Οδηγώντας στη Μαραθώνος προς το Μάτι, μετά το φανάρι της Ραφήνας, το μυαλό αρχίζει να κατακλύζεται από κλισέ: βομβαρδισμένο τοπίο, εικόνες αποκάλυψης, πολεμική ζώνη. Από τα αριστερά ο λόφος του Νέου Βουτζά είναι ένα ολοσχερώς καμένο τοπίο. Παραδόξως τα σπίτια, τουλάχιστον αυτά που μπορεί να δει κανείς από τον δρόμο, δεν φαίνεται να έχουν μεγάλες ζημιές. Ομως στρίβοντας δεξιά στην οδό Κυανής Ακτής, προς την παραλία, αυτό που αντικρίζει κανείς ξεπερνάει οποιαδήποτε περιγραφή. Είναι σαν να μπαίνεις ξαφνικά σε έναν πίνακα του Ιερώνυμου Μπος, ένα τοπίο βγαλμένο από τα βάθη της πιο άρρωστης φαντασίας.
Και από τις δυο πλευρές του δρόμου, το ένα μετά το άλλο, οικόπεδα και αυλές έχουν το χρώμα της βαθιάς νύχτας: μαύρο. Τα περισσότερα σπίτια είναι πλέον αποκαΐδια. Αλλα με γκρεμισμένες στέγες, άλλα λες και κάποιος τα έχει βομβαρδίσει από μέσα. Τα πεύκα απλώνουν τα καρβουνιασμένα κλαδιά τους στον ουρανό, ενώ όλη η περιοχή μυρίζει καπνό και θάνατο. Ο,τι και να έχει ακούσει κανείς από περιγραφές, όσες εικόνες και αν έχει δει στην τηλεόραση, δεν είναι ικανά να σε προετοιμάσουν για το θέαμα που παρουσιάζει το Μάτι μετά την καταστροφική πυρκαγιά της περασμένης Δευτέρας, που μέσα σε λίγες μόνο ώρες πήρε δεκάδες ανθρώπινες ζωές, κατέστρεψε περιουσίες και μετέτρεψε αυτό το άλλοτε καταπράσινο θέρετρο σε μια κόλαση.
«Σωθήκαμε στο τσακ»
Στη συμβολή των οδών Κυανής Ακτής και Κύπρου ένας φούρνος έχει γίνει ολοκαύτωμα. Στρίβουμε δεξιά στην οδό Κύπρου και αρχίζουμε να περπατάμε στα στενά δρομάκια της περιοχής, αυτά που έγιναν παγίδες θανάτου για πολλούς απ’ όσους έψαχναν διέξοδο διαφυγής από την πύρινη κόλαση. Στην οδό Λαυρέντη Διανέλλου, έξω από ένα σπίτι που το πάνω μέρος του έχει καταστραφεί ολοσχερώς, κάθεται μια κυρία. Δίπλα της ένας γέρικος σκύλος. Είναι η Μαρία Διανέλλου, κόρη του μεγάλου ηθοποιού.
