Μια είδηση που δημοσιεύτηκε στην αγγλόφωνη τουρκική εφημερίδα «Turkish Daily News» υπέστη μια ενδιαφέρουσα περιήγηση στον ελληνικό Τύπο. Ο πρώην υπουργός των ΗΠΑ κ. Χένρι Κίσινγκερ φέρεται να δήλωσε προ τριετίας σε δημόσια ομιλία του στην Ουάσιγκτον ότι «ο ελληνικός λαός είναι ατίθασος και γι’ αυτό πρέπει να τον πλήξουμε βαθιά στις πολιτιστικές του ρίζες. Τότε ίσως συνετισθεί. Εννοώ, δηλαδή, να πλήξουμε τη γλώσσα, τη θρησκεία, τα πνευματικά και ιστορικά του αποθέματα ώστε να εξουδετερώσουμε κάθε δυνατότητά του να αναπτυχθεί, να διακριθεί, να επικρατήσει κλπ.».


Η φερομένη ως δήλωση Κίσινγκερ ταξίδεψε σε μια μερίδα του ελληνικού Τύπου («Οικονομικός Ταχυδρόμος», «Νέμεσις», «Εστία») προκαλώντας τον διαγγελματικό οίστρο του πρώην Προέδρου της Δημοκρατίας κ. Χρ. Σαρτζετάκη, το επιφυλλιδογραφικό ενδιαφέρον του κ. Χρ. Γιανναρά («Καθημερινή») και την περιέργεια πολλών. Ο κ. Γιανναράς, μάλιστα, καυτηρίασε την «αδιαφορία στην Ελλάδα για την προκλητικά ωμή δήλωση Κίσινγκερ», γεγονός που θεώρησε «απτή απόδειξη ότι η στρατηγική που εισηγήθηκε ο πολύς Χένρι έχει τεθεί σε εφαρμογή με εντυπωσιακά κιόλας αποτελέσματα».


Εν συνεχεία η φερομένη ως δήλωση Κίσινγκερ διεψεύσθη από το γραφείο του πρώην υπουργού Εξωτερικών μετά από ερώτημα έλληνα πολίτη. Το γεγονός κατεγράφη στο περιοδικό «Πολιτικά Θέματα» και γνωστοποιήθηκε στην «Καθημερινή» με επιστολή του κ. Ν. Κ. Αλιβιζάτου, γεγονός που προκάλεσε οξύτατη επίθεση του κ. Γιανναρά και του κ. Σαρτζετάκη κατά του κ. Αλιβιζάτου! Επάνω που μας χρώσταγαν, δηλαδή…


Αυτά ως προς το συγκεκριμένο περιστατικό. Θα μπορούσε κανείς να ανακράξει χαιρέκακα «την πάτησαν οι Ελληνάρες!» αλλά δεν νομίζω ότι είναι εκεί το πρόβλημα. Δεν είναι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που κατασκευασμένα γεγονότα επιστρατεύονται για να τεκμηριώσουν ιδεολογικά επιχειρήματα και πολιτικούς συλλογισμούς. Προσφάτως ακόμη επιστρατεύθηκε από διάφορα μέσα ενημέρωσης ένα υποτιθέμενο non-paper των συζητήσεων Κλίντον – Σημίτη το οποίο καταγγέλθηκε ως πλαστό και κατασκευασμένο έγγραφο τόσο από την ελληνική κυβέρνηση όσο και από την αμερικανική πρεσβεία. Παρά ταύτα, είς εκ των προαγωγών του εγγράφου ακούστηκε σε κανάλι να λέει: «Συζητάμε αν είναι πλαστό ή δεν είναι αντί να συζητάμε για το περιεχόμενό του, γι’ αυτά που λέει!». Κατ’ αυτόν, το περιεχόμενο τυγχάνει έγκυρο, ακόμη κι αν το έγγραφο είναι πλαστό. Θέμα λογικής και θράσους…


Το ενδιαφέρον της υπόθεσης, λοιπόν, δεν βρίσκεται μόνο στα περιστατικά. Αλλωστε, όλοι λίγο – πολύ ξέρουμε περί Κυρίου Χρήστου, δεν περιμέναμε τον Κίσινγκερ. Το ενδιαφέρον βρίσκεται στην επιστράτευση και στην εκμετάλλευση από ανθρώπους κατά τεκμήριο σοβαρούς μιας είδησης εξαρχής αμφιβόλου προέλευσης, εξ ορισμού αμφισβητούμενης εγκυρότητας και, πάντως, βλακώδους περιεχομένου. Η διάψευση που ακολούθησε ήταν μάλλον περιττή και κατά βάθος αυτονόητη.


