Ετος «τελικής αναμέτρησης» προμηνύεται το 2017, με την κυβέρνηση να παίζει –για μία ακόμη φορά –τα ρέστα της και να εκτιμά πως εξακολουθεί να έχει περιθώρια αντιπαράθεσης με τους δανειστές και τον αγαπημένο της εχθρό: τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Επειτα και από τη νέα δήλωση συμμόρφωσης Τσακαλώτου προς τις υποδείξεις των δανειστών, ο Αλέξης Τσίπρας αποδέχεται ένα (τελευταίο;) στοίχημα. Κάνει δεκτές όλες τις απαιτήσεις των θεσμών και προετοιμάζεται για την τελική φάση της διαπραγμάτευσης, στην οποία η κυβέρνηση προσέρχεται με καταρρακωμένη την αξιοπιστία της ελπίζοντας ότι οι πιέσεις του γερμανικού υπουργείου Οικονομικών για την επόμενη φάση της συμφωνίας δεν θα την οδηγήσουν σε ένα τέταρτο, ακόμη πιο δεσμευτικό και καταστροφικό μνημόνιο.
Οι δεσμεύσεις του υπουργού


Με την επιστολή του ο κ. Τσακαλώτος επί της ουσίας δεσμεύει την κυβέρνηση και τη χώρα για πολλά:
  • Επαναβεβαιώνει την προϋπάρχουσα δέσμευση να ενεργοποιήσει τον κόφτη στις συντάξεις αν οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα δεν επαληθευθούν.
  • Υπόσχεται ότι αν υπάρξουν υπερβάσεις στα δημοσιονομικά πλεονάσματα στο εξής θα αξιοποιούνται για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, τη μείωση της φορολογίας και την κάλυψη των οφειλών του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα.
  • Δηλώνει δε ότι κάθε σχετική απόφαση στο μέλλον θα λαμβάνεται σε συνεννόηση και με τη συμφωνία των δανειστών. Κατόπιν αυτών και αφότου η κυβέρνηση έπαιξε το χαρτί της τελικής υποχώρησης, περιμένει το επόμενο ραντεβού της με τους δανειστές και το κλίμα που θα διαμορφωθεί. Το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου είναι μία ακόμη κρίσιμη συνάντηση, στην οποία αναμένεται να διαφανεί αν η αισιοδοξία που μεταδίδεται από κυβερνητικές και κοινοβουλευτικές πηγές είναι βάσιμη ή όχι.
Σε τι συνίσταται η αισιοδοξία; «Ο Σόιμπλε δεν έχει πια πολλά περιθώρια και δεν μπορεί να τραβήξει την κατάσταση στα άκρα» αναφέρει υψηλόβαθμο κομματικό και κοινοβουλευτικό στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ εν όψει αυτής της νέας φάσης διαπραγμάτευσης, εκτιμώντας ότι η κυβέρνηση θα κατορθώσει να διασφαλίσει κάποια περιθώρια ελιγμών.
Δεν είναι η ίδια όμως η εκτίμηση στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ από τις Βρυξέλλες. Ο ευρωβουλευτής του κόμματος Στ. Κούλογλου επικαλείται δική του πληροφόρηση, σύμφωνα με την οποία ο γερμανός υπουργός Οικονομικών έχει δηλώσει σε συναδέλφους του στο Eurogroup ότι δεν έχει πλέον καμία εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση Τσίπρα και ότι δεν θεωρεί πως είναι σε θέση να φέρει σε πέρας τις δεσμεύεις που έχει αναλάβει. Κατά την ίδια πηγή, ο κ. Σόιμπλε είναι αποφασισμένος να μην κάνει βήμα πίσω και να ξεκαθαρίσει την κατάσταση σε σχέση με την ελληνική κυβέρνηση πολύ πριν από το φθινόπωρο του 2017 και τις γερμανικές εκλογές.
Υπό αυτή την έννοια, η αισιοδοξία που κυριαρχεί στην Αθήνα κρίνεται μάλλον αβάσιμη και ο Ιανουάριος μετατρέπεται σε μήνα που θα κρίνει τα επόμενα βήματα, εν όψει και του Eurogroup στο τέλος του μηνός.
Στη συνεδρίαση αυτή κατά κάποιες πηγές δεν κρίνεται απλώς η τύχη της αξιολόγησης αλλά και το μέλλον της κυβέρνησης και εν τέλει της χώρας. Δεδομένου δε ότι στον γερμανικό Τύπο πηγές προσκείμενες στον κ. Σόιμπλε έχουν ήδη φροντίσει να διασπείρουν την εκτίμηση πως για τη συνέχιση του ελληνικού προγράμματος θα απαιτηθούν 100-150 δισ. ευρώ για τα επόμενα 10 χρόνια, η ατμόσφαιρα που θα καταγραφεί στο Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου θα είναι σε κάθε περίπτωση διαφωτιστική για τη συνέχεια.
«Θα δούμε τι θα κάνουμε όταν έλθει η ώρα»


