Τώρα που κόπασε ο θόρυβος για την (επιλέξτε εσείς τη λέξη που προτιμάτε) ιεροσυλία ή γενναία απόφαση του Σάκη Ρουβά να ερμηνεύσει το «Αξιον Εστί» ας δούμε τα πράγματα πιο ψύχραιμα. Ξεκινώντας από το θεμελιώδες ερώτημα: Είχε δικαίωμα να καταπιαστεί με την «ιερή» παρτιτούρα; Ενας άνθρωπος με στοιχειώδεις δημοκρατικές αρχές δεν μπορεί παρά να απαντήσει καταφατικά. Ολοι μας έχουμε δικαίωμα να τραγουδάμε, να χορεύουμε, να γράφουμε μυθιστορήματα ή ποιήματα, να κεντάμε, να πλέκουμε, να κάνουμε μπάντζι τζάμπινγκ, να μαγειρεύουμε πιλάφι με κουμ κουάτ. Στο θέμα της τέχνης όμως υπάρχουν όρια που πρέπει να σεβόμαστε: από τη στιγμή π.χ. που θα βγεις να ερμηνεύσεις δημοσίως ένα τραγούδι, ένα ορατόριο, ένα μιούζικαλ, πρέπει να μπορείς να το κάνεις χωρίς να γελοιοποιηθείς και χωρίς να γελοιοποιήσεις το έργο. Ο Ρουβάς ως τώρα, και στις πιο τολμηρές επιλογές του (αν θεωρηθούν τέτοιες οι εμφανίσεις του στον κινηματογράφο και στο θέατρο), δεν εκτέθηκε ανεπανόρθωτα, αποδείχθηκε σχετικά επαρκής. Αλλοτε καταφεύγοντας στις ευκολίες του (κυρίως σε αυτή τη λάμψη του σταρ που φέρει στο κύτταρό του και που κάνει το κοινό του να τον ακολουθεί μαγεμένο), άλλοτε καταφέρνοντας μέσα από σκληρή δουλειά να υπερβεί τον «προηγούμενο» εαυτό του. Αποφασισμένος να εξελιχθεί ως τραγουδιστής-performer, όπως ο ίδιος δηλώνει, πέτυχε πράγματι να ενηλικιωθεί καλλιτεχνικά κάνοντας περισσότερα πράγματα από όσα περιμέναμε από το χαριτωμένα αφελές παιδί τού «θα σου κάνω μακαρόνια με κιμά για να φας». Ωστόσο στην ανοδική πορεία του η ερμηνεία του «Αξιον Εστί», ακόμη και αν χαιρετίστηκε με ενθουσιασμό από τα πλήθη, δεν είναι μια στάση για την οποία μπορεί να είναι υπερήφανος, έστω ικανοποιημένος. Είναι, αντιθέτως, η μοιραία στιγμή που του έδειξε και μας έδειξε τα όριά του –γιατί ναι, όπως όλοι μας, έχει και ο Ρουβάς όρια.
Εκείνο που ακούσαµε στο κατά Σάκη «Αξιον Εστί» δεν ήταν μια νέα ερμηνευτική πρόταση (που θα δικαιολογούσε την αναβίωσή του) αλλά μια στείρα προσπάθεια μίμησης του ήχου των προηγούμενων ερμηνευτών του έργου, με τον Ρουβά να αγωνίζεται να δώσει μεγαλύτερο όγκο και βάθος στην ελαφρά, εφηβικών αποχρώσεων φωνή του, για να επιβληθεί και να γίνει πιο πειστικός. Τελικά η φωνή με την οποία τραγούδησε Θεοδωράκη ήταν ένα κράμα του γνωστού ποπ Σάκη μετά ολίγου Μπιθικώτση, Νταλάρα, Φραγκούλη, Κότσιρα κ.λπ. (σε άλλη φράση άκουγες τον έναν, στην αμέσως επόμενη τον άλλον), κατά συνέπεια το αποτέλεσμα ήταν ψεύτικο. Την ίδια στιγμή ο τραγουδιστής δεν είχε ούτε τη μαγική, αρχετυπική δύναμη που διαθέτει ενίοτε η φωνή των λαϊκών ερμηνευτών και η οποία τους βοηθά ακόμη και αν δεν καταλαβαίνουν τι λέει ο στίχος να συγκλονίζουν ούτε τη συγκίνηση που καταφέρνουν να νιώσουν και να μας μεταφέρουν έπειτα από κοπιαστική μελέτη πολλών χρόνων οι ερευνητές-ερμηνευτές αυτού του είδους που καλώς ή κακώς αποκαλούμε «έντεχνο». Δεν είχε, κοντολογίς, το ειδικό βάρος που απαιτεί από τον ερμηνευτή του το «Αξιον Εστί». Στάθηκε στη σκηνή ως τρακαρισμένος (αλλά και πείσμων) μαθητής ωδείου, σταρ μεν στη σχολική παράσταση που είχε ανεβάσει η τάξη του, ο οποίος όμως «τα έλεγε» χωρίς την ίδια στιγμή να τα λέει, δίχως να καταφέρνει να «ξυπνήσει» τη συγκίνηση που ελλοχεύει στο κείμενο. Ακόμη και αν κουτσά στραβά, με τον τρόπο που τον δίδαξαν εκείνοι που τον επέλεξαν και ο οποίος δεν είναι ο δικός του, είπε τις νότες, δεν κατάφερε να αποδώσει το νόημά τους, τη μαγεία της ποίησης του Ελύτη. Να δεχθούμε πως για άλλη μία φορά δεν εκτέθηκε ανεπανόρθωτα; Το σίγουρο είναι πως ούτε εξελίχθηκε, όπως θα ήθελε. Επιβεβαίωσε ότι είναι επαγγελματίας, αλλά και ότι δεν είμαστε όλοι για όλα. Κυρίως ότι η φιλοδοξία δεν είναι αρκετό προσόν για να πραγματοποιείς τα όνειρά σου. Από εκεί και πέρα δικαίωμά του είναι να πει και να ξαναπεί και το «Αξιον Εστί» και τη «Ρωμιοσύνη» και τον «Ιπτάμενο Ολλανδό» του Βάγκνερ. Μπορεί κάποτε να μας εκπλήξει πραγματικά. Το θέμα εξάλλου δεν είναι τι θα πει αυτός, αλλά πόσο εμείς, το κοινό του 21ου αιώνα, είμαστε σε θέση να αντιλαμβανόμαστε, να κρίνουμε, να αξιολογούμε αυτό που μας σερβίρουν, να βλέπουμε την ουσία (όπου υπάρχει) πίσω από το αστραφτερό περιτύλιγμα, να ξεχωρίζουμε τα φύκια από τις μεταξωτές κορδέλες. Μπορούμε;

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Μαΐου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