«Υπάρχει µια τεράστια προδοσία». Με την εφηβική διάθεση που τη χαρακτηρίζει η Ολια Λαζαρίδου αντιµετωπίζει όσα µας συµβαίνουν µε πάθος, ενθουσιασµό αλλά και ροµαντισµό. Βαθιά προβληµατισµένη, ψάχνει λύσεις: «“Για να αλλάξεις τον κόσµο πρέπει πρώτα να αλλάξεις τον εαυτό σου” διάβασα πρόσφατα σε έναν τοίχο. Συµφωνώ. Με αυτή την έννοια έχουµε όλοι ένα τεράστιο µερίδιο ευθύνης – ο καθένας το δικό του».

Το «Κορίτσι µπαταρία», που έγραψε η ίδια και θα σκηνοθετήσει ο Ευριπίδης Λασκαρίδης, είναι ένας από τους τρόπους που επέλεξε για να δώσει το στίγµα της. Με διάθεση να εκτεθεί, η Ολια Λαζαρίδου θα ξεδιπλώσει λέξεις, σκέψεις, ιστορίες και εικόνες µέσα από ένα έργο που συνδέει το παρελθόν µε το παρόν στην πόλη της, την Αθήνα.

– Κυρία Λαζαρίδου, γιατί μιλάτε για μια «τεράστια προδοσία»;

«Είµαστε στα χέρια ανάλγητων τεχνοκρατών που κανονίζουν τις τύχες µας και που δεν ξέρουν από ζωή – το βλέπεις στο µάτι τους. Νιώθω προδοσία και αδικία. ∆εν είναι δυνατόν ένας λαός να έχει ευνουχιστεί τόσο απόλυτα. ∆εν υπάρχει ασφαλέστερος τρόπος να ακυρώσεις την ψυχή ενός ανθρώπου από το να του αφαιρέσεις το δηµιουργικό του κοµµάτι: να χτίσει τη ζωή του, να δουλέψει».

– Δεν συμβάλαμε όμως και εμείς οι ίδιοι σε αυτή την κατάσταση;

«Εννοείται. Επειδή εδώ και χρόνια δεν υπάρχει ούτε παιδεία ούτε παράδοση, έχει κοπεί το νήµα του τι είναι ουσία, ήθος… Να σου πω το πιο απλό: το να πιστεύεις στον Θεό, και σ’ το λέω εγώ που έχω πίστη, φοβάσαι να το πεις, γιατί φοβάσαι µην έρθει ο ΛΑΟΣ και σε θεωρήσει ψηφοφόρο του. Από τη µια βλέπω ότι σε παγκόσµιο επίπεδο είµαστε στην αρχή µιας χιονοστιβάδας, ότι αποτελούµε τον πρώτο κρίκο. Από την άλλη, λένε ορισµένοι ελαφρά τη καρδία να αφεθούµε στη χρεοκοπία. Νιώθω κι εγώ µια µέγγενη ασφυκτική. Σερνόµαστε σε κάτι άθλιο».

– Τι πιστεύετε ότι πρέπει να γίνει;

«Για να σου µιλήσω µε το χέρι στην καρδιά, το να φύγει κανείς και να οικοδοµήσει µια άλλη κατάσταση, να αντέξει τη δυσκολία, απαιτεί ψυχικό τσαµπουκά τον οποίο δεν έχουµε. Θα τρώγαµε ο ένας τις σάρκες του άλλου, γιατί απαιτεί να έχεις καλλιεργήσει αλληλεγγύη, ψυχική δύναµη, ήθος. Εµείς τις έχουµε αυτές τις αρχές; Σαν να είµαστε εγκλωβισµένοι. Και η συνειδητοποίηση αυτού του γεγονότος είναι που µας έχει φέρει σε αυ τή τη µαύρη κατάσταση. Την ίδια στιγµή η µόνη µας ελπίδα είναι αυτή η συνειδητοποίηση. Εδώ χρειάζεται µια ουσιαστική εξέγερση. ∆εν χρειαζόµαστε ούτε φιέστες ούτε τίποτα».

– Οπότε;

«Τώρα είναι εποχή σοβαρότητας. Να δούµε πού βρισκόµαστε. Αν υπάρχει µια ελπίδα, είναι µεταξύ µας. ∆εν έχω εµπιστοσύνη σε τίποτε άλλο».

– Ούτε στους πολιτικούς;

«Στους πολιτικούς δεν είχα ποτέ».

– Στους ηθοποιούς;

«Με στενοχωρεί που περιµένουµε τα µηνύµατα του Σωµατείου για να µαζευτούµε και δεν έχουµε µαζευτεί από µόνοι µας οι καλλιτέχνες να πάρουµε µια θέση. Ηρθε το καλοκαίρι η Αριάν Μνουσκίν και έκανε χάπενινγκ στο Σύνταγµα. Εµείς είµαστε σπαρµένοι εδώ. Και δεν έχουµε πάρει θέση ούτε καν για όσα µας αφορούν».

– Εννοείτε στον καλλιτεχνικό χώρο;

«Ναι. Το θέατρο είναι µια τέχνη εφήµερη και πρέπει να τη φροντίσουµε εµείς οι ίδιοι – κυρίως ό,τι δεν ανήκει στο mainstream. Τι έχει µείνει σήµερα από τον Νίκο Σκυλοδήµο, ας πούµε, παρά η φήµη για το πόσο συγκλονιστικός ηθοποιός υπήρξε; Οι νεότεροι ούτε καν τον ξέρουν. Μια αντίστοιχη παρεξήγηση συνέβη και µε την παράσταση του Αρη Ρέτσου το καλοκαίρι στο Ηρώδειο. Μπορεί να είχε πολλές ατέλειες που έδωσαν πάτηµα σε όσους βλέπουν µόνο την επιφάνεια για να τη διαγράψουν. Κάποιοι άλλοι όµως είδαν πίσω από τις ατέλειες τροµερό πλούτο και βάθος. Περίµενα από κάποιους να προστατεύσουν την ιδιαιτερότητα και τη σπανιότητα αυτής της δουλειάς, αλλά όχι, πέρασε και αυτό στο ντούκου… Μεθαύριο θα µιλάµε στις σχολές για τον Ρέτσο».

