Περίπου 200 διακινητές ναρκωτικών πήραν «συγχωροχάρτια» από την ΕΛ.ΑΣ. για τις… υπηρεσίες τους τα τελευταία τρία χρόνια, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του υπουργείου Δημόσιας Τάξης τα οποία αποκαλύπτει «Το Βήμα της Κυριακής». Τέτοιου είδους στοιχεία από το παρασκήνιο των ενεργειών των ελληνικών διωκτικών αρχών έρχονται για πρώτη φορά στη δημοσιότητα. Το σκάνδαλο «διευκόλυνσης» εμπόρων ναρκωτικών από τις αστυνομικές αρχές που αποκαλύφθηκε πρόσφατα σε Βόλο και Αγρίνιο φαίνεται ότι έχει τα αντίτυπά του λίγο-πολύ σε όλη τη χώρα. Γι’ αυτό και η ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ. ερευνά τις σχετικές διαδικασίες σε όλη την Ελλάδα για να εντοπίσει τυχόν νέες περιπτώσεις παρανομιών.
Τα περισσότερα απαλλακτικά πιστοποιητικά –άνω των 90 –τα έχουν χορηγήσει αξιωματικοί της Θεσσαλονίκης, από όπου μάλιστα εκπορεύτηκε και η τελευταία μεγάλη έρευνα για τη συνεργασία ναρκοεμπόρων με αστυνομικούς σε Θεσσαλία και Δυτική Ελλάδα. Εξίσου εντυπωσιακό είναι ότι την τελευταία διετία στην Κεντρική Μακεδονία έχουν εκδοθεί 31 έγγραφα που εμφανίζουν ποινικούς ως πληροφοριοδότες. Ακόμη πιο αποκαλυπτική είναι η σύγκριση μεταξύ περιοχών της χώρας με σχεδόν τον ίδιο αριθμό συλληφθέντων για διακίνηση ναρκωτικών: ενώ σε κάποιες από αυτές βγαίνουν δεκάδες τέτοια «συγχωροχάρτια», στις υπόλοιπες δεν χορηγείται κανένα! Σαν να υπάρχουν περιοχές όπου το… κλίμα διαμορφώνει «φλύαρους» ή «συνεργάσιμους» κακοποιούς και άλλες όπου οι ποινικοί δεν θέλουν (και δεν έχουν) κανένα δούναι και λαβείν με την Αστυνομία.
Αποφυλακίσεις εμπόρων


Σε ένα ποσοστό που πιθανολογείται ότι υπερβαίνει το 50% τα σχετικά πιστοποιητικά της ΕΛ.ΑΣ. οδηγούν στην αποφυλάκιση εμπόρων του «λευκού θανάτου» με την επίκληση των πληροφοριών που εμφανίζεται να δίνουν στις αστυνομικές υπηρεσίες, χωρίς ουδείς να ανησυχεί για τον κίνδυνο ανακύκλωσης του εγκλήματος.
Στις περισσότερες περιοχές μάλιστα φαίνεται ότι η διαδικασία είναι παντελώς ανεξέλεγκτη. Ουσιαστικά κανένα στέλεχος της ΕΛ.ΑΣ. δεν ελέγχει τους αξιωματικούς της Δίωξης Ναρκωτικών που εκδίδουν τα σχετικά έγγραφα με τα οποία «καθαρίζουν» κατηγορούμενοι για υποθέσεις ναρκωτικών λόγω πληροφοριών που φέρεται να έχουν δώσει στις Αρχές. Από την άλλη πλευρά, οι εισαγγελείς που παραλαμβάνουν τα σχετικά έγγραφα δεν είναι σε θέση να διασταυρώσουν αν αυτό που τους λένε οι αστυνομικές υπηρεσίες είναι αληθινό ή αποτελεί προϊόν παράνομης συνεννόησης του κακοποιού με τους αξιωματικούς της ΕΛ.ΑΣ. Σε λίγες μόνο περιπτώσεις καλούνται οι αστυνομικοί να δώσουν συμπληρωματικές εξηγήσεις για τους «προστατευομένους» τους.
Τα απαλλακτικά έγγραφα χορηγούνται από τις αστυνομικές υπηρεσίες με τελικούς αποδέκτες τις εισαγγελικές αρχές με βάση το άρθρο 27 του νόμου 3459/2006 για όσους συλληφθέντες ή υποδίκους σε υποθέσεις ναρκωτικών δίνουν πληροφορίες για άλλους εμπλεκομένους σε παρόμοιες υποθέσεις. Παρεμφερείς διαδικασίες προβλέπονταν και τις προηγούμενες δεκαετίες με βάση το άρθρο 24 του Ν. 1729/87.
