Είναι μια χρονολογία που απέχει ακόμη μία πενταετία, η κοινότητα των ανθρωπιστικών επιστημών ωστόσο ήδη την έχει θέσει στον γνωσιολογικό της ορίζοντα: το 2021 θα σημάνει τη διακοσιοστή επέτειο της Ελληνικής Επανάστασης. Τόσο στο επίπεδο της ιστοριογραφίας όσο και στο επίπεδο της μνημονικής λειτουργίας η προσέγγιση του 1821 από τον 21ο αιώνα συνιστά πρόκληση, αλλά απελευθερώνει παράλληλα και μια συσσωρευμένη δυναμική. Πώς θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για την Ελληνική Επανάσταση στο φως των σύγχρονων ιστορικών σπουδών; Πώς θα μπορούσε να αναδείξει τη σημασία της και τη συναρμογή της με τον ευρωπαϊκό χώρο των ιδεών σε ένα μη ελληνικό ακροατήριο; Με αφορμή κάποιες πρώτες σκέψεις του προέδρου του Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού και ομότιμου καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών Κωνσταντίνου Τσουκαλά για τη δυνατότητα της προβολής των 200 ετών από το 1821 στο εξωτερικό, μιλήσαμε για την πανευρωπαϊκή του απήχηση, την καινοτόμο διάσταση του φιλελληνισμού και την ανάγκη άμεσης επεξεργασίας ενός προγράμματος για την εκτός Ελλάδας ανάδειξη του οικουμενικού χαρακτήρα της Ελληνικής Επανάστασης.
Εχει αλλάξει σήμερα η ιστοριογραφική ματιά στην Ελληνική Επανάσταση;
«Οι «μεγάλες» εθνικές επέτειοι κινητοποιούν τη συλλογική μας φαντασία. Ταυτόχρονα όμως εντάσσονται στο πλαίσιο μιας συνειδητής ή ασυνείδητης ιδεολογικής στρατηγικής που έχει να κάνει με την αντίληψη που εμείς οι ίδιοι έχουμε για την ιστορία μας. Η αντίληψη αυτή δεν μπορεί να είναι σταθερή. Αλλάζει μέρα με τη μέρα. Eτσι σήμερα η αναφορά στο 1821 δεν μπορεί να περιορίζεται ούτε στην εξιδανίκευση της «εθνικής παλικαριάς» ούτε στο ταξικό περιεχόμενο του απελευθερωτικού αγώνα. Οι καιροί απαιτούν μια πιο κριτική και πιο αποστασιοποιημένη προσέγγιση που θα τοποθετεί την Eλληνική Eπανάσταση στον ευρύτερο ιστορικό χώρο της Ευρώπης και του δυτικού κόσμου κατά την κρίσιμη πρώτη εικοσαετία του 19ου αιώνα. Παρά τις όποιες αντιδράσεις, η ελληνική κοινωνία είναι νομίζω πλέον ώριμη να ξαναδιαβάσει και να ξανααφηγηθεί το παρελθόν της».
Πώς αντανακλάται αυτή η αίσθηση της συνάρτησης με τον υπόλοιπο κόσμο, της συνομιλίας με ευρύτερα φαινόμενα, στην Ελληνική Επανάσταση;
«Οι συγκεκριμένες ιστορικές διαδικασίες που εκφράστηκαν με την Επανάσταση συνδέονται άρρηκτα με την πρόσληψη της Ελλάδας ως κοιτίδας του εν γένει πολιτισμού. Σε αυτό ακριβώς εντοπίζεται η «μοναδικότητα» της ιδέας «Ελλάδα». Αναζητώντας τις δικές της πολιτιστικές ρίζες η ευρωπαϊκή γνώμη εξιδανίκευσε την Επανάσταση. Ανεξάρτητα από τις γεωπολιτικές ισορροπίες και εις πείσμα της αυταρχικής δυναστικής συναίνεσης που εκφραζόταν με την Ιερά Συμμαχία, η κυρίαρχη Ευρώπη δεν ήταν δυνατόν να απαλλαγεί από το φάντασμα του δικού της «ανεπανάληπτου» παρελθόντος. Ετσι η τελική έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης (βλέπε Ναβαρίνο) επηρεάστηκε αποφασιστικά από «εξωγενείς» παράγοντες. Η ιδεολογική μοναδικότητα της ιδέας «Ελλάδα» εκφράστηκε με την ιστορική μοναδικότητα του φιλελληνικού κινήματος».

