Το 1986 πρόεδρος μεγάλης ομάδας χαρακτήρισε την ΠΑΕ «τρύπιο κουμπαρά» με την ανάγκη να βρίσκεται πάντα «με το χέρι στην τσέπη» («Το Βήμα», 17.8.1986). Την ίδια περίοδο, σύμφωνα με δημοσιεύματα του Τύπου της εποχής, ένας άλλος πρόεδρος στις εκκλήσεις των οπαδών έβαζε μεν το χέρι στην τσέπη, αλλά έπιανε μόνο το… πόδι του. Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 πρόεδρος μιας ΠΑΕ της Γ’ Εθνικής, προσπαθώντας να ξεφύγει από την μήνιν των φιλάθλων για την άσχημη πορεία της ομάδας του, θέλησε να αποχωρήσει. Σε δημόσια συγκέντρωση ζήτησε για την παραχώρηση της θέσης του 110 εκατ. δρχ. που έβαλε. Κανένας δεν έκανε κάποια προσφορά. Ετσι παρέμεινε και οδήγησε χρόνια αργότερα την ομάδα στην Α’ Εθνική. Τον τελευταίο καιρό το πανελλήνιο παρακολουθεί με απορία τα όσα διαδραματίζονται γύρω από το ποδόσφαιρο και ακούει τους ιθύνοντες να μιλούν για εκκαθαρίσεις και μαχαίρια που θα φθάσουν στο κόκαλο. Εδώ τίθεται βέβαια το ερώτημα: Πώς φθάσαμε σε αυτή την κατάσταση και τι έκανε η πολιτεία με τα θεσμοθετημένα όργανά της για να αποτρέψει τέτοιες εξελίξεις; Ας δούμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.



Το ποδόσφαιρο στην Ελλάδα είναι το πιο δημοφιλές άθλημα, με τους περισσότερους οπαδούς. Ταυτόχρονα έχει ιστορία περίπου ενός αιώνα, που πέρασε από διαδοχικές φάσεις.


Αρχικά ήταν ερασιτεχνικό, το 1959-60 έγινε καλυμμένα επαγγελματικό και από το 1979-80 με τον νόμο 879/1979 πλήρως επαγγελματικό, όταν ιδρύονται οι ΠΑΕ οι οποίες εντάσσονται στον νόμο 2190/1920 «περί ανωνύμων εταιρειών» με όλες τις υποχρεώσεις. Το άρθρο 1 αυτού του νόμου ορίζει ότι «κάθε ανώνυμος εταιρεία είναι εμπορική (δηλαδή, κερδοσκοπική) και αν (ακόμη) ο σκοπός της δεν είναι εμπορικός». Επίσης τα άρθρα 47 και 48 ορίζουν ότι, όταν οι υποχρεώσεις της εταιρείας προς τρίτους ξεπεράσουν το ήμισυ του μετοχικού κεφαλαίου, τότε συντρέχουν λόγοι διάλυσής της και ανάκληση της αδείας λειτουργίας της.


Κατά την περίοδο 1979-1991, που ίσχυσε ο νόμος 879, οι ορκωτοί λογιστές, οι οποίοι ελέγχουν και προσυπογράφουν τους ισολογισμούς των ΠΑΕ, έκαναν την πάγια παρατήρηση: «Λόγω του ύψους των συσσωρευμένων ζημιών της εταιρείας, συντρέχει η περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων των άρθρων 47 και 48 του Ν. 2190/1920 περί ανακλήσεως της αδείας λειτουργίας της». Η παρατήρηση αυτή καταγράφηκε το 1981 σε τέσσερις από τις 18 ομάδες, το 1982 σε οκτώ από τις 18, το 1983 σε οκτώ από τις 18, το 1984 σε 10 από τις 16, το 1985 σε έξι από τις 16, το 1987 σε 11 από τις 16, το 1988 σε εννέα από τις 16, το 1989 σε 12 από τις 16, το 1990 σε επτά από τις 18 και το 1991 σε 11 από τις 18. Αυτό γινόταν κυρίως επειδή στο σύνολο των ιδίων κεφαλαίων της εταιρείας δεν συνυπολογιζόταν η αξία των ποδοσφαιριστών, γιατί είναι θεωρητική και δεν μπορεί να καλύψει τις ανάγκες προς τρίτους σε δεδομένη στιγμή.


* Τα διάφορα τερτίπια της πολιτείας


Ποια ήταν όμως η αντίδραση της πολιτείας σε αυτή την κατάσταση; Καμία. Απλώς έκλεινε τα μάτια μπροστά στο μεγάλο θέμα του πολιτικού κόστους. Και όχι μόνο δεν έκανε τίποτε για να εφαρμόσει τον νόμο, αλλά με διάφορα τερτίπια ερχόταν αργότερα και κάλυπτε τα χρέη προς το Δημόσιο και το ΙΚΑ.