Πιάνουμε κουβέντα. «Ηταν περίπου τρεις το μεσημέρι και ετοιμαζόμουν να κάτσω για φαγητό. Με παίρνει τηλέφωνο μια γειτόνισσα, η Λένα, και με ρωτάει: «Βρε Μαρία, σου μυρίζει καπνός;». Βγαίνουμε έξω με τη Λένα και βλέπουμε στο βάθος μακριά λίγο καπνό. Ρε γαμώ το, σκέφτηκα, πάλι βάλανε φωτιά; Γύρω στις 16.00 αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε; Γιατί αυξάνεται ο καπνός, γιατί κοκκίνισε ο ήλιος; Εγώ ζω με τον Λευτέρη, το βαφτιστήρι μου, ο οποίος ήταν στη δουλειά. Γύρω στις 17.30 επιστρέφει από τη δουλειά και μου λέει «πεινάω, δεν μου βάζεις κάτι να φάω;». Με το που κατεβάζω το φαγητό, βλέπω πίσω από το γειτονικό σπίτι φλόγες. Του λέω «Λευτέρη, τι να φας; Φωτιά!». Ηταν τόσο απότομη η εμφάνιση της φωτιάς που δεν το πίστευα. Ο Λευτέρης βάζει κάτι γαλότσες και μια στολή επειδή είναι εθελοντής πυροσβέστης και μου λέει «πάω να βοηθήσω». Μόνη μου με τον σκύλο αρχίζω και κατεβαίνω προς την Ποσειδώνος. Ευτυχώς εκείνη την ώρα περνάει ένας γείτονας και μου λέει «πού πας; Μπες μέσα». Τα ζώα είχαν τρελαθεί από πριν. Τα σκυλιά αλυχτούσαν, οι γάτες πήγαιναν πέρα δώθε. Προσπαθώ να βάλω τον σκύλο στο αυτοκίνητο και να μην μπαίνει. Κατεβήκαμε προς την Ποσειδώνος με κατεύθυνση προς τη Ραφήνα, με την πόρτα του αυτοκινήτου ανοιχτή και τον μισό σκύλο απ’ έξω. Σωθήκαμε στο τσακ. Σε κλάσματα του δευτερολέπτου προλάβαμε και δεν γίναμε παρανάλωμα. Κι ύστερα, στο λιμάνι της Ραφήνας μια άλλη κόλαση. Να έρχονται σκάφη του Λιμενικού και ψαράδικα και να βγάζουν κόσμο, παιδιά μόνα τους. Πολλοί γονείς έδιναν πρώτα τα παιδιά και αυτοί παρέμεναν στη θάλασσα. Και το Λιμενικό και οι αιγύπτιοι ψαράδες έσωσαν πολύ κόσμο».
Με την κυρία Διανέλλου ανεβαίνουμε στο σπίτι της. Οικιακές συσκευές, μια ραπτομηχανή, ένα λάπτοπ έχουν σχεδόν λιώσει. Τα σώματα του καλοριφέρ στέκουν μαυρισμένα στους τοίχους. «Ποτέ δεν μας κάλεσε ένας δήμαρχος να μας πει: «Ζείτε σε δασική περιοχή. Σε περίπτωση πυρκαγιάς θα κάνετε αυτό. Αν η φωτιά έρθει από επάνω θα πάρετε αυτόν τον δρόμο, αν έρθει από κάτω θα πάρετε τον άλλον δρόμο». Καμία ενημέρωση, κανένας σχεδιασμός, καμία προετοιμασία» μου λέει.
«Χρειαζόμαστε ψυχολογική υποστήριξη»
Πιάνει μια ελαφριά βροχή. Εμφανίζεται μια γειτόνισσα, η κυρία Λένα Παπαδάκου, που αρχίζει να κλαίει. «Η στέγη του σπιτιού και ο επάνω όροφος έχουν καταστραφεί ολοσχερώς. Αν πιάσει νεροποντή, τι θα κάνουμε; Θα περάσει το νερό στον κάτω όροφο και θα χάσουμε και ό,τι έχει σωθεί» λέει. Αρχίζει να αφηγείται τι έζησε εκείνη την ημέρα.
