Στις 28 Ιουλίου ο Ρικάρντο Μούτι έγινε 70 ετών – δύσκολο να το πιστέψει κανείς µε βάση το νεανικό παρουσιαστικό και τη φρενήρη δραστηριότητά του. Αρχηγοί κρατών και Εκκλησιών αλλά και εξέχουσες προσωπικότητες απ© όλο το φάσµα της δηµόσιας ζωής χαιρέτισαν τα γενέθλια του διάσηµου ιταλού αρχιµουσικού, δεκάδες τηλεοπτικοί και ραδιοφωνικοί σταθµοί σε ολόκληρο τον κόσµο τού αφιέρωσαν πολύωρα ή και 24ωρα προγράµµατα, «βροχή» νέων τιµητικών διακρίσεων και βραβείων ήρθε να προστεθεί στην ήδη εξόχως εντυπωσιακή συλλογή του, ενώ το ∆ιαδίκτυο κατακλύστηκε από µηνύµατα και αυτοσχέδια βίντεο χιλιάδων θαυµαστών. Στο πλαίσιο αυτό, η πρόταση ιταλών πολιτικών απ© όλο το πολιτικό φάσµα να ανακηρυχθεί ο µαέστρος γερουσιαστής διά βίου επανήλθε δριµύτερη στον Τύπο της χώρας του. Τα παραπάνω συνέβησαν στον απόηχο της διεθνούς αίσθησης που προκάλεσε ο Μούτι τον περασµένο Μάρτιο, όταν, µε την ευκαιρία µιας νέας παραγωγής του «Ναµπούκο» στην Οπερα της Ρώµης, έκανε µια συναισθηµατικά φορτισµένη έκκληση υπέρ της διάσωσης της κουλτούρας στην Ιταλία. Zωντανό σύµβολο στη χώρα του και «δηλωµένος» φιλέλληνας, πιστεύει ότι για ολόκληρο τον ευρωπαϊκό Νότο το «µυστικό» της ανάκαµψης κρύβεται στον πολιτισµό. Λίγο προτού «πετάξει» για Σικάγο προκειµένου να διευθύνει τις εφετινές εναρκτήριες συναυλίες της ορχήστρας του, της Συµφωνικής της «Πόλης των Ανέµων», και µε φόντο τη νέα του πρεµιέρα στην Οπερα της Ρώµης την 1η Νοεµβρίου µε τον «Μάκβεθ» του Βέρντι, ο «τελευταίος αυτοκράτορας του πόντιουµ» µιλά για όλους και για όλα: για την Ελλάδα και την Ευρώπη, για την κουλτούρα και την κρίση, αλλά και για τον τον ρόλο των media σε µια εποχή η οποία, όπως λέει, έχει ανάγκη από µια νέα πνευµατική επανάσταση…

– Μαέστρο, τι λέτε, ζούμε το τέλος μιας εποχής ή την αρχή μιας νέας;

«Δεν είµαι κοινωνιολόγος και ούτε µου αρέσει να εκφέρω άποψη επί παντός θέµατος. Νοµίζω ότι όσοι το κάνουν, περισσότερο µπερδεύουν τον κόσµο παρά συµβάλλουν στον ουσιαστικό διάλογο. Θα προσπαθήσω να σας απαντήσω λοιπόν ως ένας άνθρωπος ο οποίος, λόγω επαγγέλµατος, ταξιδεύει ανά τον κόσµο εδώ και περισσότερα από 40 χρόνια. Ανήκω και εγώ στους πολλούς που πιστεύουν ότι αυτή η πολυσυζητηµένη κρίση η οποία αγγίζει όλους τους τοµείς της ζωής δεν ξέσπασε ξαφνικά. Είναι το αποτέλεσµα µιας πολύχρονης στρεβλής πορείας. Η ταχύτητα µε την οποία εναλλάσσονται πρόσωπα και πράγµατα µε αποτέλεσµα να εξαντλούνται προτού καλά-καλά υπάρξουν, η έλλειψη οράµατος και κάθε έννοιας µακροπρόθεσµου σχεδιασµού, η “επένδυση” στο εφήµερο, η απληστία, είναι στοιχεία που κυριαρχούσαν στην κοινωνία µας εδώ και αρκετά χρόνια και, τελικά, µας έφεραν εδώ που µας έφεραν. Αν προσθέσει κανείς και τις χαµένες ευκαιρίες, τις σηµαντικές κατακτήσεις του ανθρώπινου νου οι οποίες, ενώ ξεκίνησαν εξαιρετικά φιλόδοξα και ελπιδοφόρα, κατέληξαν να αποτελούν την καταστροφή του σύγχρονου ανθρώπου, σκιαγραφεί µια εικόνα…».