Τα σωματεία όμως κατάφεραν να ψηφισθεί ο νόμος 1958/1991 «περί αθλητικών ανωνύμων εταιρειών», όπου στο άρθρο 15 παρ. 9 καθιερώθηκε η αποτίμηση της αξίας των αθλητών. Κάτι το οποίο επαναλήφθηκε με το άρθρο 76 του νόμου 2725/1999.


Η κατάσταση αλλάζει μεν, αλλά δεν μεταβάλλεται, επειδή τα σωματεία ξοδεύουν πάντα, λόγω ανταγωνισμού, περισσότερα από όσα έχουν.


Ως το 1995 τον έλεγχο των ΠΑΕ ασκούσε η ΓΓΑ, αλλά ο τότε γενικός γραμματέας κ. Γ. Βασιλακόπουλος θεωρώντας ότι οι επαγγελματικές ομάδες ενέπιπταν στον τομέα των επιχειρήσεων του θεάματος τις μεταφέρει στο υπουργείο Εμπορίου, δήθεν για αυστηρότερο έλεγχο. Δυστυχώς η κατάσταση δεν μεταβλήθηκε, γιατί η πολιτεία αποφεύγει και πάλι να πάρει οποιαδήποτε μέτρα εναντίον των ΠΑΕ που παραβαίνουν τον νόμο. Το 1997-98 11 στις 18 ομάδες παρουσιάζουν φοβερά ανοίγματα στους ισολογισμούς τους. Το 1998-99 ανέρχονται σε έξι από τις 18 και το 1999-2000 είναι τέσσερις στις 18. Ακόμη σε ισολογισμό του 1999-2000 οι ορκωτοί λογιστές σημειώνουν: «Η εν λόγω ΠΑΕ δεν έχει ελεγχθεί φορολογικά από της ιδρύσεώς της».


Η αγγλική Συμβουλευτική Εταιρεία Deloitte & Touche, που προσελήφθη το 1988 από την ΕΠΑΕ για να εξετάσει το ελληνικό επαγγελματικό ποδόσφαιρο και να προτείνει μέτρα εξυγίανσης και αναβάθμισης, διαπίστωσε κατά το αγωνιστικό έτος 1998-99 ζημιές 5 δισ. δρχ.


* Διαγραφή χρεών από την πίσω πόρτα


Οι κύριες παρατηρήσεις όμως που κάνουν για τα χρέη οι ορκωτοί λογιστές αφορούν: φόρους, τέλη, εισφορές στα Ταμεία, πρόστιμα και προσαυξήσεις φόρων και εισφορών ΙΚΑ.


Επειδή τα χρέη των ομάδων στο Δημόσιο τον Αύγουστο του 2001 είχαν φθάσει στα 16,5 δισ. δρχ. και οι πρόεδροι πίεζαν για κάποια ρύθμιση, παρ’ όλο που το υπουργείο Πολιτισμού αρνιόταν να πληρώσει χρέη προς ποδοσφαιριστές, ψηφίζεται ο νόμος 2947/2001 (ΦΕΚ 228, 9 Οκτωβρίου 2001), όπου με το άρθρο 15 παρ. 5 και 6 αναλαμβάνουν να εκκαθαρίσουν τα χρέη των ΠΑΕ τα ιδρυτικά ερασιτεχνικά σωματεία, με χρήματα βέβαια του κράτους. Δηλαδή, απαλλαγή των ΠΑΕ από την πίσω πόρτα.


Η τραγική αυτή κατάσταση του ποδοσφαίρου δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο της χώρας μας. Λίγο-πολύ συμβαίνει και στα άλλα ευρωπαϊκά τουλάχιστον κράτη. Το ποδόσφαιρο στην Αγγλία, όπου είναι εθνικό άθλημα και ως εκ τούτου το πλέον καλά οργανωμένο από όλες τις χώρες του κόσμου, αφού το σύνολο των ομάδων του επαγγελματικού αθλητισμού έχει εισαχθεί στο Χρηματιστήριο Αξιών, δεν τα βγάζει πέρα. Η Deloitte & Touche στην ετήσια έκθεσή της για το 2001 αναφέρει ότι με εξαίρεση τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ όλες οι άλλες ομάδες στηρίζονται στη βοήθεια και στις δωρεές των φιλάθλων τους.