Γιατί πρέπει να δοθεί έμφαση στις καινοτόμους διαστάσεις του φιλελληνισμού;
«Το φιλελληνικό φαινόμενο συνοψίζει μια σειρά από αποφασιστικές ιδεολογικές ρήξεις σε σχέση με το παρελθόν. Είναι η πρώτη φορά που ο «πολιτισμός» ως ιδέα προσλαμβάνεται ως ιδιαίτερο επίπεδο ανάλυσης της κοινωνικής πραγματικότητας σε ρητή νοηματική αντιδιαστολή με την πολιτική, την πολιτεία ή ακόμα και την «κοινωνία». Ηδη λοιπόν από τον 18ο αιώνα, αναζητώντας το κοινό της παρελθόν, η πολιτικά και πολιτειακά διασπασμένη Ευρώπη επιχειρούσε να ορίσει τον κοινό της πολιτισμό, την κοινή της ιδεολογία και την κοινή της καταγωγή. Στο πλαίσιο μιας όλο και πιο εκκοσμικευμένης κοσμοαντίληψης που δεν μπορούσε να αντλεί την έμπνευσή της μόνο από τον χριστιανισμό, η ιδέα «Ελλάδα» λειτούργησε ως από μηχανής θεός. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι ο φιλελληνισμός υπήρξε το πρώτο ευρύ πολιτικό κίνημα που οργανώθηκε στους κόλπους μιας υπό διαμόρφωση ελεύθερης «κοινωνίας πολιτών». Η καθαρά νεωτερική ιδέα της ηθικής και κοινωνικής προόδου επανέρχεται στο προσκήνιο επιβεβαιώνοντας και αναθερμαίνοντας αναδρομικά τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης.
Αυτή η ανανέωση του συλλογικού αναστοχασμού των κοινωνιών και των πολιτών εκφράστηκε με τη γέννηση ακριβώς μιας σειράς πρωτοποριακών και χειραφετητικών κινημάτων που στρέφονταν ενάντια στην ελεατική ακινησία και τον εσωτερικευμένο συντηρητισμό της Ιεράς Συμμαχίας. Οπως έμελλε να ξανασυμβεί εκατό περίπου χρόνια αργότερα στον Ισπανικό Εμφύλιο, το άνθος της ευρωπαϊκής διανόησης, από τον Μπάιρον και τον Σέλεϊ ως τον Χέλντερλιν και τον Γκαίτε, κινητοποιήθηκε από όσα συνέβαιναν στην Ελλάδα. Δεν είναι βέβαια τυχαίο το γεγονός ότι όλες οι εξεγέρσεις και επαναστάσεις της εποχής εκείνης, στη Λατινική Αμερική, στην Αϊτή ή στη Σερβία, δεν είχαν αντίστοιχη απήχηση στην Ευρώπη. Η αναβίωση του κλασικού ιδεώδους φαινόταν να επικυρώνει τη διιστορική σημασία του λίκνου του «εν γένει» πολιτισμού. Με αυτή την έννοια η επερχόμενη επέτειος δεν αναφέρεται μόνο στους όρους γέννησης ενός ακόμα νέου έθνους, ενός νέου ανεξάρτητου κράτους, μιας νέας Πολιτείας. Παραπέμπει σε οικουμενικής εμβέλειας ιδέες οι οποίες, σήμερα ακόμα περισσότερο ίσως από ό,τι στο παρελθόν, ενσωματώνουν τις αναπαλλοτρίωτες αξίες του ευρωπαϊκού ανθρωπισμού. Και αυτό έχει ακόμα μεγαλύτερη σημασία στο πλαίσιο μιας συγκυρίας που εξακολουθεί να παράγει ανθελληνικές ρητορείες. Η Επανάσταση δεν θα πρέπει λοιπόν να εορτάζεται τόσο σε συνάρτηση με γιαταγάνια, ματωμένα ράσα και μπουρλοτιέρηδες όσο σε σχέση με τις αιώνιες ιδέες και αξίες που τέθηκαν σε κίνηση».
