Την Τετάρτη 12 Οκτωβρίου, ο συνταγματολόγος, Γιώργος Σωτηρέλης, μιλά στους Νότη Παπαδόπουλο και Μάκη Προβατά, για για τη Δικαιοσύνη, το ΣτΕ, τις τηλεοπτικές άδειες και τη συνταγματική αναθεώρηση. {{{ audio1 }}}

Για την πρόταση για παράταση της θητείας των ανώτατων δικαστών

«Προσωπικά, να σας πω την αλήθεια, δυσκολεύομαι να το πιστέψω ότι η Πρόεδρος του Αρείου Πάγου, ζήτησε νομοθετική ρύθμιση γι’ αυτό το θέμα, διότι το Σύνταγμα είναι τόσο σαφές που δεν αφήνει κανένα περιθώριο. Σας το διαβάζω, για να μην υπάρχουν απορίες: «Οι δικαστικοί λειτουργοί, ως και τον βαθμό του εφέτη, ή του αντιεισαγγελέα εφετών και τους αντίστοιχους βαθμούς, αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία, μόλις συμπληρώσουν το 65ο έτος της ηλικίας τους και όλοι όσοι έχουν βαθμούς ανώτερους από αυτούς, αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία, μόλις συμπληρώσουν το 67ο έτος της ηλικίας τους. Για την εφαρμογή της διάταξης αυτής, θεωρείται σε κάθε περίπτωση ως η μέρα που συμπληρώνεται το όριο, η 30η Ιουνίου, του έτους που αποχωρούν». Επομένως, εκείνο που θέλω να πιστεύω ότι μπορεί να τέθηκε είναι να αλλάξει η συνταγματική αναθεώρηση. Αυτό είναι δυνατόν. Αλλά νομοθετικά, ό,τι ερμηνεία και να κάνει, δεν μπορεί το Σύνταγμα να το τανύζουν, να το κάνουμε λάστιχο κατά το δοκούν κάθε φορά για να προκύψει αυτό που θέλουμε».

Για τις ερμηνείες επί του Συντάγματος

«Προφανώς υπάρχει κίνδυνος (ερμηνειών), όλα τα τελευταία χρόνια, ιδίως στα χρόνια των μνημονίων και εδώ υπάρχουν δύο προσεγγίσεις ακραίες, τις οποίες πρέπει να αποφύγουμε. Η μία είναι ο συνταγματικός μιθριδατισμός, όπως τον έχουμε ονομάσει, δηλαδή το να έχουμε παραβιάσεις σε μικρές δόσεις που να τις συνηθίζουμε σιγά-σιγά και το άλλο βέβαια είναι ο συνταγματικός λαϊκισμός, δηλαδή ό,τι δεν μας αρέσει πολιτικά να το βαφτίζουμε αντισυνταγματικό και να καθαρίζουμε. Αυτές οι δύο εκδοχές έχουν κάνει πολύ μεγάλη ζημιά στο Σύνταγμα και στη δικαστική εξουσία. Ενώ η σωστή στάση είναι κάθε φορά να αξιολογούμε κατά περίπτωση τι συμβαίνει και πόσο συμβατό είναι αυτό που συμβαίνει με το Σύνταγμα. Χωρίς κραυγές, με σοβαρότητα και χωρίς να τραυματίζεται η Δικαιοσύνη και οι άλλοι θεσμοί. Αυτό είναι νομίζω το βασικό».

Για την αναβολή της διάσκεψης της Ολομέλειας του ΣτΕ και τις δηλώσεις του κ. Σακελλαρίου

«Αυτή η δήλωση θα ευχόμουν να μην είχε γίνει, διότι δείχνει ότι ο λαϊκισμός δεν κυκλοφορεί μόνο στον πολιτικό χώρο, αλλά έχει εμφιλοχωρήσει και στον χώρο της Δικαιοσύνης. Η Δικαιοσύνη οφείλει να εφαρμόζει το Σύνταγμα. Ακόμα και αυτό που είπε για τις συντάξεις (ο κ. Σακελλαρίου) που είναι πολύ φιλολαϊκό, και αυτό είναι προβληματικό. Το δικαστήριο δεν είναι για να δίνει γενικά αγώνες για τις συντάξεις. Είναι εκεί για να εφαρμόζει το Σύνταγμα. Αν παραβιάζονται τα συνταγματικά όρια, ως προς κάποιες συντάξεις -και πράγματι παραβιάζονται- θα πρέπει να το λέει, αλλά να περικόπτονται κάποιες συντάξεις προκλητικές, όπως ήταν στο παρελθόν, δεν σημαίνει ότι είναι εκεί ταγμένο να υπερασπίζεται όλες τις συντάξεις. Αυτό ακριβώς είναι ο λαϊκισμός, είναι μία ισοπεδωτική αντίληψη για τα πράγματα, είναι η καλλιέργεια της αντίληψης ότι ο λαός είναι το παν, ότι εμείς μιλάμε μόνο στο όνομα του λαού, και άρα ουσιαστικά, η υποβάθμιση του κράτους δικαίου, που είναι ακριβώς η βασική θεσμική εγγύηση, για όλα τα δικαιώματα, ανεξαρτήτως πλειοψηφίας ή μειοψηφίας.

