«Δεν με ενδιαφέρει το εμπόριο»





Δεν μου αρέσει να πουλάω τα έργα μου.
Ούτε τώρα ούτε παλιότερα. Ξεκίνησα να το κάνω μόνον από ανάγκη». Η σχέση του Γιάννη Μόραλη με την εμπορική πλευρά της τέχνης του υπαγορεύεται από αυτήν ακριβώς την άποψη. Ο ίδιος αρνείται κάθε συζήτηση περί τιμών των έργων του, όπως αρνείται να μπει στο παιχνίδι τού ποιος πουλάει πόσο. Ο ζωγράφος, νούμερο ένα στη λίστα του «Βήματος», σεβόμενος και υποστηρίζοντας απόλυτα τον θεσμό των γκαλερί αφήνει σε αυτές να καθορίζουν τις τιμές των έργων του. Και όταν του φαίνονται «πολύ ακριβές» προσπαθεί να τις κατεβάσει…


Ετσι ακριβώς έκανε και το 1956 όταν πρωτοπούλησε έργα του. «Είχα οικονομική ανάγκη», θυμάται, «όταν η φίλη Νίκη Καραγάτση με έπεισε ότι η μόνη λύση ήταν να πουλήσω έργα μου. Ηταν εκείνη που μου έφερε μια γνωστή της, με μεγάλη περιουσία, για να αγοράσει πίνακες. Οταν η κυρία μου ζήτησε να της πω πόσο κάνουν τα έργα μου, εγώ πολύ ντροπαλά είπα ένα ποσό. Και τότε η Καραγάτση με νοήματα μου έγνεφε να αυξήσω το ποσό. Την άκουσα και πράγματι τα πούλησα πολύ υψηλότερα από ό,τι περίμενα». Και σήμερα πάντως εξακολουθεί να μη νιώθει καλά με τις τιμές. Ενδεικτικό είναι άλλωστε το γεγονός ότι πρόσφατα χάρισε στην Εθνική Πινακοθήκη 28 έργα και 80 σχέδιά του. «Εκεί είναι η θέση τους» λέει, απαντώντας έτσι στους φίλους του που απογοητεύθηκαν όταν έμαθαν ότι αντί να τους πουλήσει τούς χάρισε. «Ακόμη και στην αποθήκη της Πινακοθήκης είναι καλύτερα» προσθέτει.


«Σε όλη του την πορεία υπήρξε ένας πρίγκιπας» λέει για τον Γιάννη Μόραλη η διευθύντρια της Εθνικής Πινακοθήκης Μαρίνα Λαμπράκη Πλάκα. «Με υψηλό ήθος, και στη ζωή του και στη συμπεριφορά του και στην τέχνη του, νομίζω ότι αποτελεί μια μοναδική περίπτωση. Δεν παρασύρθηκε ποτέ από συρμούς. Η ίδια η φύση του τον οδηγούσε πάντα και η φύση του αυτή ήταν και είναι κλασική. Ακόμη και στις αφηρημένες του συνθέσεις ο Μόραλης παραμένει κλασικός, έτσι όπως ορίζεται το κλασικό από την ιστορία και τη θεωρία της τέχνης». Και τονίζει: «Ο Μόραλης χάραξε μια πορεία ανεξάρτητα από την επιρροή της αγοράς και το γούστο της πελατείας του».


* Εμπορικό και ακριβό


Σε μιαν εποχή όπου τα πορτρέτα του Γιάννη Μόραλη χρυσοπληρώνονταν, ο ίδιος με το χιούμορ που τον διακρίνει τύπωσε κάρτες με ιδιόχειρα γραμμένη τη φράση «Δεν φιλοτεχνώ πλέον προσωπογραφίες», προς απογοήτευση της πελατείας του. «Αυτό το έκανα κυρίως», εξηγεί, «γιατί από ένα σημείο τα πορτρέτα που ήθελα να κάνω δεν ήταν αυτά που περίμενε ο κόσμος. Ηταν πιο αφαιρετικά. Προτίμησα λοιπόν να σταματήσω». Πέραν των προσωπογραφιών ο Μόραλης αρνιόταν πάντα τις «παραγγελίες», επιλέγοντας τον απόλυτα προσωπικό δρόμο έκφρασης. Και αυτός ο δρόμος βρήκε την ανταπόκριση από το κοινό. Δεν ήρθε εκείνος στα γούστα του· έφερε το κοινό στα δικά του.