Ωστόσο, παρά τον φιλελληνισμό, η δυτική θέαση της Ελλάδας κληροδοτεί στη μετεπαναστατική κοινωνία και αντιθετικές όψεις ως προς την ταυτότητά της.
«Το ζήτημα της «συνέχειας», γλωσσικής, γεωγραφικής και «πολιτιστικής», της κλασικής Ελλάδας με τη σύγχρονη εξακολουθεί να παραμένει ιδεολογικά εκκρεμές. Εξαρχής η ρομαντική πρόσληψη της Ελλάδας ως νομίμου διαδόχου του λίκνου του ευρωπαϊκού πολιτισμού αντιπαρατίθεται με μιαν άλλη κοινωνική πραγματικότητα. Δεν είναι τυχαίο ότι το μεγάλο πολιτιστικό διακύβευμα κατά τα πρώτα εκατό χρόνια της ανεξαρτησίας είναι το ζήτημα της «συνέχειας». Και στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται το βασανιστικό ερώτημα σε ό,τι αφορά τη συμβολική «κατάταξη» της χώρας στην «Ανατολή» ή τη «Δύση», όπως και την πολιτιστική συμβατότητα της κλασικής και της ελληνορθόδοξης παράδοσης. Το ερώτημα δεν έχει απαντηθεί –ούτε και επιδέχεται απάντησης. Η «συνέχεια», η «τομή» και η «ασυνέχεια» αποτελούν φορτισμένες έννοιες που δεν μπορούν να οριστούν ποτέ με απόλυτη ακρίβεια. Ο Πολ Ρικέρ έχει γράψει κάπου πως μόνο στη γλώσσα μπορεί κανείς να μιλήσει για συνέχεια, πουθενά αλλού. Oλες οι υπόλοιπες ιστορικές διαδικασίες αποτελούν ταυτόχρονα συνέχεια και ασυνέχεια. Ωστόσο το ερώτημα αυτό υφίσταται συστηματική επεξεργασία ακόμη και πολύ αργότερα. Ο Σεφέρης μιλά για «συνεχή διαδικασία», ο Ελύτης στα «Ανοιχτά χαρτιά», με υπέροχο βέβαια τρόπο, εξηγεί τη μοναδικότητα της γλώσσας και του πολιτισμού σε συνάρτηση με τη μοναδικότητα της ελληνικής φύσης, ενώ ο Εμπειρίκος χαρακτηρίζει τους Ελληνες από το γεγονός ότι «έκαναν οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου». Ο μόνος που αντιμετωπίζει το θέμα ειρωνικά και αποστασιοποιημένα είναι ο Καβάφης. Οι Eλληνες άγονται στο να κοιτάζουν τον εαυτό τους σε έναν παραμορφωτικό καθρέφτη. Oλοι οι καθρέφτες είναι βέβαια παραμορφωτικοί. Αντίθετα όμως από ό,τι συμβαίνει σε άλλους λαούς, ο δικός μας καθρέφτης οικοδομήθηκε από τους αυτόκλητους αναδόχους μας, που για τους δικούς τους λόγους χάραξαν το περίγραμμα του αντικατοπτριζόμενου ειδώλου».

