίες συνθήκες για την αγάπη που διεισδύει σε μεγαλύτερα βάθη από την επιφάνεια: «Προσαρμοστικότητα, συμβιβασμός, ικανότητα να συγχωρείς», σύμφωνα με τον Πλαντ. «Ο Νίκος τα είχε και τα τρία περισσότερο από μένα. Δεν λέω, είχε και ελαττώματα. Ηταν πολύ δύσκολος, γκρίνιαζε και αγαπούσε τις γάτες του περισσότερο από μένα» λέει χαριτολογώντας ο Πλαντ.


«Το μεγαλύτερο γράμμα αγάπης»
Μα το είχε πει και ο Τζάσπερ Τζόουνς. Ο Στάγκος «αγάπησε». Χωρίς να χαρίζεται, με έναν τρόπο ουσιαστικό, ειλικρινή. Οταν τη δεκαετία του ’70 ο Πλαντ ένιωθε για άλλη μια φορά αποκαρδιωμένος επειδή είχε απορριφθεί ένα βιβλίο του, ο Στάγκος του είχε γράψει ένα γράμμα το οποίο ο Ροθ χαρακτήρισε το «μεγαλύτερο γράμμα αγάπης». Ελεγε μεταξύ άλλων τα εξής: «Δεν πιστεύεις ότι είσαι αρκετά καλός στο γράψιμό σου. Αποζητάς την επιδοκιμασία από εκδότες και κριτικούς και λυπάμαι που δεν με πιστεύεις όταν λέω ότι εγώ πιστεύω σε σένα και το γράψιμό σου.

Συγχώρα με, αγάπη μου, αλλά αναρωτιέμαι αν χρησιμοποιείς την απόρριψη του τελευταίου σου βιβλίου ως δικαιολογία για να παραδίνεσαι σε αυτό που αποκαλείς το «σκοτάδι» σου. Αυτή η ευαρέσκεια μπορεί να είναι η αιτία αυτού του σκοταδιού το οποίο σε συνοδεύει απ’ όταν ήσουν παιδί και που εσύ όμως θέλεις να πιστεύεις ότι πρόκειται για ένα είδος πνευματικής βασάνου. Σε θαυμάζω που είσαι τόσο πεισματάρης, που παίρνεις αυτό που θέλεις αλλά μη μου επιβάλλεις το σκοτάδι σου για να απαλλαχθείς εσύ από αυτό που δεν μπορείς να αντέξεις. Μπορείς, πρέπει να το αντέξεις. Το αντέχεις. Η αλήθεια είναι ότι νιώθεις τόσο σίγουρος για τον εαυτό σου ώστε κάθε απόρριψη σε κάνει να αντιδράς με μεγάλη υπερβολή σε σχέση με το πώς θα αντιδρούσες αν δεν πίστευες ότι είσαι τόσο σπουδαίος.

Αγάπη μου, το ξέρω ότι το έχεις μέσα σου, ότι μπορείς να εναντιωθείς στην απόρριψη και να πάρεις αυτό που θέλεις με έναν τρόπο που θα επιβεβαιώνει το μεγαλείο της ζωής, του θανάτου και της αγάπης. Σε χρειάζομαι για να φωτίζεις τη ζωή μου…».

*Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 13 Ιουλίου 2014

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