Οι εκσυγχρονιστές δεν έχουν φιλότιμο


Με πολύ σκληρές εκφράσεις ο πρόεδρος του ΔΗΚΚΙ κ. Δ. Τσοβόλας επικρίνει την κυβέρνηση για την υποτίμηση της δραχμής και τα μέτρα που ανακοίνωσε προκειμένου να τη στηρίξει. Θεωρεί ότι ο Πρωθυπουργός «σύρθηκε» σε αποφάσεις και διαφωνεί όχι με την ένταξη στον μηχανισμό των κοινοτικών ισοτιμιών αυτή την περίοδο αλλά με τις προσδοκίες που καλλιεργούνται σχετικά με την ΟΝΕ. Ο κ. Τσοβόλας πιστεύει ότι η χώρα δεν θα ανταποκριθεί στα κριτήρια του Μάαστριχτ και ότι η κυβέρνηση θα επιδιώξει την ένταξη με παραχωρήσεις στα εθνικά θέματα. Κρίνει ότι οι τελευταίες κυβερνητικές επιλογές στρέφονται εναντίον των λαϊκών στρωμάτων και προβλέπει «κοινωνική θύελλα». Διαπιστώνει επίσης ότι με την πολιτική της κυβέρνησης ωφελούνται τα μεγάλα συμφέροντα εντός και εκτός της χώρας και αποδίδει την υποστήριξη που παρέχεται στο εξωτερικό προς την κυβέρνηση στις «υποχωρήσεις» της.





­ Κύριε πρόεδρε,
σας άκουσα να αποκαλείτε τον κ. Σημίτη ανεκδιήγητο και ψεύτη και μιλήσατε για απάτη. Δεν είναι βαριές κουβέντες αυτές για έναν πρωθυπουργό;


«Ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Οι «εκσυγχρονιστές» δεν έχουν ούτε μιας δραχμής φιλότιμο πλέον».


­ Ποια είναι η απάτη;


«Ο ίδιος ο κ. Σημίτης και ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας έλεγαν ως τώρα ότι ακρογωνιαίος λίθος της οικονομικής πολιτικής ήταν η πολιτική της σταθερής ισοτιμίας της δραχμής. Ο Πρωθυπουργός στις 25 Νοεμβρίου 1997, στο Ελληνοαμερικανικό Επιμελητήριο, είπε επί λέξει ότι η σταθερότητα της δραχμής ισοδυναμεί με τη σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας. Και από τις 14 Μαρτίου λέει τα αντίθετα και προσπαθεί να πείσει ότι η ριζική αλλαγή της συναλλαγματικής πολιτικής αποτελεί επιτυχία της κυβέρνησης ενώ αποτελεί απόδειξη πλήρους χρεοκοπίας της κυβερνητικής πολιτικής. Πώς αλλιώς μπορείς να χαρακτηρίσεις αυτή τη στάση που αποτελεί εμπαιγμό και υποτίμηση, παράλληλα με αυτήν της δραχμής, και της νοημοσύνης όλων μας;».


­ Μπορούσε να προαναγγείλει μια υποτίμηση;


«Το να διαψεύδεις φήμες για υποτίμηση είναι φυσικό. Εδώ όμως έχουμε ριζική αλλαγή της φιλοσοφίας της οικονομικής πολιτικής που είχε ως βασικό άξονα τη σκληρή δραχμή, τη σταθερότητα της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Δεν μπορεί λοιπόν να υποτιμά κατ’ αυτόν τον τρόπο τη νοημοσύνη του ελληνικού λαού, των κομμάτων και της Βουλής».


­ Επί της ουσίας πού διαφωνείτε;


«Κατ’ αρχήν «σύρθηκε» ο κ. Σημίτης και δεν πήγε με δική του πρωτοβουλία και απόφαση, όπως ανακριβώς δήλωσε. Δεύτερον, ήταν λάθος να προσπαθεί να κρατήσει τεχνητά ψηλά τη δραχμή, πράγμα που το πληρώσαμε με πολλά δισεκατομμύρια σε υψηλά επιτόκια, αντί να προχωρήσει σταδιακά σε επιταχυνόμενη διολίσθηση για προσαρμογή. Και, τρίτον, ήταν λάθος το ότι μπήκε στον Μηχανισμό δύο μήνες πριν από τις 3 Μαΐου που θα γίνει το κλείδωμα των ισοτιμιών των νομισμάτων των άλλων χωρών της ενωμένης Ευρώπης».