«Πολύ φοβάμαι πως το όνομα του Γιάννη Μοραλη στους «εμπορικούς» είναι και άσχετο και άτονο» λέει η Πέγκυ Ζουμπουλάκη, ιδιοκτήτρια των ομώνυμων γκαλερί, όπου και εκθέτει ο ζωγράφος. «Υπάρχει νομίζω μια σύγχυση στην έννοια «εμπορικό» και «ακριβό». Το «εμπορικό» μπορεί να είναι «ακριβό», το ίδιο όμως δεν συμβαίνει και με το «ακριβό» με την έννοια του ανεκτίμητου. Και είναι σίγουρο πως το έργο του Μόραλη ανήκει σε αυτήν την τελευταία κατηγορία». Σύμφωνα με την Π. Ζουμπουλάκη αλλά και με όλους όσοι γνωρίζουν τον καλλιτέχνη, ο Μόραλης δεν έχει πελατειακή σχέση με το έργο του. «Την ώρα που ζωγραφίζει δεν του περνάει καν από το μυαλό ο «μελλοντικός αγοραστής»». Η ίδια σημειώνει ότι ουδέποτε ο Μόραλης συμμετέχει στη σύνταξη του καταλόγου των τιμών των έργων του πριν από κάθε έκθεση. «Δεν με ενδιαφέρει», είναι η δική του απάντηση.


«Είναι χαρακτηριστικό» λέει ο καθηγητής Αγγελος Δεληβορριάς, διευθυντής του Μουσείου Μπενάκη, «ότι ο Μόραλης όπως ελάχιστοι ακόμη καλλιτέχνες δεν έχουν την οικονομική έγνοια. Και όλοι τους ανήκουν στην ίδια γενιά. Είναι «άλλη φυλή»». Και αυτό το «άλλη φυλή» παραπέμπει σε μιαν από αυτές τις ιστορίες που έχουν μείνει πια σαν ανέκδοτα, τις οποίες και διηγείται ο Μόραλης για δύο τυχαίους επισκέπτες μιας έκθεσης του Εγγονόπουλου, οι οποίοι μην μπορώντας να αντιληφθούν τις μορφές του Εγγονόπουλου είπαν ο ένας στον άλλον: «Είναι άλλη φυλή».


«Οσο και αν αυτό ακούγεται παράξενα» επανέρχεται η Π. Ζουμπουλάκη, «σε μιαν εποχή όπου πολλά «ταλέντα» βγαίνουν στην αγορά σαν καταναλωτικά προϊόντα, εκείνος, απόμακρος – άσχετος με όσα συμβαίνουν στους κοσμικούς κύκλους, στα ατελιέ και στο παραεμπόριο, ζει στον δικό του κόσμο. Το εργαστήριό του είναι απρόσιτο στους τρίτους και η εμπορικότητα δεν συμπεριλαμβάνεται στους προβληματισμούς του».