Τα έγγραφα αυτά μπορεί να χρησιμοποιηθούν κατά τη διάρκεια της προδικασίας –για την προφυλάκιση ή μη του υπόπτου –και κυρίως κατά τη διάρκεια της δίκης του προκειμένου να τύχει καλύτερης δικαστικής μεταχείρισης, να μην τιμωρηθεί με ισόβια ή να επιτύχει μειωμένη ποινή. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο διατυπώνονται συχνά-πυκνά υπόνοιες ότι σε αυτή τη διαδικασία γίνονται λαθροχειρίες.
Αλεύρι η… ηρωίνη


Υπάρχουν αναφορές ότι χορηγούνται τέτοια έγγραφα παρανόμως σε ποινικούς οι οποίοι δεν έχουν δώσει καμία πληροφορία· απλώς έχουν παράνομες σχέσεις με ενστόλους με τα ανάλογα οικονομικά ανταλλάγματα. Προ μερικών ετών είχαν υπάρξει μάλιστα καταγγελίες ότι Τμήμα Δίωξης Ναρκωτικών είχε εκδώσει αμέσως τέτοιου είδους βεβαίωση σε έμπορο ναρκωτικών ο οποίος υπέδειξε τον τόπο απόκρυψης περίπου δύο κιλών ηρωίνης, η οποία όμως αποδείχθηκε ότι ήταν αλεύρι!
Από την άλλη πλευρά, έχει διαπιστωθεί ότι αστυνομικοί προχωρούν σε τέτοιου είδους παράνομες συνεννοήσεις με τους εμπόρους ναρκωτικών προκειμένου να εμφανίζουν υπηρεσιακές επιτυχίες έναντι των ναρκοεμπόρων. Στην πράξη γίνονται, αν όχι συνεργοί, υποχείρια των κακοποιών και των ναρκοεμπόρων που εξασφαλίζουν ταυτοχρόνως το ακαταδίωκτο, την εξόντωση αντιπάλων συμμοριών αλλά και ότι θα τύχουν ευνοϊκής δικαστικής μεταχείρισης αν συλληφθούν.
Οπως λέει ανώτατος αξιωματικός της ΕΛ.ΑΣ., «ο νόμος 3459/2006 δίνει στα χέρια των αστυνομικών των 20 Τμημάτων Δίωξης Ναρκωτικών σε όλη την επικράτεια μια τεράστια δυνατότητα. Οι αστυνομικοί που ασχολούνται με εγκλήματα, ληστείες ή τρομοκρατία δεν έχουν συνήθως τη δυνατότητα να δίνουν χρήματα ή άλλα ανταλλάγματα προκειμένου να πείσουν μέλη συμμοριών να μιλήσουν». Αντίθετα, στις υποθέσεις ναρκωτικών «η δυνατότητα των αξιωματικών να δίνουν αυτά τα χαρτιά τους βοηθά στην εξάρθρωση των συμμοριών και στο να έχουν γρήγορες και σημαντικές επιτυχίες. Μόνο που συχνά αυτό το όπλο της ΕΛ.ΑΣ. στρέφεται εναντίον της…».
Η πρώτη φορά που υπήρξε έντονη αμφισβήτηση της συγκεκριμένης διαδικασίας από την ΕΛ.ΑΣ. ήταν το 2005, στο πλαίσιο της έρευνας του Αρείου Πάγου για τη δράση του «παραδικαστικού κυκλώματος». Τότε μια παράμετρος της έρευνας από τον αντεισαγγελέα κ. Γιώργο Σανιδά αφορούσε καταθέσεις πρώην αξιωματικών της Δίωξης Ναρκωτικών της Ασφάλειας Αττικής ότι «εκδιώχθηκαν από την υπηρεσία γιατί δεν αποδέχθηκαν την κάλυψη εμπόρων ναρκωτικών από συναδέλφους τους». Είχε μάλιστα αναφερθεί ότι θα ασκηθούν ποινικές διώξεις εναντίον υψηλόβαθμων στελεχών της ΕΛ.ΑΣ. γι’ αυτή την υπόθεση. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν έγινε ποτέ. Από την άλλη πλευρά, τα στελέχη της ΕΛ.ΑΣ. μιλούσαν για αστήρικτες κατηγορίες. Συμπλήρωναν δε ότι την περίοδο 1987-2005 είχαν αφεθεί ελεύθεροι ως «πληροφοριοδότες» 29 εμπλεκόμενοι σε υποθέσεις ναρκωτικών και ότι η σχετική διαδικασία ήταν «απόλυτα καθαρή».
