Τον Σεπτέμβριο του 2011, στο υπόγειο του ξενοδοχείου «Μόνοπολ» στο Βρότσλαβ της Πολωνίας, ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε και ο Γιοργκ Ασμουσεν παρουσίασαν στους Ευάγγελο Βενιζέλο και Γιώργο Ζανιά το σχέδιο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Την ώρα που στο ισόγειο του ξενοδοχείου οι υπουργοί Οικονομικών της ζώνης του ευρώ έτρωγαν και έπιναν στη δεξίωση της πολωνικής προεδρίας, οι τέσσερις άνδρες κάθονταν γύρω από ένα τραπέζι με ισάριθμα ποτήρια νερό. Εκεί ο Σόιμπλε εμφάνισε ένα σχέδιο, το οποίο προέβλεπε μια συντεταγμένη έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, με χρηματοδοτική στήριξη και με την εφαρμογή περιορισμών στις αναλήψεις και στην κίνηση κεφαλαίων. Παράλληλα, έδωσε υποσχέσεις ότι στο μέλλον θα επανεξεταστεί το αν και υπό ποιες προϋποθέσεις θα επέστρεφε η Ελλάδα στην ευρωζώνη. Η συνάντηση διήρκεσε μιάμιση ώρα και τελικά η ελληνική πλευρά κατέφερε να πείσει τους συνομιλητές της για την παραμονή της Ελλάδας στη νομισματική ένωση. Εκτοτε, η χώρα πήρε μέτρα πάνω από 40 δισ. ευρώ και παρέμεινε στο ενιαίο νόμισμα. Παρ’ όλα αυτά, τρία χρόνια μετά, τα σενάρια για Grexit βρίσκονται ξανά στο προσκήνιο. Εύλογο λοιπόν το ερώτημα για το αν και πόσο κινδυνεύει η χώρα να βρεθεί εκτός ευρωζώνης.

«Το 2015 δεν είναι 2011»
λένε τραπεζικές πηγές. Τότε οι Ευρωπαίοι μάς είχαν δανείσει 53 δισ. ευρώ, όσο ήταν το ποσό του πρώτου πακέτου βοήθειας. Μετά ακολούθησε το PSI και το δεύτερο μεγάλο δάνειο των 130 δισ. ευρώ, πράγμα που σημαίνει ότι σήμερα το κόστος για τους Ευρωπαίους είναι πολύ μεγαλύτερο. Τότε το έλλειμμα ήταν σχεδόν διψήφιο, σήμερα η χώρα έχει να επιδείξει πρωτογενές πλεόνασμα. «Η εξέλιξη αυτή ηθικά δυσχεραίνει τη λήψη μιας απόφασης που θα οδηγούσε την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης τη στιγμή μάλιστα που το 75% του ελληνικού λαού επιθυμεί την παραμονή στο ευρώ και το έχει αποδείξει εμπράκτως με θυσίες» επισημαίνουν οι ίδιες πηγές. Από την άλλη, πολιτικά το Grexit θεωρείται σήμερα πιο εύκολο, καθώς η κοινή γνώμη στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες έχει κουραστεί με την Ελλάδα και τις συνεχείς παρατάσεις και επαναδιαπραγματεύσεις των συμφωνηθέντων.
Αν και πολλοί υποστηρίζουν ότι η Ευρώπη σήμερα είναι καλύτερα προετοιμασμένη για μια ελληνική έξοδο, έχοντας δημιουργήσει μηχανισμούς χρηματοδότησης όπως ο ESM και οι αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ, οι απόψεις των αναλυτών συγκλίνουν στο ότι η Ευρώπη δεν μπορεί να σηκώσει την αποχώρηση της Ελλάδας. Πράγματι, τα κεφάλαια ύψους 500 δισ. ευρώ που διαθέτει ο ESM, εκ των οποίων περί τα 150 δισ. ευρώ έχουν ήδη χρησιμοποιηθεί, δεν επαρκούν για να αντιμετωπιστεί ενδεχόμενη κρίση σε χώρες μεγαλύτερες από την Ελλάδα, όπως η Ιταλία με χρέος πάνω από 1,2 τρισ. ευρώ.
Βεβαίως, το γεγονός ότι το μεγαλύτερο μέρος του ελληνικού χρέους βρίσκεται στα χέρια των ευρωπαϊκών κρατών και οργανισμών όπως η ΕΚΤ, ο ESM και το ΔΝΤ, και μόλις 30 δισ. ευρώ σε ιδιώτες, περιορίζει τον κίνδυνο μόλυνσης άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Η απομόνωση της Ελλάδας φάνηκε από το γεγονός ότι τη στιγμή που η πρόσφατη επαναφορά του Grexit οδήγησε στα ύψη τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, τα ομόλογα των άλλων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου δεν ακολούθησαν.
Ομως, όπως υποστηρίζουν οικονομικοί αναλυτές, αν αποχωρήσει μια χώρα από την ευρωζώνη δημιουργείται προηγούμενο και οι αγορές θα αρχίσουν να «σπεκουλάρουν» και να στοχοποιούν την επόμενη. Πράγμα που σημαίνει ότι οι πόροι που διαθέτουν οι ευρωπαϊκοί μηχανισμοί δεν θα επαρκούν για να τα βάλουν με τα τρισεκατομμύρια των αγορών. Και τότε κάνουν λόγο για ντόμινο.
Υπό το πρίσμα αυτό, κοινοτικές πηγές θεωρούν ότι η επιστροφή των σεναρίων του Grexit αποτελεί ένα είδος προειδοποίησης των Ευρωπαίων ότι θα σκληρύνουν τη στάση τους αν η Ελλάδα δεν τηρήσει τα συμφωνηθέντα. «Με την επαναφορά του Grexit και με τον τρόπο με τον οποίο τίθεται το θέμα, όπως για παράδειγμα μέσω του «Spiegel», οι Ευρωπαίοι στην ουσία προειδοποιούν τη χώρα ότι θα πρέπει να τηρήσει τα συμφωνηθέντα, χωρίς όμως να κάνουν απευθείας παρέμβαση στα εσωτερικά της» αναφέρουν οι ίδιες πηγές. Σύμφωνα με άλλες πηγές, «το Grexit εξυπηρετεί συμφέροντα που επιθυμούν την εξασθένιση του ευρώ και αποτελεί προσφιλές θέμα για όσους δεν πιστεύουν στο ενιαίο νόμισμα».
Για τους εταίρους πάντως τα πράγματα είναι δεδομένα: υπάρχουν συμφωνίες και πλαίσιο μέσα στο οποίο πρέπει να κινηθεί η Ελλάδα. «Δεν μπορούμε κάθε τρεις και λίγο να αλλάζουμε τους κανόνες» αναφέρουν κοινοτικές πηγές. Υπό το πρίσμα αυτό εκτιμάται ότι αναμένουν από τον ΣΥΡΙΖΑ, αν κερδίσει τις εκλογές, να κινηθεί μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, κάτι που έχει γίνει σαφές από δηλώσεις Ευρωπαίων, όπως του γάλλου προέδρου Φρανσουά Ολάντ για τήρηση των συμφωνηθέντων. Και οι Ευρωπαίοι έχουν τον τρόπο και τα μέσα να πιέσουν. «Αλλο πράγμα η έξοδος από το ευρώ και άλλο οι Ευρωπαίοι να μην αποδεχθούν μονομερείς ενέργειες και να πετύχουν αυτό που θέλουν χρησιμοποιώντας μέσα ανάλογα με αυτά που έκαναν στην Κύπρο» αναφέρουν κοινοτικές πηγές.

