Εμφιαλωμένα νερά με ουσίες ύποπτες για καρκινογενέσεις ­ βρωμικά ιόντα ­ εντοπίστηκαν και πάλι στην ελληνική αγορά, παρά τον σάλο που είχαν δημιουργήσει πέρυσι οι αποκαλύψεις του «Βήματος» και την παρέμβαση της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η οποία έκανε αυστηρότερη την ισχύουσα νομοθεσία. Νέα έρευνα του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικών Χημικών Διεργασιών του Πανεπιστημίου Κρήτης (είχε εντοπίσει και πέρυσι το πρόβλημα) καταδεικνύει ότι ορισμένες εταιρείες εξακολουθούν να διοχετεύουν στην αγορά νερό με βρωμικά ιόντα.


Ειδικότερα, η νέα έρευνα του Πανεπιστημίου Κρήτης ­ την οποία φέρνει σήμερα στη δημοσιότητα «Το Βήμα» ­ περιλαμβάνει αναλύσεις εμφιαλωμένων νερών, στα οποία είχε πέρυσι εντοπισθεί το πρόβλημα με τα βρωμικά ιόντα. Οι περισσότερες εταιρείες φαίνεται ότι συμμορφώνονται με τους κανόνες που έχει θέσει η Ευρωπαϊκή Ενωση και οι διεθνείς οργανισμοί. Υπάρχουν όμως και εκείνοι που δεν κατάφεραν (ή δεν θέλησαν;) να περιορίσουν σε αποδεκτά όρια την περιεκτικότητα βρωμικών ιόντων στα προϊόντα τους, δηλαδή στα 25 ppb (εκατομμυριοστά του γραμμαρίου ανά λίτρο) που θέσπισε η Ευρωπαϊκή Ενωση για τα πέντε πρώτα χρόνια, καθώς στη συνέχεια οι συγκεντρώσεις των ιόντων αυτών θα πρέπει να φθάσουν σταδιακά στα 10 ppb.


Τον περασμένο χρόνο τέσσερις μεγάλες εταιρείες εμφιάλωσης νερού παρουσίαζαν τα σημαντικότερα προβλήματα, με συγκεντρώσεις βρωμικών ιόντων ακόμη και τρεις ή τέσσερις φορές μεγαλύτερες από τις αποδεκτές. Τα προϊόντα αυτά αναλύθηκαν και πάλι φέτος μαζί με δείγματα άλλων επιχειρήσεων. Από τις αναλύσεις πέντε δειγμάτων που έχει στη διάθεσή του «Το Βήμα», δύο από τις εταιρείες που είχαν πέρυσι πρόβλημα κατάφεραν να το ξεπεράσουν και να μηδενίσουν τους δείκτες σε συγκεντρώσεις βρωμικών ιόντων. Μία εταιρεία μείωσε αισθητά τις συγκεντρώσεις, σε όρια λίγο χαμηλότερα από αυτά που θεσπίζει η Ευρωπαϊκή Ενωση για την πενταετία που διανύουμε, δηλαδή σε δείγματά της εντοπίστηκε περιεκτικότητα σε βρωμικά ιόντα της τάξεως των 23 ppb, ενώ πέρυσι οι δείκτες κυμαίνονταν μεταξύ 36 και 45 ppb.


Τα άσχημα νέα έφθασαν από μια άλλη μεγάλη εταιρεία εμφιάλωσης νερού. Στο εμφιαλωμένο νερό της εταιρείας αυτής, οι ερευνητές του Πανεπιστημίου Κρήτης εντόπισαν και φέτος συγκεντρώσεις βρωμικών ιόντων δυόμισι φορές μεγαλύτερες από τις αποδεκτές. Συγκεκριμένα, οι τιμές των βρωμικών ιόντων κυμαίνονται μεταξύ 64 και 68 εκατομμυριοστών του γραμμαρίου ανά λίτρο νερού.


Η έρευνα όμως κατέδειξε και άλλα σημαντικά στοιχεία, όσον αφορά την ποιότητα των υπό εξέταση εμφιαλωμένων νερών. Προσέξτε: Μια εταιρεία, η οποία πέρυσι δεν είχε πρόβλημα, φέτος κινδυνεύει να το δημιουργήσει, καθώς στο εμφιαλωμένο νερό που διοχετεύει στην αγορά εντοπίστηκαν συγκεντρώσεις βρωμικών ιόντων στα όρια της κοινοτικής νομοθεσίας, δηλαδή 23-25 ppb ανά λίτρο.