Εισαγγελία Εφετών Αθηνών
Να δίνονται με το χέρι στο ευαγγέλιο

Εκείνη την εποχή υπήρξε μία άτυπη προληπτική ενέργεια της Εισαγγελίας Εφετών Αθηνών. Οι δικαστικοί λειτουργοί επέβαλαν προφορικά στους αστυνομικούς της Δίωξης Ναρκωτικών της Αττικής οι βεβαιώσεις για τους ναρκοεμπόρους-πληροφοριοδότες να συνοδεύονται από ένορκες καταθέσεις τους. Στόχος ήταν οι δικαστικοί να αντιλαμβάνονται και να είναι σε θέση να αξιολογήσουν τι ακριβώς έχει πει ο κακοποιός που «δείχνει καλή διάθεση». Και όχι να επαφίενται σε ασαφείς αναφορές αστυνομικών…
Αυτή η υπόδειξη ωστόσο –να συνοδεύονται τα «συγχωροχάρτια» από ένορκες καταθέσεις –εφαρμόστηκε μόνο για την Αττική και στην υπόλοιπη χώρα αφέθηκε στην καλή διάθεση και στην εντιμότητα των αξιωματικών της ΕΛ.ΑΣ. Σύμφωνα με πληροφορίες, με τον νέο νόμο που ετοιμάζει το υπουργείο Δικαιοσύνης το μέτρο θα γίνει πλέον υποχρεωτικό και θα εφαρμοστεί πανελλαδικά.
Νέο δείγμα των παράνομων ενεργειών αστυνομικών αναδείχθηκε πριν από ένα μήνα με τους τουλάχιστον επτά ένστολους από τη Μαγνησία και την Αιτωλοακαρνανία, οι οποίοι διατηρούσαν… αγαστή συνεργασία με 35 αλλοδαπούς εμπόρους ναρκωτικών.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛ.ΑΣ., κάθε χρόνο χορηγούνται 62 ως 67 τέτοια έγγραφα. Συνολικά την τελευταία τριετία έχουν δοθεί 195 σχετικές βεβαιώσεις, από τις οποίες μόλις 34 στην Αθήνα. Αξιοσημείωτο είναι το «ρεκόρ» της περιοχής της Θεσσαλονίκης, το 2010, όταν οι αρμόδιοι αξιωματικοί έδωσαν 50 τέτοια έγγραφα, σε σύνολο 460 υποθέσεων που διερεύνησαν. Ποσοστό δεκαπλάσιο του μέσου όρου της επικράτειας. Προφανώς, όλοι οι «μετανοημένοι» διακινητές ναρκωτικών είχαν δώσει… ραντεβού εκείνη τη χρονιά στη συμπρωτεύουσα. Την επόμενη χρονιά από τις ίδιες υπηρεσίες τα ανάλογα έγγραφα έπεσαν στο μισό (25), ενώ το 2012 εκδόθηκαν μόλις 17. Αυξητική τάση στην έκδοση τέτοιου είδους εγγράφων για εμπόρους ναρκωτικών παρουσίασαν επίσης η Κεντρική Μακεδονία και η Δυτική Ελλάδα. Αξίζει ακόμη να σημειωθεί ότι στη Θεσσαλία –περιοχή όπου σημειώθηκε το σκάνδαλο με τη Δίωξη Ναρκωτικών του Βόλου –φαίνεται ότι εκδόθηκαν μόλις τρία τέτοια πιστοποιητικά. Μικρός αριθμός τέτοιου είδους αστυνομικών εγγράφων εμφανίζεται και στην Κρήτη, όπου ύστερα από την υπόθεση των Ζωνιανών, αναδείχθηκαν πολλές υποθέσεις συνεργασίας χασισοκαλλιεργητών με αστυνομικούς. Στην Κρήτη έχουν αναδειχθεί, πάντως, και πολλές περιπτώσεις υποβοήθησης ναρκοεμπόρων από ιατρούς, οι οποίοι εκδίδουν ψεύτικα πιστοποιητικά εξάρτησης από τέτοιου είδους ουσίες.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