Πώς θα μπορούσε να συνομιλήσει με τον σημερινό ευρωπαϊκό πολιτισμό το γεγονός της επερχόμενης επετείου του 1821;
«Πριν θέσω τις προσωπικές μου σκέψεις, να τονίσω ότι το Ελληνικό Ιδρυμα Πολιτισμού είναι ένα μικρό ίδρυμα, το οποίο όμως θα μπορούσε να λειτουργήσει ως καταλύτης και ως πηγή έμπνευσης, αν όχι στο οργανωτικό επίπεδο, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις ιδεολογικές πρωτοβουλίες που πρέπει να ληφθούν. Πράγματι, μέσα στις οικονομικές συμπληγάδες που διάγουμε είναι αδύνατον να υλοποιηθεί ιδίαις δυνάμεσιν ένα μείζον σχέδιο προβολής του οικουμενικού χαρακτήρα της Ελληνικής Επανάστασης εκτός Ελλάδας. Πολλώ μάλλον που το διάστημα που μας χωρίζει από τη διακοσιοστή επέτειο του 1821 είναι βραχύ. Θα πρέπει λοιπόν να ξεκινήσουμε αμέσως, αποτεινόμενοι σε όλους εκείνους τους φορείς, δημόσιους και ιδιωτικούς, πανεπιστήμια, μουσεία, ινστιτούτα, ερευνητικά κέντρα και κάθε λογής ιδρύματα που θα είχαν διάθεση να μετάσχουν στο εγχείρημα στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Και οι φορείς αυτοί είναι πολλοί. Πράγματι, στο μέτρο που η λέξη «Ελλάδα» εξακολουθεί να είναι παγκοσμίως αναγνωρίσιμη, το συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας μας εμφανίζεται αναπαλλοτρίωτο. Υπό την αιγίδα της Προεδρίας της Δημοκρατίας, της Βουλής και του Πρωθυπουργού θα πρέπει λοιπόν να αναληφθούν ευρείας κλίμακας διπλωματικές πρωτοβουλίες, με διακομματική απαραίτητα στήριξη. Είναι βέβαιο ότι ένα τέτοιο εγχείρημα κατάλληλα προβεβλημένο θα τύχει υποστήριξης από πολυάριθμες προσωπικότητες παγκόσμιας ακτινοβολίας».

Τι θα επιλέγατε δυνητικά να προβάλετε ως πρακτικές όψεις υλοποίησης ενός τέτοιου σχεδίου;
«Θα πρέπει να τονίσουμε τη σημασία της αναγνώρισης του πρώτου συγκροτημένου εθνικού απελευθερωτικού κινήματος στην Ευρώπη και τον κόσμο. Ομως τα παραδείγματα συγκεκριμένων δράσεων που θα παραθέσω δεν μπορεί να είναι παρά ενδεικτικά. Ο φιλελληνισμός θα μπορούσε να εμφανιστεί σε συνάρτηση με τη συμβολική εξιδανίκευση των «ερειπίων», τη νοσταλγική αναβίωση ενός χαμένου παραδείσου, με την ουτοπική προβολή προς έναν καλύτερο κόσμο, με την ιδεολογική φόρτιση των οικουμενικών συμβόλων, με την αναζωπύρωση της ιστορικής μνήμης αλλά και με τις μεταβαλλόμενες προσλήψεις της δημοκρατίας, της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας και της ανεξαρτησίας. Ειδική αναφορά θα μπορούσε να γίνει στους (αντιφατικούς) όρους της σύζευξης κλασικισμού και ρομαντισμού στην πολιτιστική δημιουργία, στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία, ποίηση, φιλοσοφία, τέχνη και αρχιτεκτονική, ή ακόμα και στις νέες κλασικίζουσες πρωτεύουσες, όπως η Ουάσιγκτον, η Αγία Πετρούπολη, το Βερολίνο, το Μόναχο αλλά και η ίδια η Αθήνα. Στο πλαίσιο αυτό θα ήταν ίσως δυνατόν να έρθει στην Ελλάδα κάποιο από τα γλυπτά του Παρθενώνα, τουλάχιστον δανεικό για την περίσταση. Ολα αυτά θα μπορούσαν στη δεδομένη χρονική συγκυρία των διακοσίων ετών από την Ελληνική Επανάσταση να λειτουργήσουν ως αφορμές για να αναστοχαστεί ευρύτερα η Ευρώπη το παρελθόν της».
Ενας αναστοχασμός που στη σημερινή αβέβαιη συγκυρία θα ερχόταν σε αντιπαράθεση με τον αναστοχασμό του παρόντος…
«Εχετε δίκιο, και μη νομίζετε ότι τα τρέχοντα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα μου επιτρέπουν να αισιοδοξώ. Αλλά υπό ορισμένες προϋποθέσεις, αν υποθέσουμε ότι έστω κατ’ ελάχιστον ένας τέτοιος αναστοχασμός θα μπορούσε να επηρεαστεί από τις πρωτοβουλίες αυτές, η αναφορά στον οικουμενικό χαρακτήρα του 1821 θα είχε ευρύτερα θετικές προεκτάσεις. Αν οι ιδέες δεν αρκούν από μόνες τους για να αλλάξουν τον κόσμο, ο κόσμος δεν μπορεί να αλλάξει δίχως αυτές».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