«Για κάθε έναν λόγο που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος για να ξενιτευτεί υπάρχουν χίλιες αιτίες για να γυρίσει πίσω». Τα λόγια του Κώστα Παταβούκα όταν επέστρεφε από την Ιταλία, ύστερα από έναν χρόνο μακριά από την αγαπημένη του Αθήνα, αντιπροσωπεύουν σχεδόν όλους τους αθλητές που δοκίμασαν κατά καιρούς το ευρωπαϊκό όνειρο και τελικώς επέστρεψαν άρον άρον στην πατρίδα. Και να σκεφτεί κανείς ότι ο φιλοσοφημένος και… ψαγμένος Παταβούκας είναι άνθρωπος με περίσσεια υπομονή αλλά κυρίως την απαραίτητη κουλτούρα που χρειάζεται κανείς για να ζήσει στο εξωτερικό.


Οπως και να το κάνουμε η ιστορία έχει πολλάκις αποδείξει ότι οι Ελληνες δεν την αντέχουν την ξενιτιά από τον πρώτο κιόλας μήνα. Αν και οι πρώτοι διδάξαντες, ο Φαίδων Ματθαίου (Βαρέζε και Πέζαρο) και ο Κώστας Μουρούζης (πρώτος σκόρερ του ιταλικού πρωταθλήματος το 1956 με τη φανέλα της Τζίρα Μπολόνια, στην οποία έπαιξε μπάσκετ πέντε χρόνια) βρήκαν τη δύναμη να παραμείνουν για αρκετές περιόδους στη γειτονική «μπότα», όσοι ακολούθησαν επέστρεψαν σαν τη βρεγμένη γάτα.


Εξαίρεση στον κανόνα αποτελεί και ο Ευθύμης Ρεντζιάς, ο οποίος ομιλεί πλέον απταίστως την ισπανική γλώσσα και δεν έχει σκοπό να επιστρέψει άμεσα στην Ελλάδα. Ο πρώην σέντερ του ΠΑΟΚ, χρόνο με τον χρόνο κερδίζει την αγάπη των απαιτητικών φίλων της Μπαρτσελόνα και διαπρέπει στο εξωτερικό. Το μυστικό; «Μα αν δεν ζοριστείς λιγάκι, αν δεν προσπαθήσεις να συνηθίσεις και αν δεν συγκεντρωθείς στον σκοπό σου πώς θα πετύχεις; Εγώ περνάω καλά εδώ που είμαι και σκοπεύω να μείνω ώσπου να βαρεθώ» σχολιάζει ο Ρεντζιάς.


Οι λόγοι για τους οποίους μπορεί να ξενιτευτεί ένας αθλητής μπορεί να είναι διαφορετικοί, αν και κοινή συνιστάμενη όλων αποτελεί ο οικονομικός παράγοντας. Η υπόθεση Μποσμάν άνοιξε τα σύνορα για τους Ελληνες που επέλεξαν τον δρόμο της φυγής για να κερδίσουν αυτό που θέλουν: Ο Γιώργος Καλαϊτζής την ελευθερία του (μετακόμισε τον Δεκέμβριο του 1996 από τον Πανιώνιο στη Στεφανέλ Μιλάνο, ώστε το επόμενο καλοκαίρι να μεταπηδήσει ως ελεύθερος παίκτης στον Παναθηναϊκό) και ο Μάκης Δρελιώζης (καλοκαίρι 1996 – καλοκαίρι 1997 στη Φορλί, ομάδα της Α2 όπου είχε συμπαίκτη τον Γιώργο Μασλαρινό) για να εξασφαλίσει περισσότερα χρήματα αλλά και να αποδείξει ότι αξίζει καλύτερης μεταχείρισης από τον Πανιώνιο.


Ο Γιώργος Σιγάλας το καλοκαίρι του 1997, αφού περίμενε επί ματαίω την πρόταση του Ολυμπιακού για ανανέωση της συνεργασίας τους, επέλεξε τη Στεφανέλ Μιλάνο για να συνεχίσει την καριέρα του. Ωστόσο παρ’ όλο που αναχώρησε δηλώνοντας «πάω στην Ιταλία για να κάνω καριέρα και όχι για την αρπαχτή μιας χρονιάς» τελικώς επέστρεψε στην Ελλάδα και στον Αρη ύστερα από μια απογοητευτική περίοδο, που ίσως και θα έχει ήδη διαγράψει από τη σκέψη του. Καλύτερα τα πήγε ο Νίκος Οικονόμου, ο οποίος επέλεξε τον δρόμο της φυγής (Κίντερ Μπολόνια 1999-2000) προφανώς επειδή δεν ήθελε να μεταγραφεί από πέρυσι στον Ολυμπιακό και να προκαλέσει ντόρο.