Γι’ αυτό είδαμε και μία εκδήλωση τόσο έντονη και από την πλευρά των δύο αντιπροέδρων του ΣτΕ, οι οποίοι ανέδειξαν αυτά τα ζητήματα ακριβώς, και ορθώς τα ανέδειξαν, διότι σε όλους τους χώρους πρέπει να σταματήσει ο κομφορμισμός και να υπάρχουν αντιδράσεις και αντιστάσεις. Δεν είναι δυνατόν η Δικαιοσύνη να ωθείται προς κατευθύνσεις οι οποίες ουσιαστικά υποβαθμίζουν το ρόλο της, αλλά κατά την άποψη μου, δεν πρέπει να ρίξουμε άλλο λάδι στη φωτιά από εδώ και πέρα. Πρέπει τα δικαστήρια να μείνουν απερίσπαστα, ειδικά το ΣτΕ, τώρα, που πρόκειται να κρίνει τη συνταγματικότητα (του νόμου για τις τηλεοπτικές άδειες).

Εκ των προτέρων πολλές απόψεις υπάρχουν για τη συνταγματικότητα και για τις άδειες και για οτιδήποτε άλλο, εν τέλει όμως συνταγματικό ή αντισυνταγματικό, είναι αυτό που ορίζει το δικαστήριο. Άρα να σεβαστούμε την όποια απόφαση, χωρίς κραυγές, ασχέτως αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε. Αυτό είναι η λύση στις δημοκρατίες. Είναι κρίμα που το πολιτικό μας σύστημα αποδείχτηκε εντελώς ανώριμο να ρυθμίσει ένα τόσο σοβαρό θέμα, είναι κρίμα που σήμερα τα ιδιωτικά κανάλια λειτουργούν έξω από κάθε όριο, θα έλεγα, με ένα παραλήρημα αντιπολιτευτικό, με την πρόταξη θεμάτων που δεν έχουν καμία σχέση από άποψη σοβαρότητας με τα σπουδαία θέματα. Αλλά από την άλλη μεριά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι από την στιγμή που έφτασε το ΣτΕ να κρίνει έτσι με το πιστόλι στον κρόταφο, θα πρέπει αυτό το δικαστήριο να βγάλει το φίδι από την τρύπα».

Για την αύξηση των ηλικιακών ορίων θητείας των ανώτατων δικαστών

«Θέλω να πιστεύω ότι είναι ράδιο αρβύλα και ότι δεν τα είπε αυτά η πρόεδρος (η κ. Θάνου). Εύχομαι να μην είναι έτσι…»