Τα περιθώρια ελιγμών
Πότε ο Ντράγκι θα τραβήξει την «πρίζα» της ρευστότητας

Πίεση μπορεί να ασκηθεί μέσω του παγώματος των κονδυλίων του ΕΣΠΑ ή της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και ακόμη μεγαλύτερη μέσω της ΕΚΤ. Την περασμένη εβδομάδα η ΕΚΤ ξεκαθάρισε ότι θα συνεχίσει να παρέχει ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες όσο η χώρα βρίσκεται σε πρόγραμμα. Τι σημαίνει αυτό; Οτι η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις εκλογές θα πρέπει ως το τέλος Φεβρουαρίου, δηλαδή μέσα σε έναν μήνα, να έχει συμφωνήσει σε ένα πρόγραμμα με τους Ευρωπαίους.
Σύμφωνα με κοινοτικές πηγές «παράταση του υφιστάμενου Μνημονίου, ακόμη και σιωπηρή, μπορεί να δοθεί μόνο σε περίπτωση που βρίσκεται σε εξέλιξη συζήτηση για προσφυγή στον μηχανισμό ECCL». Σε διαφορετική περίπτωση η ΕΚΤ, σύμφωνα με τις δηλώσεις του Μάριο Ντράγκι, θα διακόψει την παροχή ρευστότητας στις ελληνικές τράπεζες. Αυτό σημαίνει πρόβλημα χρηματοδότησης για το Δημόσιο, το οποίο καλύπτει τις ανάγκες του μέσω έκδοσης εντόκων γραμματίων που αγοράζουν οι ελληνικές τράπεζες. Με τις αγορές κλειστές, αν η ΕΚΤ «τραβήξει την πρίζα», τότε ο μόνος τρόπος που απομένει στις τράπεζες να χρηματοδοτούν το Δημόσιο είναι η άντληση ρευστότητας από τις καταθέσεις.
Κύκλοι της αγοράς εκτιμούν ως εξαιρετικά δύσκολο να οδηγηθεί η κατάσταση στα άκρα. Επισημαίνουν ωστόσο την πίεση κάτω από την οποία θα πρέπει να κινηθεί μια κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, η οποία θα είναι εντονότερη λόγω της έλλειψης εμπειρίας. «Δεν είναι μόνο τα στενά χρονικά περιθώρια μέσα στα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να κάνει στροφή στην πολιτική του. Το ερώτημα είναι αν διαθέτει το στελεχιακό δυναμικό που να γνωρίζει τον τρόπο λειτουργίας του ευρωπαϊκού συστήματος και αν είναι σε θέση να διαπραγματευθεί αποφεύγοντας λάθη του παρελθόντος» αναφέρουν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