*Από την Αρτα στην Ευρώπη


Γεννημένος στην Αρτα το 1916 ο Γιάννης Μόραλης μετακόμισε σε ηλικία έξι ετών στην Πρέβεζα μαζί με την οικογένειά του και λίγα χρόνια μετά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Μετά την Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών, με υποτροφία της Ακαδημίας Αθηνών πηγαίνει στη Ρώμη και στη συνέχεια στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του. Ο πόλεμος τον αναγκάζει να επιστρέψει. Εκτοτε δεν ξανάφυγε για το εξωτερικό, πέραν της συμμετοχής του στην Μπιενάλε της Βενετίας το 1958, μαζί με τον Τσαρούχη και τον Σώχο. Η αποδοχή και η καθιέρωσή του δεν άργησαν να έρθουν. Η Ευρώπη δεν λειτούργησε ποτέ ως δέλεαρ. «Ο Μόραλης», λέει για το θέμα η διευθύντρια της Πινακοθήκης, «διαισθανόταν τη ματαιότητα της προσπάθειας να βγει προς τα έξω γιατί είναι σοφός. Και ένας αληθινά σοφός καλλιτέχνης θέλει να ξέρει σε ποιον απευθύνεται. Η πραγματικά μεγάλη τέχνη ριζώνει κάπου. Για να γίνεις διεθνής πρέπει πρώτα να είσαι εθνικός. Γι’ αυτό και τον ικανοποιούσε η αποδοχή που είχε μέσα στο ελληνικό πλαίσιο».


Καλλιτέχνης που αγαπάει την τάξη και την αφανή γεωμετρία ο Μόραλης είναι ανθρωποκεντρικός σε όλη την πορεία του έργου του· τα τοπία κατέχουν μια ελάχιστη θέση στην εργογραφία του. Ερωτικός ζωγράφος, με κάθε έργο του επιχειρεί έναν διάλογο ανάμεσα στα δύο φύλα. «Οσο και αν αυτό δεν είναι ευδιάκριτο εκ πρώτης όψεως, το έργο του Μόραλη», λέει ο Α. Δεληβορριάς, «καταγράφει την ιστορική διαδρομή αυτού του τόπου και μάλιστα με μιαν ιδιαίτερη αισθαντικότητα αλλά και οξύνοια. Ο Μόραλης και αισθάνεται και σκέφτεται πολύ». Για την Μ. Λαμπράκη – Πλάκα το έργο του «χαρακτηρίζεται από μια σοβαρότητα· είναι υπερχρονικό και οι συνθέσεις του έχουν μια στοχαστικότητα και μιαν υπόγεια μελαγχολία. Οι μορφές του χαίρονται τη ζωή αλλά βλέπουν και μακριά».


* Από το ’60 στο ’90


Το 1963 ο Μόραλης έκανε την πρώτη του ατομική έκθεση στην αίθουσα του ξενοδοχείου Χίλτον. Είχε προηγηθεί η γραμμική του σύνθεσή στη ΒΔ και στη ΝΑ πλευρά του αθηναϊκού ξενοδοχείου. Από το 1972 εκθέτει στην γκαλερί Ζουμπουλάκη ενώ έχει πραγματοποιήσει αναδρομική έκθεση στην Εθνική Πινακοθήκη (το 1988) καθώς και έκθεση στην Ακαδημία Αθηνών (1996). Παράλληλα ασχολήθηκε με τη χαρακτική και την εικονογράφηση βιβλίων (του Ελύτη, του Σεφέρη), έκανε τοιχογραφίες και σχεδίασε σκηνικά και κοστούμια για το ελληνικό θέατρο (Εθνικό, Τέχνης, και για το Χοροθέατρο της Ραλλούς Μάνου). Μέσα στα χρόνια που πέρασαν ο καλλιτέχνης εγκατέλειψε την παραστατική ζωγραφική και προχώρησε σε μια αφαιρετική – γεωμετρική εικαστική δημιουργία, που εξακολουθεί να τον βασανίζει. «Ενα έργο μου» λέει ο ίδιος «πρέπει πρώτα να ικανοποιεί τα δικά μου μάτια. Πολλές φορές βασανίζομαι με έναν πίνακα. Ψάχνω αυτό που μου λείπει και δεν το βρίσκω. Και ξαφνικά, ακόμη και ύστερα από καιρό συνειδητοποιώ ότι έλειπε μία και μόνη γραμμή· τη βάζω και τότε ησυχάζω».