Ποια είναι η απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης σε αυτά; «Δεν πρόκειται να δεχθούμε ούτε νέα μέτρα ούτε νομοθέτησή τους για την περίοδο μετά το 2018» δηλώνει εμφατικά ο Πρόεδρος της Βουλής Ν. Βούτσης και την ίδια στιγμή προσθέτει: «Δεν υπάρχουν ούτε εκλογές, δεν τις θέλουμε, δεν έχουμε ακόμη το επιθυμητό πολιτικό «αποτύπωμα» για να διεκδικήσουμε και πάλι την ψήφο των πολιτών».
Και επειδή η απάντηση συνήθως είναι πολύ πιο απλή από ό,τι θέλουν πολλοί να πιστεύουν, η κυβέρνηση είναι σαφές πως δεν έχει ακόμη σχεδιάσει τα επόμενα βήματά της. «Αν όλα πάνε στραβά, θα δούμε τι θα κάνουμε όταν έλθει η ώρα» απαντά ένας από τους συνομιλητές του Αλ. Τσίπρα.
Υπό αυτές τις συνθήκες, η καλλιέργεια της ακραίας πόλωσης στο εσωτερικό και η τοποθέτηση της ΝΔ και του Κυρ. Μητσοτάκη στο ίδιο κάδρο με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε αποτελούν μονόδρομο ως τακτική επιλογή για τον κ. Τσίπρα για το προσεχές διάστημα.


Αλλαγή συσχετισμών
Η αμηχανία των 53+ μετά την ήττα

Η ολοκληρωτική παράδοση του Ευκλ. Τσακαλώτου στις μνημονιακές πολιτικές, όπως αυτή εκδηλώνεται με την επιστολή συμμόρφωσής του προς τους θεσμούς, διαμορφώνει μια νέα πραγματικότητα και στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεδομένου του ρόλου του ως άτυπου επικεφαλής της ομάδας των 53+, η οποία έπειτα από τη διάσπαση του καλοκαιριού του 2015 έπαιξε τον ρόλο της αριστερής συνείδησης του κόμματος, ο κ. Τσακαλώτος ακυρώνει πλέον τον ίδιο του τον ρόλο στον εσωκομματικό συσχετισμό και αφαιρεί από τον εαυτό του κάθε επίφαση αριστεροσύνης.
Επειτα και από την επιστολή με την οποία στην ουσία αποδέχεται ότι οι συνταξιούχοι, για τους οποίους η κυβέρνηση εμφανίστηκε προ εβδομάδων να δίνει άλλη μία ύστατη μάχη, δεν έχουν τίποτε πλέον να προσδοκούν, αλλά και ότι οποιαδήποτε απόφασή του πλέον θα πρέπει να έχει τη σύμφωνη γνώμη των θεσμών, ο υπουργός Οικονομικών περιέρχεται απλώς στη δυσχερή θέση όλων των προκατόχων του από το 2009 κι έπειτα: είναι ένας διαχειριστής του Μνημονίου με μοίρα κατά πάσα βεβαιότητα προδιαγεγραμμένη.
Η μάχη πλέον ούτως ή άλλως μεταφέρεται στο πεδίο όπου εξαρχής επρόκειτο να κριθεί.
Τη συζήτηση δηλαδή για τη μετά το 2018 περίοδο, τα μέτρα που θα πρέπει να συμφωνηθούν και την κρίσιμη απόφαση για δέσμευση της χώρας από ένα νέο μνημόνιο, πολυετές και δυσβάστακτο, ή μια «τελική λύση», εμπνεύσεως Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που θέλει τη «δυσλειτουργική» Ελλάδα εκτός ευρωζώνης ή σε κάποιο διαρκές ιδιότυπο καθεστώς.
Και οι δύο επιλογές είναι για την κυβέρνηση πολύ δύσκολα διαχειρίσιμες, ενώ για τον υπουργό Οικονομικών φαίνεται πως θα είναι πολύ δύσκολο να αποφύγει τη μοίρα των προκατόχων του –με εξαίρεση τον Γιάννη Στουρνάρα που εγκαίρως μετακόμισε από το υπουργείο Οικονομικών στην Τράπεζα της Ελλάδος και που δεν ήταν άλλωστε ούτε βουλευτής ούτε κομματικό στέλεχος.
Οι επόμενες εβδομάδες και σε κάθε περίπτωση το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου θα κρίνουν την πορεία των εξελίξεων και θα δείξουν αν η κυβέρνηση έχει αντοχές και περιθώρια να συνεχίσει τον δρόμο της και να αναμένει την ανάπτυξη –όπως τουλάχιστον την εννοεί η ίδια.
Το μόνο που φαίνεται σίγουρο είναι ότι η συζήτηση στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ για το πώς και πόσο η Αριστερά μπορεί να σώσει τη χώρα θα γίνεται πλέον με εντελώς διαφορετικούς όρους.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