H πορεία του υπήρξε ευθεία, χωρίς στροφές και διασταυρώσεις που θα τον έβγαζαν από τον προορισμό του. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως ο «φέρελπις» αξιωματικός της Χωροφυλακής, ο οποίος ανέλαβε να μελετήσει και να συμπληρώσει, το 1978, τον φάκελο έκτασης 250 σελίδων που είχε σχηματισθεί για τη δολοφονία τον Δεκέμβριο του 1975 του σταθμάρχη της CIA Ρίτσαρντ Γουέλς από τη μυστηριώδη τότε «17 Νοέμβρη». Ακολούθως – ολόκληρη τη δεκαετία του ’80 – ο αφανής αξιωματικός της Κρατικής Ασφάλειας εργάστηκε ως αναλυτής στοιχείων και πληροφοριών τουλάχιστον 100 τρομοκρατικών επιθέσεων ελληνικών αλλά και ξένων τρομοκρατικών οργανώσεων: από τη δολοφονία των επιχειρηματιών Αγγελόπουλου και Αθανασιάδη από τη 17N ως το μακελειό στο κρουαζιερόπλοιο «City Of Poros» από την οργάνωση «Μαύρος Σεπτέμβρης» του Αμπού Νιντάλ. Κάπως έτσι ο Φώτης Νασιάκος εξελίχθηκε τη δεκαετία του ’90 στον αδιαμφισβήτητο αρχηγό της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας, ο οποίος κατόρθωσε ήδη από το 1995 να δημιουργήσει ένα οργανόγραμμα της εγχώριας τρομοκρατίας. Το 1994 – στη βομβιστική επίθεση των οργανώσεων ΕΛΑ και «1η Μάη» στον Περισσό – έχασε τον πιο καλό του φίλο, συμμαθητή του από τις αστυνομικές σχολές, αστυνομικό Απόστολο Βέλλιο, χωρίς ποτέ να δημοσιοποιήσει αυτή τη σχέση, αυτή την απώλεια. Ο πάντα συγκρατημένος αξιωματικός κατηγορήθηκε τουλάχιστον σε 3-4 περιπτώσεις από έλληνες αλλά και ξένους αξιωματούχους για μεγάλη διστακτικότητα στη σύλληψη «τρομοκρατών». Αποδείχθηκε όμως εκ των υστέρων ότι διαφύλαξε την Αστυνομία και τις τότε κυβερνήσεις από οδυνηρές γκάφες. Και την κρίσιμη στιγμή ο Φώτης Νασιάκος ήταν αυτός που φώναξε με περισσή σιγουριά: «Εδώ έχουμε 17». Είχε μόλις ακούσει τις πρώτες πληροφορίες για την έκρηξη – τον Ιούλιο του 2002 – της βόμβας στο λιμάνι του Πειραιά. Τα τελευταία τρία χρόνια αποδείχθηκε ο μεθοδικός οργανωτής των μέτρων ασφαλείας για τους Ολυμπιακούς Αγώνες – και ιδιαίτερα του συντονισμού δράσης σε 300 σενάρια ασύμμετρων απειλών – σε μια περίοδο όπου το θέμα της «ασφάλειας» άγγιζε τα όρια της υστερίας και του παραλογισμού.


H αποχώρηση του 52χρονου αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. κ. Φώτη Νασιάκου, την προηγούμενη Τετάρτη, ουσιαστικά σηματοδοτεί ένα «τέλος εποχής» για την Ελληνική Αστυνομία και όχι μόνο. Είναι ίσως ο πιο αναγνωρίσιμος αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ., που με την αποχώρησή του όρισε το άτυπο τέλος της 25ετούς αναμέτρησης των διωκτικών αρχών με τις οργανώσεις «αντάρτικου πόλης».


Είναι το ανεπίσημο φινάλε μιας ατελείωτης περιόδου, κατά την οποία κυριαρχούσε κατά καιρούς πλήθος εικασιών, συνοδευμένων από τεράστια λάθη και περιστατικά εκδίωξης εκατοντάδων αξιωματικών με το «στίγμα» του αποτυχημένου. H αποχώρηση Νασιάκου σήμανε και τη λήξη της πενταετίας γενικής επιφυλακής για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων, όπου οι φοβίες και η υπερβολή είχαν φέρει την Ελλάδα και την ΕΛ.ΑΣ. σε θέση υπολόγου διεθνώς, χωρίς να έχει υπάρξει έστω και η παραμικρή υπόνοια για τρομοκρατική επίθεση που θα είχε ως στόχο τη μεγαλύτερη αθλητική γιορτή του κόσμου.


