Μια από τις δημοφιλέστερες θεωρίες για την ύπαρξη της ζωής στη Γη είναι ότι δεν αποτελεί προϊόν διεργασιών στον πλανήτη μας αλλά τα δομικά της υλικά έφθασαν εδώ με κομήτες. Είναι επίσης γνωστό ότι κάποιες φορές η πτώση μεγάλων κομητών προκαλεί μαζική καταστροφή της ζωής όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση της εξαφάνισης των δεινοσαύρων. Διάφορες μελέτες έχουν υποδείξει γεωοατμοσφαιρικές διεργασίες ή κοσμικά φαινόμενα για κάποιες από τις μαζικές εξαφανίσεις ζωής που έχουν συμβεί στη Γη. Μια νέα μελέτη ανατρέπει τα δεδομένα υποδεικνύοντας ως ένοχο για όλες τις μαζικές εξαφανίσεις της ζωής στη Γη τα τελευταία 260 εκ. έτη τους κομήτες.

Το νέφος που «βρέχει« κομήτες

Σε μια γωνιά του ηλιακού μας συστήματος, που βρίσκεται σε απόσταση 100.000 φορές μεγαλύτερη από εκείνη που χωρίζει τη Γη από τον Ηλιο, υπάρχει το νέφος Oort. Εκεί βρίσκονται δισεκατομμύρια παγωμένα αντικείμενα, πολλά από τα οποία κινούνται προς τον Ηλιο έχοντας δεχθεί «σπρώξιμο» από τα «βαρυτικά ρεύματα» που προκαλούνται από τις μεταβολές στη μάζα των άστρων του γαλαξία μας. Οταν συμβαίνει αυτό, τα παγωμένα αυτά αντικείμενα μετατρέπονται σε κομήτες και αρχίζουν να κινούνται γύρω από τον Ηλιο σε τροχιά γωνιακή σε σχέση με την τροχιά των πλανητών στον Ηλιο.

Ομάδα επιστημόνων από μεγάλα πανεπιστήμια και ινστιτούτα των ΗΠΑ μελέτησαν την ηλικία διαφόρων κρατήρων στη Γη και τις περιόδους έντονων διεργασιών στο νέφος Oort, περιόδους όπου ξεπετάγονταν από εκεί κομήτες στο ηλιακό μας σύστημα. Κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι κάθε φορά που συνέβαινε μια μαζική εξαφάνιση ειδών στη Γη συνέπιπτε με την πτώση κομητών και αστεροειδών στον πλανήτη. Οι ερευνητές υποστηρίζουν ότι σε έξι τουλάχιστον περιόδους μαζικής εξαφάνισης ειδών υπήρχε ταυτόχρονα πτώση ενός (ή και περισσότερων) μεγάλου μεγέθους κομήτη ή αστεροειδούς. «Υπάρχει τέτοια συσχέτιση ανάμεσα στη δημιουργία των κρατήρων και των περιόδων μαζικής εξαφάνισης τα τελευταία 260 εκ. έτη που υποδεικνύει σχέση αιτίας-αποτελέσματος» αναφέρει ο Μάικλ Ραμπίνο, γεωλόγος του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης μέλος της ερευνητικής ομάδας. Η μελέτη δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Monthly Notices of the Royal Astronomical Society».