Γενναιόδωρη, χορταστική, χυμώδης, με φρεσκάδα που ευφραίνει τις αγωνίες της ψυχής και με ευαισθησία που κινητοποιεί τους μηχανισμούς της συναισθηματικής αφύπνισης. Ετσι χαρακτηρίζει ο Αγγελος Δεληβορριάς τη ζωγραφική του Μόραλη για την οποία τονίζει ότι «δεν χρειάζεται τις ευλογίες της κριτικής» ενώ αναφέρεται και στην «ελληνικότητα των μεταμορφώσεων της ζωγραφικής του».


Και αν κάποιος προσπαθήσει να ξεχωρίσει το πριν από το τώρα στο έργο του σε τι συμπέρασμα θα κατέληγε; «Κάθε καλλιτέχνης δεν κρίνεται με έργα αλλά με τη συνολική του παρουσία» απαντά η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα. «Και η παρουσία του Μόραλη έχει μια μοναδική συνέπεια. Κάθε έργο του συμπληρώνει την πορεία του. Για μένα όλα του τα έργα είναι ισάξια. Ο Μόραλης έχει μια συνέπεια προς το μορφικό του πεπρωμένο. Για μένα είναι ένας ζωγράφος που έχει παραμείνει αταλάντευτα προσηλωμένος στο προσωπικό του όραμα για την τέχνη. Και πρέπει να πω ότι κάθε φορά που ξένοι βλέπουν έργα του μένουν άναυδοι».


Για τον ίδιο δεν τίθεται διόλου το ερώτημα. Η πορεία του είναι αυτή που καταγράφεται από τα έργα του, γιατί έτσι του υπαγόρευσε η ψυχή και το ταλέντο του. Αλλωστε ανήκει σε εκείνους που υποστηρίζουν ότι «δεν μπαίνουν σάλτσες στην τέχνη». Και όσο ανοιχτός είναι στη κουβέντα και στην καλή παρέα τόσο κλειστός παραμένει στις συνεντεύξεις (τις οποίες αρνείται να δώσει) και στις φλυαρίες. Ενώ κλειστή παραμένει και η πόρτα που οδηγεί στο εργαστήριό του στην Αίγινα. Εκεί ελάχιστοι έχουν το δικαίωμα εισόδου.


Τον περασμένο Μάρτιο ο Γιάννης Μόραλης εξέθεσε την τελευταία του δουλειά στην γκαλερί Ζουμπουλάκη της πλατείας Κολωνακίου. Ολα τα έργα του πουλήθηκαν, τα περισσότερα μεγάλων διαστάσεων. Οι τιμές τους κυμάνθηκαν από τέσσερα ως οκτώ εκατομμύρια δραχμές. «Ετσι πουλιούνται σε κάθε έκθεση» λέει η Πέγκυ Ζουμπουλάκη. «Είναι δε ο μόνος καλλιτέχνης», επισημαίνει, «στον οποίον η γκαλερί προτείνει τιμές και εκείνος προσπαθεί να τις… προσγειώσει». Το αγοραστικό του κοινό αποτελείται κυρίως από συλλέκτες, ιδιώτες ή μεγάλες δημόσιες συλλογές. Οι θαυμαστές του όμως είναι κάθε ηλικίας. Οχι ιδιαίτερα παραγωγικός ο Γιάννης Μόραλης δεν ανήκει στους ζωγράφους έργα των οποίων συναντά κανείς συχνά σε δημοπρασίες. Και αν όλα τα τελευταία του έργα αγοράζονται, πολλοί είναι εκείνοι που αναζητούν έναν πίνακα της πρώτης παραστατικής του περιόδου. Σπανίως όμως βγαίνουν στην αγορά παλιά του έργα, των οποίων οι τιμές θεωρούνται υψηλότερες από αυτές των πρόσφατων δημιουργιών του, έστω και αν οι διαστάσεις τους είναι μικρότερες.