Εξαρχής θα μπορούσε κανείς βασίμως να υποθέσει ότι αποκλείεται ο δρ Κίσινγκερ να έχει τρεις σκασίλες, εκ των οποίων η μία είναι πώς θα πλήξει τους Ελληνες. Αλλά ακόμη κι αν τα των Ελλήνων τρόπαια τύχαινε να τον κρατούνε ξάγρυπνο, ακόμη κι αν απεργαζόταν σε σκοτεινές συνωμοσίες τα μύρια όσα κατά της ελληνικής γλώσσας, ακόμη κι αν ακούει Ορθοδοξία και του σηκώνεται η τρίχα κάγκελο, αποκλείεται να δήλωνε τέτοιες κουταμάρες και δη δημοσίως, σε διάλεξη στην Ουάσιγκτον. Αντε να δεχθώ ότι ο Κίσινγκερ είναι «ανθέλλην» (τι έκφραση κι αυτή!) αλλά αποκλείεται να δεχθώ ότι είναι βλαξ!


Το πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι τι είπε ή τι δεν είπε ο Κίσινγκερ (παρ’ όλο που η χρήση πλαστού ή παραποιημένου αποδεικτικού υλικού δεν αποτελεί και την εντιμότερη πνευματική πράξη…) αλλά γιατί επιστράτευσαν αυτόν τον αμφισβητούμενο Κίσινγκερ διακινδυνεύοντας τις συνέπειες που προέκυψαν. Γιατί τόσοι καλοί άνθρωποι στην Ελλάδα αισθάνονται να ζουν σε καθεστώς γενικευμένης και αναπόδεικτης συνωμοσίας εις βάρος της εθνικής τους υπόστασης; Και γιατί αισθάνονται την ανάγκη να πέσουν με τα μούτρα στα πρώτα ίχνη αποδεικτικού υλικού, έστω και αμφισβητούμενου, αντί να γελάσουν με τις εκκεντρικές αυτές απόψεις; Γιατί αυτή η κατάσταση πολιορκίας; Τι τους απειλεί; Τι τους τρομάζει;


Η απάντησή μου είναι εξαιρετικά απλή. Αντιδρούν έτσι επειδή η σχολή σκέψης την οποία εκφράζουν δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς φόβο, χωρίς απειλή, χωρίς την ανομολόγητη παραδοχή μιας εξυφαινόμενης συνωμοσίας· μιας συνωμοσίας που με τη σειρά της δικαιολογεί την εσωστρεφή και αμυντική στάση που πρεσβεύουν. Αμύνονται επειδή κάποιος τους απειλεί, τους απειλεί ύπουλα, συνωμοτικά και ακατάπαυστα. Η συνωμοσία δεν τεκμηριώνεται από πουθενά; Μα αυτό ακριβώς την αποδεικνύει επικίνδυνη και φταίμε εμείς, οι υπόλοιποι, που δεν καταλαβαίνουμε τον κίνδυνο να τρέξουμε στους προμαχώνες.


Η συνωμοτική ανάγνωση της Ιστορίας δεν είναι ασφαλώς νέο φαινόμενο ούτε ουδέτερο ιδεολογικά. Γράφοντας για τη Γαλλική Επανάσταση, ο Ζακ Γκοντεσό σημείωνε ότι όλη η αντεπαναστατική ιδεολογία εμπεριείχε μια θεωρία της συνωμοσίας. Η επαναστατική διαδικασία συνοψιζόταν στη συνωμοτική παρέμβαση των Ιακωβίνων και των μασόνων. Ο περίφημος αβάς Μπαριέλ και ακολούθως ο Ζοζέφ ντε Μεστρ ήταν οι πρώτοι διδάξαντες. Σε ολόκληρο τον 19ο και στον 20ό αιώνα το σύνολο της ακροδεξιάς και φασίζουσας σκέψης (αλλά και μιας απλουστευτικής «αριστερής» αντίληψης…) συνέχισε να εμπλουτίζεται και να στηρίζεται στον φόβο της συνωμοσίας κατά της καθεστηκυΐας τάξης αλλά, κυρίως, κατά της κοινωνικής, εθνικής, ακόμη και φυλετικής ευταξίας.