«Γύρω στις 17.00 καταλάβαμε ότι είχε πιάσει φωτιά κάπου κοντά. Αρχισα να ανησυχώ. Δεν μου άρεσε το γεγονός ότι ο άνεμος ήταν δυτικός και φυσούσε διαολεμένος. Ανοιξα την τηλεόραση και έλεγε για φωτιές στην Κινέτα, στην Πεντέλη και στα Χανιά. Μια γειτόνισσα μου είπε ότι πρέπει να ετοιμαστούμε για την περίπτωση που θα έπρεπε να φύγουμε εσπευσμένα. Μου λέει «βάλε σε ένα τσαντάκι τα χαρτιά σου και ό,τι πολύτιμο έχεις στο σπίτι». Τα παιδιά μου άρχισαν να μαζεύουν ρούχα και τους έλεγα «αφήστε τα, πάμε να φύγουμε», και γιατί είχα τρομάξει, αλλά και γιατί δεν πίστευα ότι θα καεί το σπίτι μας. Δεν θυμάμαι ακριβώς την ώρα. Πρέπει να ήταν από πεντέμισι μέχρι έξι παρά. Φύγαμε γύρω στις έξι παρά τέταρτο. Παίρνουμε τα αυτοκίνητα, ένα εγώ και ένα ο γιος μου. Μου λέει το παιδί: «Τώρα! Φεύγουμε τώρα». Ο γιος μου μού είπε να πάμε στο Κόκκινο Λιμανάκι. Του λέω «αγόρι μου, έχει τοίχο εκεί, είναι στενά, θα εγκλωβιστούμε. Φύγαμε προς τη Ραφήνα. Γλιτώσαμε παρά τρίχα. Ο κόσμος που κάηκε δεν πρόλαβε να πάρει χαμπάρι γι’ αυτό που θα γινόταν μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Δεν ήρθε κανείς να μας πει «φύγετε», δεν χτυπήσανε οι καμπάνες, δεν ακούστηκαν σειρήνες. Μας άφησαν να καούμε σαν τα ποντίκια. Οταν ζεις μια τέτοια τραγωδία, σου φεύγει το μυαλό. Αυτό που χρειαζόμαστε άμεσα, και εμείς και κυρίως τα παιδιά, είναι μια ψυχολογική υποστήριξη. Την επόμενη μέρα οι αστυνομικοί περνούσαν συνεχώς. Δεν μας μιλούσαν, αλλά περνούσαν συνέχεια. Και η Αστυνομία και ο Στρατός. Τα τελευταία χρόνια είμαστε ξεχασμένοι από όλους. Η Τοπική Αυτοδιοίκηση εντελώς απούσα. Φωνάζαμε συνεχώς και για τα ξερόκλαδα και για τα σκουπίδια, δεν άκουγε κανείς. Τα κλιμάκια των μηχανικών ήρθαν αμέσως την επόμενη μέρα για τους ελέγχους».
«Το αυτοκίνητο πήρε φωτιά»
Κατεβαίνοντας προς την Ποσειδώνος συναντάμε την κυρία Εφη Σπυροπούλου. Εχει επιστρέψει στο σπίτι της για να μαζέψει διάφορα προσωπικά αντικείμενα. Αρχίζει και αφηγείται την τραγική της εμπειρία. «Γύρω στις 17.30 τη Δευτέρα βγαίνω στη βεράντα και βλέπω πίσω από το γειτονικό σπίτι τις φλόγες να πετάγονται στον ουρανό. Τρέχω να πάρω το αυτοκίνητο που το είχα αφήσει στο διπλανό στενό. Εκείνη τη στιγμή σκέφτομαι: προλαβαίνω να μπω στο σπίτι και να πάρω τα παιδιά; Μπαίνω στο αυτοκίνητο και έρχομαι μπροστά στην πόρτα του σπιτιού. Αρχίζω να ουρλιάζω στα παιδιά: «Τρέξτε τώρα να φύγουμε». Μπαίνουν και τα τρία παιδιά στο αυτοκίνητο. Ο Γιώργος, ο σύζυγός μου, με ρωτάει: «Να μπω κι εγώ ή να πάρω το δικό μου αυτοκίνητο;». Την ώρα που πάει να το πάρει παίρνει φωτιά η πλάτη του. Του φωνάζω «μπες μέσα». Αρχίζω να οδηγώ και στον δρόμο η φωτιά εμφανίζεται μπροστά μας. Ολα αυτά μέσα σε δευτερόλεπτα. «Τώρα τι κάνουμε;» ρωτάω τον Γιώργο. Μου λέει «θα καούμε, πάτα το και φύγε με διακόσια». Μπαίνουμε με ταχύτητα μέσα στη φωτιά και μου παίρνει φωτιά το αυτοκίνητο. Σκέφτομαι