Κατά πολύ πλουσιότερος αλλά συνάμα απογοητευμένος και ως «τελειωμένος» από τον ιταλικό Τύπο επέστρεψε από την Κίντερ Μπολόνια ο Μπάνε Πρέλεβιτς. Η σεζόν 1996-1997 (παρέα με τον Παταβούκα) ήταν η χειρότερη της καριέρας του και ο «τίγρης» αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ελλάδα επιλέγοντας την ΑΕΚ. Αντίθετα ο Τζανής Σταυρακόπουλος, αν και πρωταθλητής Ευρώπης με τον Παναθηναϊκό, αναγκάστηκε να μετακομίσει στη γαλλική Λε Μαν (1997-1998) για να παίξει μπάσκετ με τις αποδοχές που του άρμοζαν και καμία ελληνική ομάδα δεν του παρείχε.


Για τον ίδιο λόγο έχουν περάσει από τα γήπεδα του εξωτερικού αρκετοί μπασκετμπολίστες ακόμη: Ο Βαγγέλης Βουρτζούμης (Ιταλία, Αβελίνο, 1999-2000), Γιώργος Γιανουζάκος (Ιταλία, Τριέστε, 1999-2000), Χρήστος Κουντουράκης (Ισπανία, Ταουγκρές, 1998-1999), Βασίλης Λανές (Γερμανία, Μπον, 1997-1998), Μιχάλης Υφαντής (Ιταλία, Ραγκούσα, 1999-2000), Αγγελος Παπαδημητρίου (Κύπρος, Κεραυνός, 1998-1999), Κρις Χουγκάζ (Γερμανία, Γκίσεν, 1997-1998), Τζον Μπρούγος (Βέλγιο, Ααλστ, 1998-1999), Γιάννης Γεωργικόπουλος (Ιταλία, Τζέσι, 1999-2000), Παναγιώτης Μπαρλάς (Κύπρος, ΑΠΟΕΛ, 2000), Γιώργος Παυλίδης (Γερμανία, Γκίσεν 1997-1998), Κώστας Τσαρτσαρής (Ισλανδία, Γκρίνταβικ, 1997-1998). Το καλοκαίρι του 1997 μεταπήδησε στην Κίντερ Μπολόνια ο Δημήτρης Παπανικολάου, όμως η FIBA θεώρησε άκυρη τη μεταγραφή και ο «Παπ» επέστρεψε στον Ολυμπιακό χωρίς να αγωνιστεί ποτέ με την ιταλική ομάδα.


Στον χώρο του βόλεϊ η μεταγραφή που συζητήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη ήταν εκείνη του Νίκου Σαμαρά από την Ορεστιάδα στην Ιταλική Φαλκονάρα (1998-1999). Στην Κομκάβι Νάπολι αγωνίστηκε την περίοδο 1997-1998 ο Αντώνης Κοβάτσεφ, ενώ στην Πορτογαλία (Νασιονάλ) έχουν παίξει οι αδελφοί Ναλμπάντη (Απόστολος και Κώστας). Στο εξωτερικό αγωνίστηκαν εφέτος οι Σταύρος Ορφανουδάκης (Φρεζούς, Γαλλία), Γιώργος Μόκαλης (Μαρίτιμορ, Πορτογαλία), Θανάσης Τερζής (1997-1998 Αρν, Γαλλία), ενώ ο πρώτος που πέρασε τα σύνορα ήταν ο Μιχάλης Γεωργαντής (1980-1981 στη γαλλική Σενουά) και τον ακολούθησε έναν χρόνο αργότερα ο Νίκος Αντωνιάδης (Ρασίγκ Παρί). Κοσμογυρισμένη είναι η διεθνής βολεϊμπολίστρια Μαρία Καρδαμανίδου (1996-1997 Ες Καλάις – Γαλλία, 1998-1999 Αλταμούρα – Ιταλία, 1999-2000 Λας Τορτορένκο – Ιταλία) ενώ για δύο χρόνια (1997-1999) αγωνίστηκε στην ιταλική Βιτζεβάνο η Χαρά Σάκουλα. Πρεσβευτές του ελληνικού πόλο στο εξωτερικό είναι μόνον οι προπονητές, αφού οι πολίστες δεν έχουν περάσει ακόμη τα σύνορα. Σπουδαία θητεία στην Ιταλία και στη Γαλλία είχε ο Γιάννης Γιαννουρής (1992 Πεσκάρα, 1993 Μαρσέιγ) ενώ σε επιτυχίες οδηγεί τα δύο τελευταία χρόνια την ισπανική Μπαρτσελονέτα ο Βαγγέλης Ρούπακας. Από τον χώρο του χάντμπολ ο μοναδικός που ξενιτεύτηκε για να παίξει στη γερμανική Ουντερχάνκινγκ ήταν ο κορυφαίος έλληνας παίκτης Νίκος Γραμματικός, λεγεωνάριος (με θητεία σε διάφορους συλλόγους του Βελγίου, της Γερμανίας και της Ιταλίας) είναι και ο αθλητής του πινγκ πονγκ Καλίν Κρεάνκα ενώ σε σύλλογο της Ολλανδίας έχει αγωνιστεί ο Ντανιέλ Τσιόκας. Τέλος στο γερμανικό πρωτάθλημα ελευθέρας πάλης λαμβάνουν μέρος και οι περισσότεροι των ελλήνων πρωταθλητών, οι οποίοι υπογράφουν συμβόλαιο με συλλόγους της χώρας όταν ολοκληρώνονται οι υποχρεώσεις τους στην Ελλάδα.