­ Η κυβέρνηση ισχυρίζεται ότι ήταν μια προγραμματισμένη κίνηση.


«Δεν ήταν. Βιάστηκε και «σύρθηκε» διότι η οικονομική πολιτική που εφάρμοσε δεν απέδωσε αποτελέσματα. Αυτό φαίνεται, άλλωστε, από το γεγονός ότι για να μπει η χώρα μας στον Μηχανισμό αποφασίστηκε υποτίμηση 14% και διακύμανση άλλα 15% συν πλην. Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα που μπήκε με υποτίμηση, πράγμα που σημαίνει ότι η οικονομική πολιτική της παρούσας κυβέρνησης ­ και αυτή που εφαρμόστηκε τα τελευταία χρόνια από το ΠαΣοΚ ­ απέτυχε παταγωδώς».


­ Πάντως, ο διεθνής παράγοντας επικρότησε αυτή την ενέργεια.


«Είναι λογικό διότι από αυτή την πολιτική κέρδισαν και κερδίζουν εις βάρος των λαϊκών στρωμάτων οι καιροσκόποι, οι κερδοσκόποι και το χρηματιστηριακό κεφάλαιο στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Καλείται όμως ο λαός συνεχώς να πληρώνει κάθε χρόνο τη μαύρη τρύπα που αυξάνεται με αυτή την αδιέξοδη οικονομική πολιτική».


­ Νομίζετε ότι υπήρξαν κάποιοι που κέρδισαν από τη διαρροή της πληροφορίας για την υποτίμηση;


«Ασφαλώς υπήρξαν. Είναι ομολογημένο πλέον και από την κυβέρνηση ότι στις πέντε ώρες πριν από την υποτίμηση έβγαλαν εκατομμύρια κάποιες ξένες τράπεζες και κάποιοι ιδιώτες. Γι’ αυτό, άλλωστε, κατά την άποψή μου, εμφανίστηκε τις πρώτες ημέρες μετά την υποτίμηση εισροή ξένου συναλλάγματος. Οι κερδοσκόποι έπαιρναν τα κέρδη από τις τοποθετήσεις που έκαναν την Παρασκευή».


­ Η εικόνα που διαμορφώνει ο διεθνής Τύπος για τον κ. Σημίτη είναι καλή.


«Για τους ξένους ναι. Για την Ελλάδα, όμως, και για τον ελληνικό λαό είναι τελείως διαφορετική η εικόνα. Και είναι σαφές ότι εκείνοι που ψήφισαν τον κ. Σημίτη και το σημερινό ΠαΣοΚ σε ένα πολύ μεγάλο ποσοστό κατάλαβαν τη μεγάλη παγίδα που τους στήθηκε κάτω από τη λέξη «εκσυγχρονισμός», που κρύβει ανεργία, φτώχεια, δυστυχία και όχι πραγματικό εκσυγχρονισμό».


­ Δεν έχει αξία ότι στον διεθνή χώρο δείχνουν όλο και πιο ικανοποιημένοι με τον κ. Σημίτη, αντίθετα με τα όσα έλεγαν για τον Ανδρέα Παπανδρέου;


«Αυτό πρέπει να ανησυχεί τους Ελληνες και τους πολιτικούς. Διότι, όταν σε χειροκροτούν οι ξένοι, που έχουν αντίθετα συμφέροντα από τα δικά σου, κάπου κάνεις λάθος. Και ασφαλώς αν τα δώσεις όλα σε εκείνους που θέλουν να υπηρετήσουν τα δικά τους συμφέροντα ­ είτε μέσα στην Ευρώπη, όπως είναι η Γερμανία, είτε έξω, όπως οι ΗΠΑ ­, θα σε έχουν στα «όπα-όπα». Με υποχωρήσεις όμως δεν κάνεις το καθήκον σου απέναντι στη χώρα, απέναντι στον λαό που σε εξέλεξε για να τον κυβερνήσεις».