δεν υπάρχει άλλη λύση, πρέπει να φτάσω όσο πιο κοντά στη θάλασσα, να πέσουμε στο νερό. Κατεβαίνω την Παπαφλέσσα, αρχίσει να φουντώνει το αμάξι. Η Ποσειδώνος ολόκληρη είναι μπλοκαρισμένη. Αφήνουμε το αμάξι, φωνάζω στα παιδιά «τρέξτε, μη σκορπιστούμε, πάμε όλοι προς το λιμάνι». Αμέσως μόλις αρχίζουμε να τρέχουμε, το αυτοκίνητο ανατινάζεται. Κατεβαίνουμε στο λιμάνι και μόλις παίρνω μια ανάσα ανακούφισης σκέφτομαι με τρόμο: Ο πατέρας μου; Μέσα στον πανικό τον είχαμε αφήσει στο σπίτι. Γύρω στις 23.30 το βράδυ πέφτω στα γόνατα και εκλιπαρώ έναν πυροσβέστη να με πάει στο σπίτι να δω αν ο πατέρας μου είναι ζωντανός. Ο Θεός να το έχει καλά το παιδί, με φέρνει εδώ πάνω όπου οι αναθυμιάσεις δεν σε άφηναν να αναπνεύσεις. Μπαίνω μέσα στο σπίτι και φωνάζω. «Ζεις;». «Είμαι εδώ, είμαι ζωντανός» μου λέει. Ευτυχώς είχε κλείσει πόρτες, παράθυρα και παντζούρια και είχε μείνει μέσα με τη θεία μου που είναι ανάπηρη. Από θαύμα σώθηκαν και οι δύο. Τους παίρνουμε, επιστρέφουμε στο λιμάνι, μέχρι που ήρθε φουσκωτό του Λιμενικού και μας μετέφερε στη Ραφήνα. Το πιο τραγικό ήταν ότι όταν επέστρεψα να πάρω τον πατέρα μου, βλέπω δίπλα στον σκουπιδοτενεκέ ένα πτώμα. Δεν με άφησαν να πάω κοντά. Ηταν μια γειτόνισσα απ’ ό,τι έμαθα αργότερα».

Κατηφορίζοντας προς την παραλιακή, είναι εντυπωσιακό ότι δίπλα σε ολοσχερώς καμένα σπίτια υπάρχουν άλλα που είναι άθικτα. Τα ελάχιστα στενά δρομάκια που βγαίνουν προς τη θάλασσα, όπως λένε, την ώρα της φωτιάς ήταν γεμάτα πευκοβελόνες που είχαν πάρει φωτιά. Ακόμα και αν κατάφερνε κανείς να φτάσει στη θάλασσα, βρισκόταν εμπρός σε μικρούς γκρεμούς.
«Αφού σωθήκαμε, είμαστε καλά»

Φτάνοντας στην Ποσειδώνος πέφτουμε επάνω σε ένα σουπερμάρκετ που έχει γίνει παρανάλωμα του πυρός. Ο ιδιοκτήτης του, ο κ. Ηλίας, στέκεται και παρατηρεί με απόγνωση την καταστροφή που τον βρήκε. «Εγώ είχα φύγει από εδώ γύρω στις 4 το απόγευμα. Είχαμε μια διακοπή ρεύματος, αλλά δεν έδωσα σημασία γιατί εδώ έχουμε συχνά διακοπές, επειδή βάζουν όλοι air condition και κόβεται το ρεύμα. Κατά τις 18.20 με παίρνουν τηλέφωνο τα κορίτσια που δούλευαν εδώ και μου λένε «έχουμε φωτιά». Εγώ νόμιζα ότι είχε γίνει κάτι με τους πίνακες του ηλεκτρικού. Λέω «πάρτε τον πυροσβεστήρα και σβήστε τη». Μου λένε «δεν κατάλαβες, δεν καίγεται ο πίνακας, καίγονται τα δέντρα». Τους λέω «κλείστε το μαγαζί και φύγετε». Ευτυχώς που δεν ήμουν εδώ γιατί δεν θα έφευγα και θα είχα καεί. Πήρα την Πυροσβεστική και μου είπανε ότι οι οικίες έχουν προτεραιότητα. Αφήσανε το μαγαζί και κάηκε ολοσχερώς. Η ασφάλεια δεν με καλύπτει. Είχα ασφαλίσει το μαγαζί για πυρκαγιά από βραχυκύκλωμα κ.λπ. Η ασφάλεια μου είπε ότι δεν με καλύπτει για φωτιά που έχει έρθει απ’ έξω. Ομως αφού είμαστε ζωντανοί και γλιτώσαμε είμαστε καλά. Δυστυχώς μια κοπέλα που δούλευε εδώ έφυγε και κάηκε προσπαθώντας να φτάσει σπίτι της. Μια γυναίκα 45 ετών με δύο παιδιά».