Για την επιτροπή Αναθεώρησης του Συντάγματος

«Δεν είναι το θέμα αν νομιμοποιείται ή όχι αυτή η επιτροπή… Η κυβέρνηση έκανε έναν λάθος χειρισμό από την αρχή, καλώς ξεκίνησε τη διαδικασία της αναθεώρησης, καλώς πήρε την πρωτοβουλία, έκανες κάποιες εξαγγελίες και κάποιες προτάσεις που είναι συζητήσιμες, άλλες θετικά και άλλες αρνητικά, αλλά εν πάση περιπτώσει είναι μία βάση συζήτησης. Αντί να προχωρήσει όπως όλες οι αναθεωρήσεις έχουν προχωρήσει ως τώρα, δηλαδή να συγκροτηθεί μετά από πρόταση 50 βουλευτών μία επιτροπή αναθεώρησης στη Βουλή, η οποία να προετοιμάσει ένα σχέδιο και να φτάσει αυτό το σχέδιο στην Ολομέλεια για να γίνουν οι 2 ψηφοφορίες που προβλέπονται με απόσταση ενός μηνός, βλέπουμε μία διαδικασία ξεχειλωμένη, θολή, η οποία πάει πολύ μακριά. Την άνοιξε στις καλένδες ουσιαστικά, με κίνδυνο να ανατραπεί ξανά, όπως έχει γίνει και στο παρελθόν, αυτή η διαδικασία να μην προχωρήσει καθόλου. Επομένως, εκεί είναι το κρίσιμο. Διάλογος να γίνει, όπως γίνεται και για τους νόμους, ηλεκτρονικά, να καταθέτει ο καθένας, όπως θα μπορούσε να γίνει και το σχέδιο της επιτροπής, να αποφασίζει η επιτροπή, να τεθεί σε διαβούλευση για να εκφραστούν όλες οι απόψεις. Θα μπορούσε, όπως ήταν η δική μου άποψη και την έχω εκφράσει, να γίνει μία επιστημονική επιτροπή με διακομματική συναίνεση, η οποία θα ετοιμάσει ένα προσχέδιο, με εναλλακτικές λύσεις και προτάσεις, ώστε αυτό το σχέδιο, να το πάρει η επιτροπή και να καταλήξει κάπου. Και στη συνέχεια η Ολομέλεια να ψηφίσει αυτό που θα ψηφίσει. Άρα λοιπόν, και τα κόμματα, βέβαια, από την πλευρά τους, μπορούν να οργανώσουν συζητήσεις, να οργανώσουν διαδικασίες δικές τους, εσωτερικές, για να καταλήξουν στις δικές τους απόψεις για το Σύνταγμα. Άρα λοιπόν, τα κόμματα, ο ΣΥΡΙΖΑ, έπρεπε να κάνει μία τέτοια κίνηση και όχι η κυβέρνηση, δεν είναι θέμα αν είναι εξωθεσμικό ή όχι, είναι θέμα ότι αυτή η επιτροπή κατά την άποψή μου δεν έχει κανένα νόημα. Θα εκφυλιστεί η όλη διαδικασία και δεν πρόκειται να βγει τίποτα. Αυτό είναι το κακό, χάνουμε μία ακόμη ευκαιρία. Πρέπει να σας πω από την άλλη μεριά ότι μου κάνει φοβερή εντύπωση και η αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία στηλιτεύει τη διαδικασία κτλ. και λέει ότι αυτό δεν είναι σωστό, πρέπει να πάμε στη Βουλή, και αναρωτιέμαι γιατί δεν αναλαμβάνει μία πρωτοβουλία η ίδια να φέρει το θέμα στη Βουλή; Χρειάζεται μία πρόταση 50 βουλευτών. Από εκεί και μετά, ο μηχανισμός θα κινηθεί υποχρεωτικά. Θα πρέπει να συγκροτηθεί η επιτροπή αναθεώρησης και με πρόταση να φτάσει στην Ολομέλεια, με επιτροπή από όλα τα κόμματα. Άρα λοιπόν, έχω την εντύπωση ότι μας εμπαίζουν αμφότεροι».

Για την ελληνική πολιτική σκηνή

«Με ανησυχεί η ραγδαία υποβάθμιση των θεσμών. Με ανησυχεί ότι οι θεσμοί αντιμετωπίζονται συνεχώς υπό το πρίσμα μικροκομματικών σκοπιμοτήτων και ότι έτσι τραυματίζεται και η δημοκρατία και το κράτος δικαίου. Είναι ένα πρόβλημα συνολικό, είναι ένα πρόβλημα ανωριμότητας του κομματικού συστήματος. Δηλαδή, ο τρόπος με τον οποίο έγινε ο χειρισμός των αδειών και από την κυβέρνηση και από την αντιπολίτευση -που δεν συμμετείχε στη συγκρότηση του ΕΣΡ, η οποία θα είχε αποτρέψει πολλές από τις εξελίξεις που είχαμε. Το πολιτικό μας σύστημα δεν μπορεί να χειριστεί σοβαρές αποφάσεις, δεν μπορεί να αποφασίσει για ένα πάγιο εκλογικό σύστημα, δεν μπορεί να αποφασίσει για τις τηλεοπτικές άδειες, δεν μπορεί να αποφασίσει σοβαρά για την αναθεώρηση του Συντάγματος, για κρίσιμους θεσμούς. Και δεν μπορεί να αποφασίσει ούτε καν για τις σχέσεις Κράτους – Εκκλησίας. Είναι ορισμένα ζητήματα που πρέπει να ξεκαθαρίσουμε και να τελειώνουμε. Αυτό το πράγμα βαλτώνει ουσιαστικά τη λειτουργία της δημοκρατίας».