Ολα αυτά τα χρόνια άλλαξαν πολλά. H Αστυνομία είχε ξεκινήσει αυτή την πορεία ως μια περιγέλαστη υπηρεσία που χαρακτηριζόταν από τα λάθη, τις αδυναμίες και τις περίεργες εμμονές της. Σήμερα τόσο στο εσωτερικό, αλλά ακόμη περισσότερο στο εξωτερικό η «υπεραξία των αρχών Ασφαλείας της χώρας» είναι αναγνωρισμένη. Ο Φώτης Νασιάκος με τις επιτυχίες – προφανώς και τα λάθη του – υπηρέτησε στην Αστυνομία σε τομείς ελέγχου και καταστολής και κατόρθωσε να ολοκληρώσει σε μεγάλο ποσοστό το έργο του. Και είναι πιθανόν να ανταποκρίνεται στην αλήθεια αυτό που είπε κατά τη διάρκεια της προχθεσινής τελετής ένας άλλος υψηλόβαθμος αξιωματικός, ότι δηλαδή «η αποχώρηση Νασιάκου σημαίνει το τέλος της περιόδου της «μεταπολίτευσης» για την ΕΛ.ΑΣ.».


Ο μέχρι πρότινος αρχηγός της Αστυνομίας, που γεννήθηκε στη Ραχούλα Καρδίτσας, κατατάχθηκε στην παλαιά Χωροφυλακή στα 18 του χρόνια, για βιοποριστικούς λόγους. Το 1976 τελείωσε τη Σχολή Αξιωματικών και η πρώτη του υπηρεσία ήταν στο Αστυνομικό Τμήμα N. Ιωνίας. H πρώτη υπόθεση που είχε χειρισθεί ήταν μια καταγγελία κατοίκων για μόλυνση της ατμόσφαιρας από μια τοπική βιοτεχνία. Το 1977 ως ανθυπομοίραρχος πήγε στην τότε Ασφάλεια Προαστίων και ασχολήθηκε αρχικά με απλές ποινικές υποθέσεις. Πολύ γρήγορα όμως η αναλυτική σκέψη του αλλά και οι προτεραιότητες της εποχής τον έφεραν να ασχολείται με τις «λεπτές» υποθέσεις της περιόδου εκείνης. H πρώτη έρευνα με την οποία ασχολήθηκε ήταν οι εκρήξεις – κάθε Κυριακή βράδυ – δεκάδων βομβών σε πολλές περιοχές της Αττικής. Οπως διαπιστώθηκε, τις βόμβες αυτές τοποθετούσαν ακροδεξιές οργανώσεις, οι οποίες τότε είχαν μεγάλη δραστηριότητα. Στην Ελλάδα δρούσαν επίσης εκείνη την εποχή αραβικές οργανώσεις, που προχωρούσαν σε εκκαθαριστικές-δολοφονικές επιχειρήσεις, και βέβαια ο ΕΛΑ και η 17N, που αποτελούσαν για τους αστυνομικούς το μέγα μυστήριο.


* Το «προτέρημα του Φώτη»


Από το 1978-1979 ο Φώτης Νασιάκος εντάσσεται στις Υπηρεσίες Πληροφοριών της Χωροφυλακής και αρχίζει να ασχολείται με τους φακέλους σοβαρών τρομοκρατικών υποθέσεων και πρώτα από όλα με αυτόν της δολοφονίας του σταθμάρχη της CIA Ρίτσαρντ Γουέλς στο Ψυχικό. Οπως λένε σήμερα συνάδελφοί του, «ο Φώτης είχε ένα προτέρημα. Διάβαζε πολύ».


Ο πρώην, πλέον, αρχηγός της ΕΛ.ΑΣ. έκανε κάτι που δεν έκριναν απαραίτητο πολλοί συνάδελφοί του. Διάβαζε με εξαιρετική επιμέλεια και προσοχή έντυπα του ακροαριστερού και αντιεξουσιαστικού χώρου, προσπαθώντας να αντιληφθεί τον τρόπο σκέψης που πιθανόν κατευθύνει – σε ένα άλλο επίπεδο – και τις οργανώσεις αντάρτικου πόλης. Ακόμη διάβαζε ως συγκριτικό υλικό και «κάτω από τις γραμμές» – όπως έλεγε και ο ίδιος – τις προκηρύξεις των οργανώσεων.


Προσπαθούσε με όλα αυτά να αντιληφθεί ποιες ήταν οι διεργασίες που ήταν πιθανόν να είχαν συντελεστεί μεταξύ προσώπων που συμμετείχαν παλαιότερα σε αντιδικτατορικές οργανώσεις. Κάπως έτσι «ο Φώτης, παρ’ ότι δεν είχε μεγάλο βαθμό, ήταν το καλό μυαλό στον οποίο απευθύνονταν πολλοί προϊστάμενοί του», όπως λένε αξιωματικοί εκείνης της περιόδου που υπηρετούσαν στην Κρατική Ασφάλεια, δηλαδή την υπηρεσία που είχε τότε την ευθύνη εξάρθρωσης των τρομοκρατικών οργανώσεων.