Οταν οι ερευνητές επέκτειναν τους ελέγχους, διαπίστωσαν ότι εκτός από τα βρωμικά ιόντα υπήρχε και άλλο πρόβλημα με συγκεντρώσεις επίσης επικίνδυνες, σύμφωνα με επιστήμονες από όλο τον κόσμο. Δείγματα εταιρείας κατέδειξαν σαφώς ότι ενώ μηδένισε σχεδόν τους δείκτες βρωμικών ιόντων, εμφανίζει τώρα χλωρικά ιόντα, τα οποία είναι παραπροϊόντα της απολύμανσης με διοξείδιο του χλωρίου. Το νερό αυτό πωλείται για μεταλλικό, το οποίο υπόκειται σε πολύ αυστηρές προδιαγραφές, όσον αφορά τα ποιοτικά του χαρακτηριστικά. Ετσι, αν και οι συγκεντρώσεις χλωρικών ιόντων στο συγκεκριμένο προϊόν βρίσκονται κάτω από τα όρια της περιεκτικότητας που έχει θέσει η Υπηρεσία Περιβάλλοντος των ΗΠΑ, οι ειδικοί θέτουν τώρα το ερώτημα αν και στο μεταλλικό νερό μπορεί να χρησιμοποιούνται απολυμαντικά. Σ’ αυτό βεβαίως πρέπει να απαντήσουν με σαφήνεια οι αρμόδιοι της Πολιτείας.


Ας υπενθυμίσουμε τώρα την «πονεμένη ιστορία των βρωμικών ιόντων». Οι πολυσυζητημένες αυτές επικίνδυνες ουσίες είναι προϊόντα μιας ιδιόμορφης μετατροπής. Στη φύση απαντώνται τα ιόντα βρωμίου, τα οποία είναι αθώα. Το πρόβλημα προκύπτει από τη στιγμή που αρχίζει η φάση του καθαρισμού των εμφιαλωμένων νερών και η απολύμανσή τους με τη διαδικασία της «οζονίωσης». Τότε δημιουργούνται τα βρωμικά ιόντα, τα οποία θεωρούνται υπεύθυνα ακόμη και για καρκινογενέσεις.


Οι έρευνες των ειδικών του Πανεπιστημίου Κρήτης δεν εξαντλούνται στον εντοπισμό των βρωμικών ιόντων στα εμφιαλωμένα νερά. Επεκτείνονται και στον προσδιορισμό των παραπροϊόντων απολύμανσης σε πόσιμα ύδατα των δικτύων ύδρευσης διαφόρων πόλεων. Το γενικό συμπέρασμα: Στα περισσότερα δείγματα πόσιμου νερού των δικτύων ελληνικών πόλεων (όπως Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Ηράκλειο, Γιάννενα, Πάτρα, Αλεξανδρούπολη κ.ά.) η συγκέντρωση παραπροϊόντων της χλωρίωσης ­ κυρίως των τριαλομεθανίων, που θεωρούνται επίσης επικίνδυνα ­ βρίσκεται κάτω από το όριο των 100 ppb που έχει θεσπίσει η Ευρωπαϊκή Ενωση.


Οι αναλύσεις όμως έδειξαν και μια άλλη αρνητική πλευρά του θέματος. Η σύσταση των ενώσεων που εντοπίστηκαν στα πόσιμα νερά των δικτύων έδειξε ότι έχει υποβαθμισθεί σημαντικά η ποιότητα ορισμένων υδροφορέων, κυρίως στις παράκτιες περιοχές, λόγω της διείσδυσης θαλάσσιου νερού. Στις περιπτώσεις αυτές αυξάνεται σημαντικά η περιεκτικότητα σε «βρωμιωμένα τριαλομεθάνια», τα οποία θεωρούνται πολύ επικίνδυνα. Αυτό σημαίνει ­ σύμφωνα με τους ειδικούς του Πανεπιστημίου Κρήτης ­ ότι η επιλογή της διαδικασίας απολύμανσης πρέπει να γίνεται πολύ προσεκτικά και να αποφεύγεται η χρήση όζοντος, που, όπως προαναφέρθηκε, δημιουργεί σοβαρά προβλήματα.


«Το Βήμα» απευθύνθηκε στον υπεύθυνο του Εργαστηρίου Περιβαλλοντικών Χημικών Διεργασιών του Πανεπιστήμιου Κρήτης, κ. Ευριπίδη Στεφάνου. Ο ίδιος δεν θέλησε να σχολιάσει επί της ουσίας τα «ευρήματα» της έρευνας, όμως δήλωσε τα ακόλουθα: «Τα πλήρη αποτελέσματα της έρευνας, που ολοκληρώθηκε στο τέλος Μαΐου, θα αποσταλούν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία χρηματοδότησε το πρόγραμμα. Πάντως, η όλη «ιστορία των βρωμικών ιόντων» χρησίμευσε στο να υπάρξει θεσμοθετημένος έλεγχος από την Πολιτεία, στο να μειωθούν οι συγκεντρώσεις των παραπροϊόντων οζονίωσης και να αποδειχθεί ότι μια προσεκτική και ελεγχόμενη χρήση των απολυμαντικών, χωρίς μεγάλη οικονομική επιβάρυνση των εταιρειών, θα επιφέρει τα επιθυμητά για τους καταναλωτές και τη δημόσια υγεία αποτελέσματα. Αυτό που πρέπει να γίνει ­ εκτός από τη βελτίωση της ποιότητας και την προστασία της δημόσιας υγείας ­ είναι να αναγράφεται πλέον η περιεκτικότητα στα βρωμικά και τα άλλα ιόντα στις ετικέτες των εμφιαλωμένων υδάτων, ώστε ο καταναλωτής να μπορεί να επιλέγει. Είναι δικαίωμά του να γνωρίζει αν πληρούνται τα όρια της Ευρωπαϊκής Ενωσης».