– Πού ακριβώς αναφέρεστε;

«Θα σας πω ένα παράδειγµα: η τηλεόραση ήρθε στην Ιταλία το 1957, όταν ήµουν 15-16 ετών. Εφηβος λοιπόν, και αργότερα νεαρός, την εποχή που διαµόρφωνα την προσωπικότητα, τις αντιλήψεις και τις αξίες της ζωής µου, είχα την ευκαιρία να παρακολουθώ στη µικρή οθόνη όπερες του Βέρντι και του Μότσαρτ, θεατρικά έργα του Σαίξπηρ και του Ιψεν, εποικοδοµητικές συζητήσεις γύρω από την πολιτική, την κοινωνία, τις θεωρητικές αναζητήσεις και τα τεχνολογικά επιτεύγµατα της εποχής. Τέτοια προγράµµατα µεταδίδονταν τότε και ήταν προσβάσιµα ακόµη και στο πιο αποµονωµένο χωριό… Τι µεσολάβησε άραγε και από εκείνη την τηλεοπτική εποχή περάσαµε στη σηµερινή µε όλες αυτές τις ανόητες, επιφανειακές εκποµπές που όχι µόνο αποβλακώνουν τον κόσµο αλλά και του στερούν κάθε έννοια επικοινωνίας µε τους άλλους; Το ίδιο και οι εφηµερίδες, οι οποίες ακολούθησαν επίσης αυτό το µοντέλο. Τα τελευταία χρόνια τα media επένδυσαν στην κουλτούρα του κενού. Και µοιραία, κάποια στιγµή, έπεσαν και τα ίδια µέσα…».

– Αραγε η πορεία είναι αναστρέψιμη;

«Τον τελευταίο καιρό έρχεται ολοένα περισσότερο στον νου µου µια φράση του Αντρέ Μαλρό την οποία είδα κάποτε γραµµένη σε έναν δρόµο του Παρισιού: “Ο 21ος αιώνας”, έλεγε, “ή θα είναι πνευµατικός ή δεν θα υπάρξει…”. Πιστεύω ότι σήµερα χρειαζόµαστε µια πραγµατική πνευµατική επανάσταση και σ’ αυτή την κατεύθυνση τα µέσα µαζικής ενηµέρωσης, υπό την προϋπόθεση ότι θα ανακτήσουν τον ουσιαστικό τους ρόλο, είναι εξαιρετικά αναγκαία. Και η τηλεόραση, η οποία µέσω ειδικά φτιαγµένων γι’ αυτή πολιτιστικών προγραµµάτων θα µπορούσε να απευθυνθεί στο λεγόµενο “ευρύ κοινό” το οποίο συχνά και για διάφορους λόγους δεν έχει δυνατότητες πρόσβασης στο “ζωντανό” θέαµα, αλλά και οι εφηµερίδες. Και ίσως αυτές µπορούν να παίξουν ακόµη σηµαντικότερο ρόλο…».

– Δηλαδή;

