Διαστάσεις τζιχαντικής ανθρωποφαγίας παίρνει συχνά το μίσος κάποιων παλικαράδων της εκάστοτε εξουσίας, αλλά και των συνδεδεμένων με αυτούς απλών, απονήρευτων και φανατισμένων πολιτών, όπως και ανώνυμων υβριστών τρόλερς που στρέφονται εναντίον δημοσιογράφων και ΜΜΕ, μόνο και μόνο γιατί ξεσκεπάζουν τις αρνητικές πλευρές της κυβερνητικής δραστηριότητας.

Με άλλα λόγια, θεωρούν τους δημοσιογράφους και τα ΜΜΕ επιφορτισμένους, με το «καθήκον», να καλύπτουν και όχι ν’ αποκαλύπτουν σκάνδαλα, ατασθαλίες και παραβίαση όλων των κανόνων της δημοκρατικής δεοντολογίας. Άρα να πληρώνονται, για να μη γράφουν. Ωραία πράγματα!

Και για να είμαι σαφέστερος, νιώθω την ανάγκη ν’ αναφερθώ σε κάποιες από τις πικρές εμπειρίες μου, από τη διαδρομή μου στον στίβο της μαχόμενης δημοσιογραφίας.

Για περισσότερα από 20 χρόνια εθήτευσα σε μια από τις μαχητικότερες εφημερίδες της Μεταπολίτευσης: Στην «Ελευθεροτυπία», η οποία υπήρξε και υπόδειγμα πολυφωνίας (ιδίως στην αρθρογραφία) και με ιδεοπολιτικές επιλογές, που ταίριαζαν περισσότερο, στα ευρωπαϊκά σοσιαλδημοκρατικά κινήματα των δεκαετιών ’70 και ’80.

Επομένως, εκ των πραγμάτων, η άνοδος στην εξουσία του ΠΑΣΟΚ ιδίως στην εξαετία 1981 – 1987, κατέτασσε την «Ελευθεροτυπία» στις εφημερίδες που εξέφραζαν την τότε πολιτική του πανευρωπαϊκού αυτού κινήματος. Όμως υπό μια αυστηρή προϋπόθεση: την κριτική συμπαράσταση στις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.

Αυτού του είδους η συμπαράσταση ήταν και είναι άκρως απωθητική σε όλους εκείνους τους πολιτικούς όλων των κομμάτων, που αρέσκονται να συνυπάρχουν με τις νάρκες της ακρίτως εγκωμιαστικής και χαριστικής ενημέρωσης και σχολιογραφίας. Και που φυσικά, τρέφονται από τις αυταπάτες που δημιουργεί αυτό το σύστημα της αλυσοδεμένης ανελεύθερης ενημέρωσης.

Αρκετοί ρεπόρτερ και αρθρογράφοι, που ασκούσαν εποικοδομητική κριτική, στιγματίζοντας όμως τις εκτροπές από τους δημοκρατικούς κανόνες, γίνονταν στόχος ύβρεων και προπηλακισμών. Κάποιος μάλιστα συνάδελφος της τότε «Ελευθεροτυπίας», δέχθηκε στο γραφείο του ομαδική επίθεση από μαινόμενες αμαζόνες της τότε κατά δήλωσιν αριστεράς, με μπουκάλια και άλλα ευγενή αντικείμενα, γιατί ετόλμησε να σχολιάσει το αλάθητο κάθε πάπισας… Χαμός στο ίσιωμα λοιπόν!..

Μετά από σειρά παρόμοιων…ευχαριστιών για τις υπηρεσίες των δημοσιογράφων η «Ελευθεροτυπία» καθιέρωσε την πρωμετωπίδα «Στηρίζουμε την Αλλαγή – Ελέγχουμε την Εξουσία!». Ήταν ένα επιγραμματικό σύνθημα σύνεσης και αυτοσυγκράτησης για όλα αυτά τα στοιχεία, που συχνά μετέτρεπαν τον πολιτικό τους φανατισμό, σε ανθρωποφαγία.

Τον Μάιο του 1984 οδήγησα σε συμφιλιωτική συνάντηση του δύο κορυφαίους θανάσιμους αντίπαλους της εμφυλιοπολεμικής σφαγής 1946 – 1949, τον στρατηγό των κυβερνητικών δυνάμεων Θρασύβουλο Τσακαλώτο (θείο του Ευκλείδη), που είχε διατελέσει επί μακρόν και πρεσβευτής της Ελλάδας στο Βελιγράδι και τον καθαιρεθέντα από τον φιλοσταλινικό Ζαχαριάδη, αρχιστράτηγο του Δημοκρατικού Στρατού καπετάν Μάρκο Βαφειάδη. Αναφέρομαι στο χρονικό αυτό, που σημάδεψε τη δημοσιογραφική μου σταδιοδρομία, μόνο και μόνο, για να στιγματίσω ένα δείγμα αντιδημοσιογραφικής ανθρωποφαγίας, που αμαύρωσε τ’ αμέτρητα συγχαρητήρια που δέχτηκα, τότε, για το εγχείρημά μου αυτό.