Ο κ. Νασιάκος ασχολήθηκε τότε με πολλές έρευνες για την τρομοκρατία, με επιτυχημένες εισηγήσεις και παρατηρήσεις. Είχε αντιληφθεί νωρίς ότι ο συσχετισμός της 17N με την ομάδα του Χρ. Τσουτσουβή αλλά και την ομάδα των «συνήθων υπόπτων» ήταν μάλλον σε λάθος βάση. Ακόμη σε καμία περίπτωση δεν αποδεχόταν σενάρια σύμφωνα με τα οποία η τρομοκρατία μπορεί να προέρχεται από κομματικούς μηχανισμούς, στελέχη της τότε ΚΥΠ αλλά και πράκτορες ξένων υπηρεσιών, όπως επέβαλε η σεναριολογία της εποχής.


Μία από τις υποθέσεις που τον είχαν απασχολήσει ήταν η απόπειρα δολοφονίας, τον Ιούνιο του 1987, του τότε προέδρου της ΓΣΕΕ κ. Γιώργου Ραυτόπουλου, προχωρώντας – όπως παραδέχθηκε αργότερα – σε μια λάθος εκτίμηση για το αυτοκίνητο που χρησιμοποιήθηκε στην επίθεση.


* Πώς απέφυγε τα μεγάλα λάθη


Τη δεκαετία του ’90, εκτός από μια περίοδο (1992-1993) που μετακινείται στη Διεύθυνση Μελετών της ΕΛ.ΑΣ., υπηρετεί διαρκώς στην Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία, της οποίας προΐσταται από το 1996. Ελληνες και ξένοι αξιωματούχοι – κυρίως των κλιμακίων της CIA και του FBI – στην Αθήνα τού καταλογίζουν συχνά εκείνη την περίοδο διστακτικότητα και μικρές επιχειρησιακές δυνατότητες. Ελεγαν χαρακτηριστικά ότι «ο Φώτης είναι μόνο να αναλύει τις προκηρύξεις και να σέβεται υπερβολικά τους τρομοκράτες. Ποτέ δεν θα τολμήσει κάποια ενέργεια…».


Αυτή η αυτοσυγκράτηση και η περίσκεψη του κ. Νασιάκου αποδείχθηκαν σε ορισμένες περιπτώσεις σωτήριες. Αμερικανοί και Γάλλοι είχαν ζητήσει, την περίοδο 1998-1999, να συλληφθεί ως αρχηγός της 17N γιος πολιτικού του KKE! Το 1999 ζήτησαν από τον κ. Νασιάκο να συλληφθεί ως μέλος της 17N και εκτελεστής του αμερικανού λοχία Στιούαρτ ένας εργαζόμενος σε εταιρεία παραγωγής καφέ. Ο κ. Νασιάκος δεν έκανε τίποτε. Οι υποδείξεις αποδείχθηκαν εκ των υστέρων λανθασμένες. Τον Νοέμβριο του 1998 έρχεται σε σύγκρουση με τους αμερικανούς πράκτορες και με τον πρεσβευτή Νίκολας Μπερνς για την προσπάθεια διοχέτευσης όπλων σε ύποπτους τρομοκράτες, μέσω ενός καταδίκου. Και αυτή τη φορά αποδείχθηκε ότι είχε δίκιο.


Το καλοκαίρι του 2001, μετά την αποτυχημένη επιχείρηση της ΕΛ.ΑΣ. για τη σύλληψη του K. Πάσσαρη, ο κ. Νασιάκος τοποθετείται στη θέση του αρχηγού. Οταν στις 31 Ιουνίου 2002 σκάει η βόμβα στα χέρια του Σάββα Ξηρού, το υλικό που είχε συγκεντρώσει τα χρόνια της… «σιωπής και της υπομονής» γίνεται βάση για γρήγορες διασταυρώσεις στοιχείων και άμεση συμπλήρωση του «παζλ», η οποία οδηγεί στον γνωστό κύκλο των αλλεπάλληλων συλλήψεων μελών της 17N και του ΕΛΑ.


ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ Τα σενάρια επιθέσεων και η πραγματικότητα


Μετά την εξάρθρωση της τρομοκρατίας ακολουθούν τα μέτρα ασφαλείας κατά την περίοδο – το πρώτο εξάμηνο του 2003 – της προεδρίας της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και αρχίζουν να σχηματοποιούνται τα μέτρα προστασίας των Ολυμπιακών Αγώνων. Ο κ. Φ. Νασιάκος γίνεται ο διεκπεραιωτής των πλέον… ευρηματικών έως διαστροφικών σεναρίων τρομοκρατικών επιθέσεων με πυραύλους, με χημικά αέρια, με πυρηνικές βόμβες, με φλεγόμενα αεροπλάνα και άλλα απίθανα! Αναλαμβάνει τη δραματική ευθύνη της τελικής απόφασης σε μια σειρά εφιαλτικών περιπτώσεων τρομοκρατικών επιθέσεων. Οπως έλεγε συχνά ο ίδιος σε συνεργάτες του, «αν χρειαζόταν να εισηγηθώ μια απόφαση, όπως την κατάρριψη ενός αεροσκάφους όπου είχε εκδηλωθεί αεροπειρατεία, ίσως αυτό να ήταν ένα βάρος που σαν άνθρωπος δεν θα το άντεχα. Και ίσως το τέλος της υπηρεσίας μου στην Αστυνομία να ήταν τελείως διαφορετικό»…