«Θα µιλήσω και πάλι για τον χώρο µου… Το θέαµα δεν είναι ένα ξεκάρφωτο πράγµα που έρχεται από το πουθενά. Είναι ο καθρέφτης των εκάστοτε κοινωνικών εξελίξεων. Πώς διαµορφώνεται λοιπόν; Κάποιος, ένας πνευµατικός άνθρωπος συνήθως, θέτει ένα ερώτηµα, ανοίγει ένας δηµόσιος διάλογος και η συνισταµένη του διαλόγου αυτού οδηγεί, βαθµιαία, στην παραστασιακή διαδικασία. Αυτή είναι κατά κανόνα η πορεία σε αδρές γραµµές, όσο κι αν δεν είναι πάντα εύκολα ορατή. Αυτή τη στιγµή το θέαµα έτσι όπως το γνωρίσαµε εδώ και αρκετές, πλέον, δεκαετίες αντιµετωπίζει σοβαρά αδιέξοδα. Είναι φανερό ότι νέα ερωτήµατα πρέπει να τεθούν υπό συζήτηση έτσι ώστε να οδηγήσουν στη διαµόρφωση ενός αντιστοίχως νέου κώδικα. Αντί λοιπόν οι εφηµερίδες να ασχολούνται µε τη σέξι εµφάνιση µιας πρωταγωνίστριας ή τις λεπτοµέρειες της προσωπικής ζωής ενός ζεν πρεµιέ, αξίζει να θέσουν τέτοιου είδους ερωτήµατα, να προκαλέσουν τον δηµόσιο διάλογο, να επενδύσουν δηλαδή στο περιεχόµενο. Με ψυχραιµία και όραµα. Για µένα η µεγάλη δηµοσιογραφία είναι µια µορφή τέχνης όπως ακριβώς η µουσική ή τα εικαστικά. Και σας λέω µετά λόγου γνώσεως ότι τη θεωρώ αναγκαία όσο ποτέ…».

– Νέες ιδέες ωστόσο γεννά η εποχή μας;

«Οι νέες ιδέες κρύβονται στις ρίζες, στην παράδοση. Δεν υπάρχει παρθενογένεση. Οσοι πίστεψαν ότι υπάρχει κατέληξαν στα αδιέξοδα που λέγαµε, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, οι οποίες απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Γι’ αυτό υποστηρίζω ότι ο ευρωπαϊκός Νότος έχει µεγάλη δύναµη. Γιατί εδώ γεννήθηκαν οι µεγάλες ιδέες, εδώ άνθησε η κουλτούρα, από εδώ µεταδόθηκε στην υπόλοιπη Ευρώπη, σε ολόκληρο τον κόσµο. Είναι βέβαιο λοιπόν ότι από εδώ θα αρχίσει και η αναγέννηση. Οι πλούσιες χώρες της Ευρώπης οφείλουν να βοηθήσουν τις φτωχές να ορθοποδήσουν, έτσι ώστε το ευρωπαϊκό οικοδόµηµα να µην καταρρεύσει. Τους το οφείλουν γιατί για χρόνια ολόκληρα, για αιώνες, επωφελήθηκαν από αυτές. Και πρώτα απ’ όλα από την Ελλάδα…».

– Η οποία όμως μοιάζει σήμερα το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης…

«Η Ελλάδα είναι η µητέρα της Ευρώπης, δεν µπορώ να διανοηθώ τη Γηραιά Ηπειρο χωρίς αυτή. Κάτι τέτοιο θα ήταν µια σύγχρονη βαρβαρότητα, η οποία πραγµατικά µε ξεπερνά. Ποιος άραγε µπορεί να διώξει κάποιον από το σπίτι που ο ίδιος έχτισε; Είναι σίγουρο ότι, αν κάποιος νο µίζει ότι µπορεί να το κάνει, θα έρθει η στιγµή που θα πληρώσει την αλαζονεία του. Η Ιστορία το έχει διδάξει. Ο ίδιος γεννήθηκα στη Νάπολι και σε όλη µου τη ζωή η µεγαλύτερη υπερηφάνειά µου ήταν και παραµένει ότι είδα το φως σε ένα µέρος που κάποτε λεγόταν Μεγάλη Ελλάδα, και αυτό είναι κάτι που επαναλαµβάνω σταθερά, εδώ και περισσότερα από 40 χρόνια, σ’ όποιο µέρος του πλανήτη κι αν βρίσκοµαι. Στον αρχαιοελληνικό πολιτισµό βασίζεται ολόκληρο το οικοδόµηµα του δυτικού κόσµου. Και σε µια εποχή που υπάρχει αυξηµένο ενδιαφέρον γι’ αυτόν, η Ελλάδα είναι αναγκαία όσο ποτέ…».

