Με αργά, αλλά σταθερά βήματα η Ελλάδα προχωρεί στην μετάβασή της στην μεταμνημονιακή εποχή. Τα μηνύματα που φθάνουν από την πλευρά των πιστωτών είναι ότι το τρίτο μνημόνιο τελειώνει τον Αύγουστο του 2018 και το κρίσιμο από εκεί και πέρα είναι κατά πόσο θα μπορέσει και με ποιους όρους να βγει η χώρα στις αγορές και να καλύψει από αυτές τις χρηματοδοτικές της ανάγκες.

Τα σενάρια έχουν ήδη προβληθεί και μένει να φανεί ποιο θα γίνει πράξη. Πέρα όμως από το σύστημα εποπτείας της επόμενης ημέρας και πως θα χρηματοδοτείται η Ελλάδα, υπάρχει ένα σημαντικό ζήτημα που αφορά τον τρόπο που η χώρα θα χαράξει μια νέα πορεία.

Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο με διατηρήσιμη, σταθερή και υγιής ανάπτυξη που θα βασίζεται σε ένα διαφορετικό μοντέλο από αυτό που είχαμε δει στο παρελθόν, αλλά και με γνήσιες μεταρρυθμίσεις που δεν θα τρομάζουν με κύρια την αναμόρφωση του ευρύτερου μηχανισμού της δημόσιας διοίκησης, αλλά και με τη διαμόρφωση ευνοϊκού καθεστώτος για την επιχειρηματικότητα, την φιλική προσέγγιση των επενδυτικών σχεδίων, την κατάργηση των πολυποίκιλων εμποδίων (γραφειοκρατία, καθυστερήσεις, αμοιβές κάτω από το τραπέζι κλπ.).

Προφανώς είναι πολύ νωρίς να μιλήσει κανείς για success story και απαιτούνται ακόμα πολλές κινήσεις για να υπάρξει μια καλύτερη εποχή. Πρωτίστως χρειάζεται ένα καινούργιο παραγωγικό μοντέλο και κυρίως να υπάρξει ένα businessplan, δηλ. να έχει ένα δικό της μπούσουλα, ένα δικό της χάρτη πορείας.

Είναι ευθύνη των πολιτικών δυνάμεων –ακόμα και μέσα από έναν εθνικό διάλογο- να φτιάξουν έναν οδικό χάρτη για το θέμα ανάπτυξης.

Ο δρόμος είναι μακρύς, καθώς τα τελευταία χρόνια έχει χαθεί το 26% του ΑΕΠ και κυριαρχεί η ύφεση, η ανεργία και ο πόνος, κοινωνικός, οικονομικός και ηθικός.

Πάνω απ’ όλα όμως χρειάζονται συναινέσεις, διακομματική συζήτηση και αίσθημα εθνικής ευθύνης και όχι αγωνία για το κομματικό ή παραταξιακό συμφέρον.