­ Δεν είναι καθήκον της κυβέρνησης η σύγκλιση με την Ευρώπη.


«Ως ΔΗΚΚΙ έχουμε ευρωπαϊκό προσανατολισμό, είμαστε υπέρ της Ευρώπης, η οποία όμως θα στοχεύει στη σύγκλιση των πραγματικών επιπέδων ανάπτυξης και ευημερίας των λαών, που θα ευνοεί την κοινωνική συνοχή».


­ Και φαντάζεστε τη δραχμή εκτός του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος;


«Η Ελλάδα δεν πρόκειται να «πιάσει» τα οικονομικά μεγέθη του Μάαστριχτ για την ένταξη στην ΟΝΕ. Επομένως, ο κ. Σημίτης και η κυβέρνησή του υπολογίζουν να τους βάλουν με πολιτικά και μόνο κριτήρια. Και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο εμείς πιστεύουμε ότι για να τον εντάξουν θα κάνει παραχωρήσεις στα εθνικά θέματα. Και το θεωρούμε έγκλημα, λαθεμένη πολιτική».


­ Η κυβέρνηση όμως επιμένει ότι η χώρα μπήκε στον προθάλαμο της ΟΝΕ.


«Μας βρίσκει τελείως αντίθετους αυτή η πολιτική. Διότι η ένταξη στην ΟΝΕ, όταν ξέρουμε ότι άλλες χώρες – μέλη είναι εκτός ΟΝΕ, δεν λύνει τα προβλήματα ούτε της ευρωπαϊκής οικονομίας ούτε των λαών της Ευρώπης».


­ Διαπιστώνω ότι δεν σας ενθουσιάζει η ιδέα για το κοινό νόμισμα.


«Να δούμε τελικά αν θα γίνει το κοινό νόμισμα και αν θα επικρατήσει. Τα πράγματα δεν έχουν πάρει την τελική τους μορφή. Πιστεύουμε ότι θα υπάρξουν μεγάλοι νομισματικοί κραδασμοί στην Ευρώπη και το δεύτερο εξάμηνο του 1998 αλλά και όταν θα λειτουργήσει το ευρώ».


­ Η ΟΝΕ όμως παραμένει βασική επιδίωξη για τις ευρωπαϊκές χώρες.


«Η ΟΝΕ δεν προωθεί το όραμα της ενωμένης Ευρώπης των λαών. Προωθεί, στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης της αγοράς, τα συμφέροντα του διεθνούς κεφαλαίου, που λειτουργεί και μέσα στην Ευρώπη. Προωθεί τα συμφέροντα των πολύ μεγάλων χωρών της Ευρώπης και όχι τα συμφέροντα των μικρότερων χωρών. Γι’ αυτό λέμε ότι, από την ώρα που δεν είναι καθορισμένη η τελική μορφή της ενωμένης Ευρώπης και του νομισματικού συστήματος, από την ώρα που βλέπουμε άλλες χώρες να βρίσκονται εκτός ΟΝΕ, θα πρέπει να είμαστε πάρα πολύ προσεκτικοί. Και προπαντός δεν θα πρέπει να βιαζόμαστε, όπως βιάστηκε η κυβέρνηση και πήγε στον Μηχανισμό παρ’ όλο που δεν είχε υποχρέωση να μπει».


­ Είτε έχει δίκιο η κυβέρνηση είτε εσείς, όλοι λένε ότι για να πετύχει η υποτίμηση πρέπει να στηριχθεί με τα σκληρά μέτρα που ανακοίνωσε και ο κ. Παπαντωνίου. Συμφωνείτε;


«Διαφωνούμε, γιατί το θεωρούμε και αυτό συνέχεια της αδιέξοδης οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής. Τα διαρθρωτικά μέτρα δεν πρέπει να στοχεύουν στον περαιτέρω αφελληνισμό των μέσων παραγωγής και στη μεταφορά πόρων προς κάποια πολυεθνικά συγκροτήματα».