«Είμαστε περίεργος λαός»

Στην Ποσειδώνος, με κατεύθυνση προς τον Αγιο Ανδρέα, στο μπαρ «Νιάου» έχει στηθεί μια αυτοσχέδια δομή όπου εθελοντές συγκεντρώνουν και διανέμουν είδη πρώτης ανάγκης στους πυρόπληκτους: εμφιαλωμένο νερό, ξηρά τρόφιμα, χυμούς και ρούχα. «Προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να βοηθήσουμε. Η ανταπόκριση του κόσμου είναι πραγματικά συγκινητική» λέει η Τζωρτζίνα που είναι ανάμεσα στους συντονιστές της όλης προσπάθειας. «Βάζουμε αγγελίες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Ερχονται άνθρωποι και συνεχώς φέρνουν πράγματα, αλλά και πολλοί οδηγοί με αυτοκίνητα που μεταφέρουν τα πράγματα αυτά σε όσους τα έχουν ανάγκη. Είμαστε περίεργος λαός: καταραμένος, αλλά στις δύσκολες στιγμές μπορούμε να δείξουμε μεγαλείο ψυχής».

«Το Μάτι είναι παγίδα»

Σε ένα καφέ στον Αγιο Ανδρέα πιάνουμε κουβέντα με δύο νεαρούς που βρίσκονται εκεί. «Μην το ψάχνετε» μου λέει ο Σωτήρης. «Αυτό που έγινε ήταν ότι πέρασε η φωτιά τη Μαραθώνος και καήκανε σαν τα ποντίκια μέσα στο Μάτι, που είναι ολόκληρο βουτηγμένο στην παρανομία. Είναι μια περιοχή που αν πιάσει φωτιά δεν έχει διεξόδους διαφυγής. Για μπάνιο να πας στην παραλία, δύο αυτοκίνητα μπορεί να κλείσουν τον δρόμο. Επίσης η Αστυνομία έκανε το λάθος να στέλνει τον κόσμο προς τη Ραφήνα. Επρεπε να τους στέλνουν προς τη Νέα Μάκρη. Πολλά αυτοκίνητα εγκλωβίστηκαν στην παραλιακή, εκεί οι οδηγοί τα παράτησαν και αυτά άρχισαν να παίρνουν φωτιά. Το λέγαμε εδώ και χρόνια: αν συμβεί κάτι στο Μάτι, θα θρηνήσουμε κόσμο. Αν η φωτιά είχε μείνει πάνω από τη Μαραθώνος, δεν θα γινόταν αυτή η καταστροφή. Από πάνω, στον Νέο Βουτζά, δεν κάηκε κανείς. Κι εμείς εδώ θα καιγόμασταν αν δεν υπήρχαν τα στρατόπεδα και αν δεν είχε βρέξει για ένα δεκάλεπτο. Ούτε τα παιδιά από τις κατασκηνώσεις δεν θα προλάβαιναν να πάρουν». Ο Γιώργος που ακούει τη συζήτηση παρεμβαίνει: «Υπήρξε πανικός και ο πανικός οφειλόταν στο γεγονός ότι δεν υπήρχε οργάνωση, δεν υπήρχε ενημέρωση, δεν υπήρχε κανείς να ειδοποιήσει τον κόσμο. Αλλά όπως είπε και ο Σωτήρης, το Μάτι ήταν παγίδα. Οι ίδιες ακριβώς συνθήκες επικρατούν και σε έναν συνοικισμό στο Ζούμπερι, στο Φως. Αν, χτύπα ξύλο, γίνει οτιδήποτε εκεί, θα θρηνήσουμε θύματα όπως και στο Μάτι».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