Την ίδια ημέρα, που η «Ελευθεροτυπία» δημοσίευσε το χρονικό της συμφιλιωτικής συνδιαλλαγής των κορυφαίων αντιπάλων, ο διευθυντής της «Ελευθεροτυπίας» Σεραφείμ Φυντανίδης, δεχόταν τηλεφώνημα από τις Βρυξέλλες από γνωστό Έλληνα ευρωβουλευτή.

Στο τηλεφώνημά του αυτό, ο ευρωβουλευτής ζητούσε από τον διευθυντή της εφημερίδας να με απολύσει, για το «θράσος» μου να προκαλέσω την ιστορική αυτή Συνάντηση. Ο μακαρίτης ο Σεραφείμ, με ενημέρωσε για αυτό το κρούσμα της αφ’ υψηλού βλακείας. Του ζήτησα το τηλέφωνο του ευρωβουλευτή για να τον στολίσω δεόντως. Ο Σεραφείμ, αντί άλλης απαντήσεως, με κέρασε ένα ποτηράκι τσίπουρο λέγοντάς μου: «Συνέχισε τη δουλειά σου. Άφησέ τους να λυσσάξουν οι χρεωκοπημένοι έμποροι του Διχασμού. Όσο ανεβαίνεις, άλλο τόσο θα σε μισούν!»

Ζητώ συγνώμη από τους αγαπητούς αναγνώστες που τους κούρασα με το χρονικό αυτό της ντροπής. Κάποτε όμως έπρεπε να το δημοσιοποιήσω, ιδίως τώρα, που έχει γίνει πολύ της μόδας η ανθρωποφαγία εναντίον των ανθρώπων της ενημέρωσης.

Όμως οφείλω να συγχαρώ και να ευχαριστήσω το Ίδρυμα Μπότση, για την Προαγωγή της Δημοσιογραφίας που υπεράνω κάθε πολιτικής διάκρισης ή εύνοιας, εβράβευσε φέτος διακεκριμένες και διακεκριμένους συναδέλφους, που ετόλμησαν να στιγματίσουν το κυβερνητικό αντιδημοσιογραφικό μένος. Μερικοί και μερικές από αυτούς διαγράφτηκαν, από το επαγγελματικό μας σωματείο, για να …αθωωθούν από τους «κατηγόρους» της επαγγελματικής μας οικογένειας, μόνο και μόνο, γιατί επρόβαλαν την πανάθλια παγίδα του «όχι» στο δημοψήφισμα του 2015, που μετατράπηκε από τους επινοητές του, μέσα σε λίγα 24ωρα στο πιο προσκυνηματικό κυβερνητικό «ναι» προς τους πιστωτές του εξωτερικού μας χρέους Τις ίδιες ευχαριστίες θα επαναλάβω και δημοσία για την περσινή τιμητική διάκρισή μου από το Ίδρυμα Μπότση, για το σύνολο της δημοσιογραφικής μου διαδρομής.

Και όλα βεβαίως αυτά, προς γνώσιν και συμμόρφωσιν κάποιων τυποκτόνων κυβερνητικών κύκλων, που δεν εννοούν να καταλάβουν, ότι νομοτελειακά αυτές οι ανθρωποφάγες πολιτικές εκτροπές τους γυρίζουν νομοτελειακά ως μπούμερανγκ. Ως αυτεπίστροφες θανάσιμες βολές.

Υ.Γ.: Ανεξάρτητα, από τα οποιαδήποτε προβλήματα του ΔΟΛ, για τα οποία το επίλεκτο δημοσιογραφικό δυναμικό των 550 συντακτών και εργατοϋπαλλήλων του Οργανισμού δεν φέρει καμία ευθύνη, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, πρέπει το ταχύτερο να τα βρουν και να προωθήσουν τις διαδικασίες με τις οποίες θ’ ανοίξει ο δρόμος για την επίλυση του προβλήματος στον ιστορικό αυτό και δημοκρατικό Δημοσιογραφικό Οργανισμό..

Το ανθρώπινο δυναμικό του ΔΟΛ, με απερίγραπτο θάρρος, αυταπάρνηση και καρτερία δίνει τα καλύτερα υποδειγματικά δείγματα ευθύνης και αξιοπρέπειας, ακόμα και στις σημερινές χαλεπές ημέρες. Έξι μήνες χωρίς μισθό! Και θα συνεχίσουν με την ίδια πίστη την αποστολή τους. Όσο για τα ανώνυμα και θρασύδειλα υβριστικά σχόλια κατά των συντακτών, στις «Γνώμες» του ηλεκτρονικού «Βήματος», η απάντηση είναι: Εκ στόματος κοράκων «κρα» και μόνον «κρα», από τις κυβερνητικές τρολαρο – κορακοφωλιές, που θα αποδειχτούν σύντομα ως οι μεγαλύτεροι κυβερνητικοί νεκροθάφτες.