Ο μύθος της σιωνιστικής συνωμοσίας (στην τεκμηρίωσή του συναντούμε άλλο ένα πλαστογράφημα, τα περίφημα «Πρωτόκολλα των Σοφών της Σιών») τροφοδότησε τα πιο ακραία αντισημιτικά παραληρήματα, άνοιξε διάπλατα τον δρόμο στον εθνικο-σοσιαλισμό και σε αρκετές ακόμη εκτροπές. Ο φασισμός του Μεσοπολέμου ήταν, πάνω απ’ όλα, το μείγμα ενός φόβου και μιας νοσταλγίας. Και υπενθυμίζω ακόμη ότι ρητώς κι ομολογημένα ο φασισμός ήταν μια αντίδραση κατά «του διεθνισμού και του κοσμοπολιτισμού», μιας απειλής που τότε (όπως και τώρα;) υπονόμευε τα «εθνικά χαρακτηριστικά», τα «εθνικά δεδομένα», την «εθνική καθαρότητα». Την απειλή αυτή συγκροτούσαν ο «διεθνής εβραϊσμός», η «διεθνής μασονία», το «κοσμοπολίτικο χρηματιστηριακό κεφάλαιο» και γενικώς ό,τι ξέφευγε από ένα απίστευτα στριμωγμένο εθνικό κοστούμι.


Η ρητορική μοιάζει απίστευτα· σε σημείο που να ταυτίζεται ή που να αναπαράγεται πιστά. Το ιδεολογικό υπόστρωμα της ευαισθησίας δεν είναι ουδέτερο ούτε ακίνδυνο ούτε καλοπροαίρετο. Τουλάχιστον ο φασισμός του Μεσοπολέμου μαζί με την απειλή ανεμείγνυε και λίγη νοσταλγία. Και, τουλάχιστον, αυτοί που γοητεύτηκαν από τη νεφελώδη παρακμιακή λογική του είχαν το ελαφρυντικό ότι τότε δεν ήξεραν τις συνέπειες, δεν είχε έλθει ακόμη ο λογαριασμός. Σήμερα;


Ακόμη όμως κι αν παραδεχθούμε ότι το ζητούμενο είναι απλώς να απλώσουμε ένα δίχτυ προστασίας πάνω σε μια ταυτότητα που απειλείται ­ από τον Κίσινγκερ ή από κάποιον άλλον· αν δεχθούμε ότι καλούμαστε να προστατεύσουμε κάτι, σε σημείο που να μην αλλάξει τίποτα, τότε δεν χρειάζεται καμία απόδειξη συνωμοσίας· καμία φιλολογία περί ελληνικότητας, γλώσσας, θρησκείας, ιστορικών αποθεμάτων κι άλλων τινών. Είναι μια τυπική συντηρητική παρότρυνση, σύμφωνα μάλιστα και με τον καλύτερο ορισμό του Ντισραέλι: καλούμαστε να συντηρήσουμε, τελεία και παύλα. Ενα απέραντο εθνικό κατενάτσιο σε ρυθμό «Ελεύθερων Πολιορκημένων».


Το πρόβλημα είναι ότι σε μια εποχή που όλα αλλάζουν οι συντηρητισμοί παρασύρονται ακατάπαυστα και σχεδόν φυσιολογικά. Δεν είναι θέμα επιλογής αλλά ροής των πραγμάτων. Γι’ αυτό και η κυρίαρχη ιδεολογική σύγκρουση της εποχής μας δεν εκδηλώνεται στον άξονα συντήρηση/αλλαγή αλλά στη μορφή της αλλαγής, στο περιεχόμενο του εκσυγχρονισμού. Η αλλαγή, με άλλα λόγια, δεν είναι το ζητούμενο, είναι το δεδομένο.


Παραδέχομαι ότι άνθρωποι κλειστής παιδείας και, κυρίως, εσωστρεφούς νοοτροπίας δεν είναι εύκολο να βαδίζουν συμφιλιωμένοι με τις αλλαγές που συντελούνται γύρω τους. Ζουν σε μια κοινωνία, σε μια Ελλάδα, σε έναν κόσμο που δεν τους αρέσει πια, που δεν τον κατανοούν και δεν τον ευχαριστιούνται. Ισως γι’ αυτό τελικώς να επιστρατεύονται κι οι διάφορες συνωμοσίες: όχι μόνο ως απειλή εναντίον όλων αλλά και ως ερμηνευτικός μηχανισμός μιας αλλαγής την οποία ορισμένοι δεν μπορούν να κατανοήσουν, άρα και να αποδεχθούν.