– Δεν υπάρχει στήριξη ούτε ανάμεσα στους ηθοποιούς;

«Γράφτηκε από έναν συνάδελφό σου για τον Μαρµαρινό και γιατί παίρνει επιχορήγηση. Εγώ έγραψα γι’ αυτό και κάποιος ακόµα. Αντιδράσαµε. Αλλά δεν είδα κανέναν άλλον. ∆εν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να κατηγορούµε κάποιον επειδή παίρνει επιχορήγηση. ∆εν νοµίζω στη Γαλλία να έχει κατηγορήσει κανείς τη Μνουσκίν για τις επιχορηγήσεις που παίρνει… Με κάποιες συναδέλφους µου σκεφτόµαστε να κάνουµε ένα κάλεσµα, να ανταλλάξουµε σκέψεις».

– Πιστεύετε ότι αυτό θα περάσει;

«Ελπίζω. ∆εν µπορεί, θα περάσει. Και θα υπάρξει ένα επόµενο στάδιο. Αν δεν το ελπίσω, δεν θα έχω το κίνητρο ούτε ως το περίπτερο να πάω».

– Σας φοβίζει το μέλλον;

«Φοβάµαι ότι τελικά θα επικρατήσει ο νόµος της βαρύτητας. Το πιθανότερο είναι να ξαναγίνουν τα ίδια λάθη. Πιστεύω όµως στους δέκα που θα πάνε προς την άλλη κατεύθυνση. Για να αλλάξω ένα τόσο δα πραγµατάκι σε µένα παλεύω χρόνια».

– Είστε διατεθειμένη να προσπαθήσετε για κάτι που ενδεχομένως να απολαύσει η επόμενη γενιά;

«Οφείλουµε να το κάνουµε αυτό. Η δική µου γενιά φταίει. Αισθάνοµαι ενοχή και το βλέπω σαν χρέος µου. Ενα κοµµάτι µου ταυτίζεται µε όλο αυτό που µας συµβαίνει. Υπάρχει κι ένα άλλο, όµως, που δεν ταυτίζεται και µε το οποίο συνοµιλώ. Είναι αγνό, φωτεινό, καθαρό. Είναι το πιο πολύτιµο και στηρίζει το υπόλοιπο».

– Η τέχνη, το θέατρο, σας έχουν βοηθήσει προς αυτή την κατεύθυνση;

«Προσωπικά θεωρώ ότι η τέχνη δεν είναι η αλήθεια. Είναι η νοσταλγία για την αλήθεια. Σου θυµίζει τι δεν πρέπει να ξεχάσεις. Γιατί, αν τα ξεχάσεις, δεν θα µπορέσεις να φορτίσεις την µπαταρία σου. Η τέχνη δεν δίνει λύσεις».

«ΣΑΝΜΙΝΙ LIVE»
Μια µεταφορική αυτοβιογραφία

Πώς προέκυψε το «Κορίτσι µπαταρία»; «Κατά καιρούς γράφω. Το συγκεκριµένο το έγραψα εδώ και αρκετό καιρό. Τώρα µαζί µε τον Ευριπίδη Λασκαρίδη, που το σκηνοθετεί, το φτιάξαµε για την παράσταση» λέει η Ολια Λαζαρίδου.

– Είναι αυτοβιογραφικό κείμενο;

«Πιστεύω ότι τα καθαρά αυτοβιογραφικά κείµενα λένε ψέµατα. Ποτέ δεν µπορείς να µιλήσεις ειλικρινά για τον εαυτό σου παρά µόνο µεταφορικά. Αυτό κάνω κι εγώ. Μιλάω µεταφορικά για δικά µου πράγµατα. Από µικρή έφτιαχνα τις ιστορίες µου. Κάτι τέτοιο είναι και το “Κορίτσι µπαταρία”. Ενα ντοκυµαντέρ-fiction, σαν µίνι live».

– Ταιριάζει στην εποχή μας;

«Ναι. Είναι η εποχή που σε καλεί να είσαι γυµνός και προσωπικός. Γι΄αυτό πιστεύω ότι η παράσταση γίνεται στο σωστό timing. Επειτα εγώ ως χαρακτήρας βγάζω µια δίψα επικοινωνίας. “Πάρε τη λέξη µου, δώσ’ µου το χέρι σου”, όπως γράφει ο Εµπειρίκος . Επιπλέον ήθελα πάντα να κάνω κάτι του οποίου τα όρια ανάµεσα στη σκηνή και στην πλατεία να µικραίνουν κι εγώ να πλησιάζω προς την άλλη µεριά. Εχω µια πετριά. Θέλω να προχωρήσω στη ζωή, να γίνω καλύτερη, και αγωνίζοµαι γι΄αυτό».

– Πώς προέκυψε ο τίτλος;

«Ως νεότερη γενιά, ο Ευριπίδης Λασκαρίδης αφαίρεσε το βάρος και έδωσε στο έργο έναν τίτλο πιο ποπ. Είναι µια ωραία σύµπραξη. Ο τίτλος γειώνει. Κι εµένα µου χρειάζεται πολλή γείωση».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