Η υπόθεση, λοιπόν, με τις επικίνδυνες ενώσεις στα εμφιαλωμένα και τα άλλα πόσιμα νερά παραμένει ανοικτή. Οι αρμόδιοι των υπουργείων πρέπει τώρα να απαντήσουν όχι μόνον με λόγια και υποσχέσεις, αλλά και με πράξεις. Και υποχρεούνται ό,τι γνωρίζουν να το κοινοποιήσουν στην κοινή γνώμη. «Δεν υπάρχει πρόβλημα» λέει ο υφυπουργός!




«Τα νερά μας δεν είχαν και δεν έχουν κανένα πρόβλημα» δηλώνει ο υφυπουργός Υγείας κ. Μανώλης Σκουλάκης, ο οποίος θεωρεί ότι ο θόρυβος που κατά καιρούς δημιουργείται στηρίζεται σε «τυχαία ευρήματα». «Το υπουργείο Υγείας μέσω των εποπτών του παίρνει συστηματικά δείγματα νερού από τα εμφιαλωτήρια» επισημαίνει ο υφυπουργός. «Στη συνέχεια το Κεντρικό Εργαστήριο Δημόσιας Υγείας διενεργεί μικροβιολογικό έλεγχο και το Γενικό Χημείο του Κράτους κάνει τη χημική ανάλυση. Οσα νερά ελέγχθηκαν ως τώρα δεν παρουσίασαν πρόβλημα».


Δεν γνωρίζει το υπουργείο τα νέα στοιχεία που προέκυψαν από την έρευνα του Πανεπιστημίου Κρήτης; Πιθανώς όχι, λόγω… αδιαφορίας. Ο κ. Στεφάνου είχε ενημερώσει πέρυσι το υπουργείο για τις έρευνες του πανεπιστημίου, μετείχε μάλιστα και στη μία και μοναδική σύσκεψη που έγινε σχετικά ­ «για να καθησυχάσουμε τον κόσμο» όπως λέει ο ίδιος. Πέραν τούτου είχε αποστείλει επιστολές και στους τέσσερις αρμόδιους φορείς ­ υπουργείο Εμπορίου, υπουργείο Υγείας, ΠΕΧΩΔΕ και Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας ­ που εμπλέκονται στον έλεγχο των νερών προκειμένου να βοηθήσει και το Πανεπιστήμιο Κρήτης στην έρευνα για την ποιότητα του νερού. Απάντηση δεν έλαβε από κανέναν. Να σημειωθεί ότι η έρευνα γίνεται στο πλαίσιο ενός ευρωπαϊκού προγράμματος στο οποίο μετέχουν, εκτός από την Ελλάδα, το Ισραήλ και η Κύπρος.


Ο κ. Σκουλάκης πάντως δεν φαίνεται να θεωρεί αναγκαία τη συνεργασία με το Πανεπιστήμιο Κρήτης. «Τι να την κάνω την επικοινωνία μαζί τους τη στιγμή που οι υπηρεσίες μας κάνουν τους απαραίτητους ελέγχους και δεν βρίσκουν επικίνδυνες ουσίες;» διερωτάται. Περίπου πριν από ένα χρόνο αντίστοιχο δημοσίευμα του «Βήματος» άναψε φωτιές στο υπουργείο. Πολλές υποσχέσεις είχαν δοθεί τότε, αλλά μόνο μία σημαντική απόφαση ελήφθη. Πρόκειται για την τροποποίηση της Α1β/4841/12-6-79 υγειονομικής διάταξης «Περί της ποιότητας των εμφιαλωμένων νερών», με την οποία η μέγιστη επιτρεπόμενη συγκέντρωση βρωμικών ιόντων ανά λίτρο νερού είναι 0,025 χιλιοστόγραμμα. Η διάταξη αυτή ισχύει από την 1η Απριλίου 1998 και έχει ήδη σταλεί σε όλες τις νομαρχίες.


Τα αποτελέσματα της εφαρμογής (;) της όμως, όπως φαίνεται από την έρευνα, δεν είναι σπουδαία.