– Πού εντοπίζετε αυτό το ενδιαφέρον που λέτε;

«Εχω ταξιδέψει πολλές φορές στην Ασία: στην Ιαπωνία, στην Κίνα… Τα τελευταία χρόνια βλέπω εκεί µια πραγµατική δίψα να κάνουν κτήµα τους τα επιτεύγµατα του δυτικού πολιτισµού, ειδικά στον τοµέα της κουλτούρας. Ενδεικτικά αναφέρω ότι στην Κίνα υπάρχουν αυτή τη στιγµή γύρω στα 50 εκατοµµύρια παιδιά που ασχολούνται µε το πιάνο, και θα µπορούσα να σας πω πολλά ακόµη. Συχνά επαναλαµβάνω λοιπόν στους συνοµιλητές µου ότι πρώτα απ’ όλα οφείλουν να στρέψουν το βλέµµα στην Ελλάδα. Αυτή θα τους διδάξει…».

– Με ποιον τρόπο;

«Επειδή δεν µου αρέσει να µιλώ θεωρητικά, θα σας δώσω και πάλι ένα παράδειγµα. Γνωρίζουµε όλοι ότι το αρχαίο ελληνικό δράµα αποτελεί τη βάση, το θεµέλιο του σύγχρονου δυτικού θεάτρου. Ωστόσο σήµερα, διεθνώς, το ενδιαφέρον γι’ αυτό είναι ίσως πιο έντονο από ποτέ. Οχι µόνο αυτά καθαυτά τα έργα των µεγάλων τραγικών απασχολούν σηµαντικούς σκηνοθέτες, αλλά αποτελούν και πηγή έµπνευσης για δηµιουργούς από τον χώρο της µουσικής, του θεάτρου, του χορού οι οποίοι φτιάχνουν νέα, πρωτότυπα έργα. Πώς µπορεί να το χειριστεί λοιπόν η Ελλάδα αυτό; Κατά τη γνώµη µου, µε δύο τρόπους: είτε µε εσωστρέφεια, “περιχαρακώνοντάς” το στα σύνορά της, είτε, αντιθέτως, πρωταγωνιστώντας δυναµικά σε µια εκστρατεία περαιτέρω “διεθνοποίησής” του. Πιστεύω ακράδαντα ότι για τις χώρες του Νότου η ανάκαµψη θα ξεκινήσει από την κουλτούρα. Aυτή θα κινητοποιήσει τον τουρισµό, την οικονοµία, τα πάντα. Είναι άλλωστε και το βαρύ µας πυροβολικό…».

«ΘΟΥΡΙΟΣ»ΓΙΑΤΗΝ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑ
Ενας «Ναµπούκο» έφερε χρήµατα στον πολιτισµό

– Τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα έχει γίνει πολύ δημοφιλές το βίντεο από την Οπερα της Ρώμης όπου, στη διάρκεια της παράστασης του «Ναμπούκο» τον περασμένο Μάρτιο, εμφανίζεστε να μιλάτε με έντονη φόρτιση υπέρ της ανάγκης διάσωσης της ιταλικής κουλτούρας. Τι ήταν, αλήθεια, όλο αυτό, πώς ξεκίνησε; Επρόκειτο, θα λέγατε, για μια αντικυβερνητική εκδήλωση;

«Ούτε αντικυβερνητικό χαρακτήρα είχε ούτε το είχα προετοιµάσει. Το αντίθετο µάλιστα: πιστεύω ότι ένας διευθυντής ορχήστρας δεν πρέπει να µιλάει στο πόντιουµ. Τη συγκεκριµένη στιγµή όµως θεώρησα ότι ως καλλιτέχνης οφείλω να πάρω θέση απέναντι στις περικοπές στον πολιτισµό, όχι για να κατακρίνω την κυβέρνηση αλλά για να κάνω µια έκκληση σε ολόκληρο το πολιτικό φάσµα. Ο “Ναµπούκο” ήταν η κεντρική εορταστική εκδήλωση για τα 150 χρόνια από την Ενωση της Ιταλίας. Θύµισα λοιπόν ότι στις 9 Μαρτίου 1842 έκανε πρεµιέρα ως µια όπερα πατριωτική, σχετική µε την ένωση και την εθνική ταυτότητα της Ιταλίας. “Σήµερα, στις 12 Μαρτίου 2011”, είπα, “ας ευχηθούµε ότι ο ‘Ναµπούκο’ δεν θα γίνει η επικήδειος λειτουργία της κουλτούρας και της µουσικής…”. Η αλήθεια είναι ότι είχα σκοπό να σταµατήσω σε αυτή τη φράση».