­ Τι νόημα έχει να διατηρούμε ως δημόσια μια επιχείρηση όταν την πληρώνουμε;


«Κατ’ αρχήν υπεύθυνη είναι η ίδια η κυβέρνηση που δεν προχώρησε στον πραγματικό εκσυγχρονισμό αυτών των επιχειρήσεων επί τέσσερα χρόνια. Δεν είναι εξ ορισμού αντιπαραγωγικός ο δημόσιος τομέας, όπως δεν είναι εξ ορισμού παραγωγικός ο ιδιωτικός τομέας. Αρα, αντί να ακολουθεί πολιτική ξεπουλήματος κερδοφόρων τομέων στρατηγικής σημασίας για την οικονομία, θα πρέπει να τους εκσυγχρονίσει και να λειτουργήσουν οι αντίστοιχες ΔΕΚΟ με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια».


­ Η τάση διεθνώς είναι ότι το κράτος πρέπει να αποβάλει τέτοιες δραστηριότητες.


«Συμφωνώ, αλλά μόνο στις εμπορικού χαρακτήρα επιχειρήσεις. Εδώ μιλάμε για στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις που, αν μεταβιβασθούν στον ιδιωτικό τομέα και συνεχισθεί η επενδυτική απραξία, αντιλαμβάνεστε τι σημαίνει αυτό για την ανάπτυξη της χώρας και για την ανεργία, που θα φουντώσει».


­ Η κυβέρνηση όμως λέει ότι τις ιδιωτικοποιεί για να τις σώσει.


«Το πείραμα της ιδιωτικοποίησης το ζήσαμε στα Ναυπηγεία Ελευσίνας. Ιδιώτης τα πήρε, για να μειωθεί υποτίθεται το έλλειμμα του δημόσιου τομέα κλπ. Και ποιο ήταν το αποτέλεσμα; Τελικά πλήρωσε άλλα 21 δισεκατομμύρια το Δημόσιο. Γι’ αυτό εμείς προτείνουμε εξυγίανση χωρίς να αλλάξει το ιδιοκτησιακό καθεστώς. Τα αλλά είναι νεοφιλελεύθερες συνταγές εις βάρος των εργαζομένων αλλά και της ποιότητας υπηρεσιών».


­ Το ΠαΣοΚ ισχυρίζεται ότι παραμένει ένα σοσιαλιστικό αριστερό κόμμα. Από πού προκύπτει ότι είναι νεοφιλελεύθερο;


«Χρησιμοποιεί δήθεν αριστερή φρασεολογία για να καλύψει τη συντηρητική, αντιλαϊκή κυβερνητική πολιτική του. Παίζει πιο καλά από τη ΝΔ το παιχνίδι απέναντι σε εκείνους οι οποίοι καταδυναστεύουν τον μη προνομιούχο Ελληνα. Και αυτό φαίνεται είναι και το πρόβλημα της ΝΔ. Την έχει επικαλύψει ιδεολογικοπολιτικά το ΠαΣοΚ με τη σημερινή του ηγεσία».


­ Ολα αυτά δεν θα έπρεπε να έχουν οδηγήσει σε κοινωνικές αντιδράσεις;


«Προβλέπω πολύ σύντομα κοινωνική θύελλα. Μετά και από τη νέα απόφαση για την υποτίμηση της δραχμής και το νέο πακέτο των σκληρών, αντιλαϊκών μέτρων που θα εξαθλιώσει ακόμη περισσότερα τα λαϊκά στρώματα, βλέπω να έρχεται μεγάλη κοινωνική έκρηξη. Και αυτό είναι αντικίνητρο για οποιαδήποτε πορεία πραγματικού εκσυγχρονισμού και ανάπτυξης της χώρας. Ο εκσυγχρονισμός δεν μπορεί να γίνει χωρίς αποδοχή από τους ίδιους τους εργαζομένους. Και η πολιτική του σημερινού ΠαΣοΚ απορρίπτεται γιατί στρέφεται εναντίον τους».