Ο ελληνικός δημόσιος τομέας περιήλθε το 2010 σε δεινό δημοσιονομικό αδιέξοδο. Για να το πούμε διαφορετικά, το κράτος μας επί μισό περίπου αιώνα σχεδόν ξόδευε περισσότερα από όσα εισέπραττε και κάλυπτε τη διαφορά με δάνεια. Ηρθε η στιγμή που το χρέος κορυφώθηκε τόσο, ώστε σε συνδυασμό με τα ελλείμματα που το τροφοδοτούσαν, να οδηγήσει τους συνήθεις πιστωτές μας σε περίσκεψη. Κανείς δεν μας αρνήθηκε ποτέ δάνειο. Απλώς τα επιτόκια που μας πρότειναν ήταν πέρα από κάθε λογική (7,5% και 8%). Κανονικά σε τέτοιες στιγμές μια χώρα έχει τη διέξοδο της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος. Εμείς όμως δεν είχαμε πια εθνικό νόμισμα. Το νόμισμά μας ήταν το ευρώ. Ημαστε αρκετά σημαντικοί για να κάνουμε ζημιά στη νομισματική ζώνη στην οποία ανήκαμε αλλά όχι τόσο σημαντικοί ώστε να αναγκάσουμε τους άλλους να δεχθούν όρους και προϋποθέσεις. Η αποχώρηση για τον ελληνικό λαό θα σήμαινε καταστροφή και για τη χώρα περιθωριοποίηση. Για τα άλλα κράτη της ΟΝΕ και παραπέρα της Ευρωπαϊκής Ενωσης θα σήμαινε μια αποτυχία, σημαντική ίσως, στον δρόμο για την οικονομική ενοποίηση. Γι’ αυτόν τον λόγο πρώτη φορά σε τέτοιες συνθήκες η Ελλάδα μπήκε σε ένα πρόγραμμα που είχε δύο πλευρές. Η μία ήταν η δέσμευση της κοινότητας και ιδιαίτερα των πιο μεγάλων και ισχυρών χωρών (της Γερμανίας πάνω από όλες τις άλλες) να χρηματοδοτούν την ανάκαμψή μας και τις τρέχουσες ανάγκες μας. Η άλλη ήταν η δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης ότι θα ακολουθούσε μια πολιτική εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που θα εξαφάνιζε τις αιτίες της δημιουργίας των ελλειμμάτων.
Πόσες φορές άραγε οι ελληνικές πολιτικές ηγεσίες σήμερα, όχι στα αμαρτωλά χρόνια του παρελθόντος, εξήγησαν τόσο καθαρά την κατάσταση στον έλληνα πολίτη; Πόσοι πολίτες έχουν μια εικόνα που αποτελεί μέρος της πραγματικότητας και δεν πιστεύουν φλυαρώντας με αναίδεια ότι τα λεφτά αυτά, που χρειαζόμαστε για να ζήσουμε, μας τα χρωστούν οι εταίροι μας και κυρίως οι πλουσιότεροι από αυτούς; Δηλαδή οι εργατικότεροι και οι πιο δημιουργικοί, δηλαδή οι Γερμανοί.
Είχα πει στην αρχή αυτής της συζήτησης ότι από κάποια άποψη τα μνημόνια μπορεί να αποτελούν μια ευκαιρία για τη χώρα. Οι συνηθισμένοι πελάτες μου, το σταθερό ποσοστό ηλιθίων που συστηματικά παραποιεί ό,τι λέω, έκαναν τότε πάρτι. «Ακούς! Το μνημόνιο ευκαιρία…». Σήμερα, πέντε χρόνια μετά την έναρξη της κρίσης, η Ελλάδα έχει δικαιώσει τους χειρότερους και πιο προκατειλημμένους εχθρούς της. Καμιά μεταρρύθμιση δεν έχει υλοποιηθεί, καμιά υποχρέωση, από όσες έχουν αναληφθεί, δεν έχει ολοκληρωθεί. Η ευκαιρία χάθηκε.
Θα μπορέσουμε τουλάχιστον να σώσουμε τα ντουβάρια; Η παραποίηση της αληθείας έχει γίνει βίωμα ορισμένων μέχρι του σημείου να πιστεύουν ότι είναι πραγματικά τα όσα λένε. Πριν από λίγο εμφανίστηκε στην Αθήνα μια αξιότιμη, σημαντική δημόσια υπάλληλος, που μας μεταφέρει την πείρα της από το εξωτερικό. «Καταφέραμε», μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα, να δικαιώσουμε όλους όσοι δεν μας έπαιρναν στα σοβαρά, όλους όσοι θεωρούν ότι είμαστε ένας λαός κατάλληλος μόνο για τουριστικές εξυπηρετήσεις, ξέφρενους χορούς και γλέντια και πού και πού για κανένα εφήμερο ειδύλλιο στις ακρογιαλιές. Ο Ζορμπάς του αείμνηστου Καζαντζάκη πράγματι φαντάζει μπροστά στους σημερινούς αριστερούς κυβερνήτες ως μνημείο σχολαστικότητας και σοβαρότητας. Ο,τι και να πεις για μια τέτοια κυβέρνηση δεν μπορεί να είναι υπερβολικό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