– Τι σας έκανε να μη σταματήσετε;

«Μετά το “Va pensiero”, το πασίγνωστο χορωδιακό των εβραίων σκλάβων, υπήρχε έντονη απαίτηση του κοινού για επανάληψη. Είχα λοιπόν δύο επιλογές: ή να κάνω ένα τυπικό bis ή να δώσω έναν νέο χαρακτήρα. Προτίµησα το δεύτερο. Με βάση τη γνωστή φράση “oh mia patria si bella e perduta” (πατρίδα µου όµορφη και χαµένη) είπα ότι, ως Ιταλός που ταξιδεύει ανά τον κόσµο, ξέρω ότι η εντύπωση που κυριαρχεί στο εξωτερικό για την πατρίδα µας είναι ότι πρόκειται για µια χώρα όµορφη. Ωστόσο, αν αφήσουµε την κουλτούρα να πεθάνει, θα είµαστε πραγµατικά µια χώρα όµορφη αλλά χαµένη. Κάλεσα λοιπόν τον κόσµο να τραγουδήσει µαζί µε τη χορωδία και να ενώσουµε όλοι τη φωνή µας υπέρ της διάσωσης του πολιτισµού µας».

– Και μετά;

«Μετά, αυτό που έγινε ειλικρινά δεν το περίµενα. Ο κόσµος σηκωνόταν µέσα στο θέατρο σιγά-σιγά, σε µικρές οµάδες, δειλά στην αρχή, αργότερα πιο αποφασιστικά, ώσπου κάποια στιγµή όλοι οι θεατές, στάθηκαν όρθιοι. Ενώθηκαν µε τη χορωδία και τραγουδήσαµε – µάλλον ψάλαµε – το “Va pensiero” όλοι µαζί. Ηταν από τις πιο δυνατές στιγµές που έχω ζήσει στο θέατρο…».

– Τι τύχη είχε, αλήθεια, η έκκλησή σας;

«Το ίδιο διάστηµα µε τις παραστάσεις στην Οπερα, δώσαµε και µια συναυλία µε αποσπάσµατα από τον “Ναµπούκο” µέσα στο ιταλικό κοινοβούλιο. Απευθύνθηκα στους βουλευτές αυτήν τη φορά και τους µίλησα και πάλι για την αναγκαιότητα της διάσωσης της κουλτούρας µας, για την οποία στο κάτω-κάτω είµαστε γνωστοί στο εξωτερικό περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο. Την εποµένη ήρθε και µε βρήκε ο υπουργός Οικονοµικών Τρεµόντι. Συζητήσαµε για περίπου µία ώρα και την ίδια ηµέρα ανακοίνωσε ότι θα δοθούν στον πολιτισµό τα χρήµατα από τη φορολογία των καυσίµων. Αρκετά µεγάλο ποσό…».

– Ωστόσο η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι έχει ανακοινώσει από τότε διάφορα πακέτα περικοπών. Αυτό επηρέασε τις δεσμεύσεις που αποσπάσατε;

«Καµία από τις νέες περικοπές που ανακοινώθηκαν, και οι οποίες είναι πράγµατι σκληρές, δεν αφορά την κουλτούρα. Η Ιταλία φαίνεται ότι αρχίζει, επιτέλους, να συνειδητοποιεί πως οφείλουµε να προστατεύσουµε τον πολιτισµό. Και πιστεύω σταθερά ότι σε αυτόν τον τοµέα οι χώρες µας µπορούν να συνεργαστούν αποτελεσµατικά…».

– Με ποιον τρόπο;

«Είχα κάνει και παλαιότερα λόγο για έναν πιθανό άξονα µεταξύ Ρώµης και ιταλικού Νότου ο οποίος θα µπορούσε να επεκταθεί στην Ελλάδα και από ‘κεί στη Μέση Ανατολή και στον ευρύτερο αραβικό κόσµο. Θα επαναλάβω αυτό που είχα πει και τότε: Αν δεν προλάβουµε να “στείλουµε” εµείς την κουλτούρα µας στη Μέση Ανατολή, τότε φοβάµαι ότι θα φέρει εκείνη τη βία της στην Ευρώπη. Μακάρι να διαψευστώ, αλλά τα πρώτα σηµάδια ίσως έχουν ήδη αρχίσει να φαίνονται…».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