* Κερδίζουν ή όχι οι πρόεδροι των ΠΑΕ;


Το πρώτο και βασικό ερώτημα που μπαίνει για το επαγγελματικό ποδόσφαιρο είναι αν αυτοί οι οποίοι βάζουν τα ωραία χρήματά τους κερδίζουν ή όχι. Επ’ αυτού θα μπορούσαν να απαντήσουν όσοι κατά καιρούς διετέλεσαν ή διατελούν πρόεδροι μεγάλων ΠΑΕ. Θεωρώ ότι οι κκ. Βαρδινογιάννης, Μυτιληναίος, Κοντομηνάς, Κόκκαλης κ.ά. που είναι σοβαροί επιχειρηματίες θα μπορούσαν να μας δώσουν τη σχετική απάντηση. Αν ακόμη σκεφθεί κανείς ότι κατά το αγωνιστικό έτος 2000-2001 το μετοχικό κεφάλαιο έξι μικρών ΠΑΕ κυμαινόταν από 120 ως 700 εκατ. δρχ. και των υπόλοιπων 10 από 2,4 ως 8 δισ. δρχ., τότε μπορούμε να υποθέσουμε ποια θα ήταν τα αναμενόμενα κέρδη μόνο από τόκους καταθέσεων. Βέβαια ότι πολλοί παρατρεχάμενοι του παρασκηνίου λυμαίνονται το ελληνικό ποδόσφαιρο και τα οικονομούν με τον άλφα ή βήτα τρόπο δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Αλλά αυτό είναι κάτι άλλο και θέλει ειδική αντιμετώπιση.


Η Ελλάδα ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης είναι κράτος δικαίου και μια σύγχρονη κοινωνία. Κατά συνέπεια δεν μπορούν να συμβαίνουν στις ημέρες μας τα όσα παρατράγουδα ζούμε γύρω από το ποδόσφαιρο. Από τα αναφερθέντα βγαίνει ακώλυτα το συμπέρασμα ότι για όλη αυτή την κατάσταση ευθύνεται κατά κύριο λόγο η πολιτεία, η οποία δεν κάνει καλά τη δουλειά της σε πολλές κατευθύνσεις. Κυρίως στο ότι δεν εφαρμόζει τους νόμους.


* Κριτήριο οι διακρίσεις στο Champions League


Κατά καιρούς ψηφίστηκαν διάφοροι νόμοι για το ποδόσφαιρο, οι οποίοι, σύμφωνα με τα λόγια των υπεύθυνων υφυπουργών, ήταν αντιγραφή άλλων νόμων που ισχύουν σε άλλες χώρες. Νόμος είναι η ρύθμιση μιας κατάστασης για ορισμένο χρονικό διάστημα που επικρατεί σε μια κοινωνία. Βασικός κανόνας όμως είναι ότι πίσω από τη σχεδίαση αυτής της ρύθμισης υπάρχει μια φιλοσοφία που καθορίζει το περιεχόμενο του νόμου. Ας μας πει ένας από τους συντάκτες αυτών των νόμων ποια ήταν η φιλοσοφία τους. Η Ελλάδα των 10 εκατομμυρίων ανθρώπων, που δεν είναι βιομηχανική και έχει ένα χαμηλό ΑΕΠ συγκριτικά με τις μεγάλες χώρες, δεν δύναται να λειτουργεί όπως η Αγγλία, η Γερμανία, η Ιταλία και η Ισπανία. Μπορεί εκεί να υπάρχει επαγγελματικό ποδόσφαιρο, αλλά υπάρχουν και οι κατάλληλες συνθήκες για να το διατηρήσουν.


Το σλόγκαν της τελευταίας δημογραφικής απογραφής μας ήταν: «Ωραίοι είμαστε, αλλά πόσοι είμαστε;». Αφού μάθαμε τελικά πόσοι είμαστε, τώρα μπορούμε να θέσουμε το ερώτημα διαφορετικά: «Ωραίοι είμαστε, αλλά δυνατοί είμαστε;». Η απάντηση αυτή μπορεί να δοθεί μόνο από τις επιτυχίες μας στο ευρωπαϊκό Champions League. Αν θέλουμε λοιπόν να είμαστε δυνατοί, οφείλουμε να διακριθούμε εκεί. Αλλά με μεσοβέζικες λύσεις, χωρίς φιλοσοφία και με νόμους που δεν εφαρμόζονται δεν γίνεται τίποτε.


Επειδή από το 2005 η UEFA βάζει αυστηρές προδιαγραφές (νομικές, οργανωτικές, οικονομικές κτλ.) για τις χώρες και τις ομάδες που θέλουν να λαμβάνουν μέρος στις διοργανώσεις της, απαιτείται ένας νέος σχεδιασμός του όλου επαγγελματικού ποδοσφαίρου.


Ο κ. Θεόδωρος Αυγερινός είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας.