Σε ένα διαρκώς μεταβαλλόμενο και ουσιαστικά υπό αργή διαμόρφωση κομματικό σύστημα οι εκλογές αποτελούν ευκαιρία καταγραφής των πολιτικών δυνάμεων τη στιγμή της διεξαγωγής τους. Καμία περαιτέρω βεβαιότητα ή δέσμευση υποστήριξης προς το κόμμα που ψηφίστηκε δεν υπάρχει, στον βαθμό που οι ψηφοφόροι δεν νιώθουν ότι «ταυτίζονται» με κάποιο συγκεκριμένο κόμμα. Στην περίπτωση του ελληνικού κομματικού συστήματος που «απορρυθμίστηκε» φανερά στις εκλογές του 2012 δεν είναι ακόμη ορατή καμία σταθερή τάση «αναδιάταξής» του, δεδομένου ότι οι κομματικές ταυτίσεις (όπως διερευνώνται στις δημοσκοπήσεις) φαίνεται να αφορούν μόλις (και με το ζόρι) το μισό εκλογικό σώμα. Το άλλο μισό είτε ψηφίζει συγκυριακά με διάφορα κριτήρια είτε επιλέγει την αποχή.
Από τις σχετικές αναλύσεις άλλωστε είναι χαρακτηριστικό ότι στις εκλογές του Μαΐου 2012 οι 6 στους 10 που προσήλθαν στις κάλπες ψήφισαν διαφορετικό κόμμα από αυτό που είχαν επιλέξει το 2009, ενώ αμέσως μετά, στις εκλογές του Ιουνίου, οι 4 στους 10 επέλεξαν και πάλι διαφορετικό κόμμα. Ο δείκτης αυτός, ο συντελεστής μεταβολής της ψήφου, όπως αποκαλείται, παρουσιάζει ανάγλυφα τον βαθμό συνοχής ενός κομματικού συστήματος και είναι προφανές ότι όταν έχει τιμή της τάξεως του 40% αποδίδει μια ασταθή -συγκυριακή διαμόρφωση. Τον κρατάμε και τον υπολογίζουμε γιατί, όπως φαίνεται από τις έρευνες εκλογικής συμπεριφοράς, αναμένεται να κυμανθεί στο ίδιο επίπεδο (του 40%) και στις επικείμενες εκλογές.
Η εικόνα αυτή συμπληρώνεται φυσικά και από τη σημειούμενη τάση αποχής, για την οποία θα πρέπει πρώτα απ’ όλα να σημειωθεί ότι, ανεξάρτητα από το τι λέει ο επίσημος εκλογικός κατάλογος, ο πραγματικός αριθμός ψηφοφόρων υπολογίζεται ρεαλιστικά περίπου στα 8,5 εκατομμύρια. Σε αυτόν τον αριθμό μπορεί να θεωρηθεί ένα όριο «φυσιολογικής αποχής», ας πούμε της τάξεως του 1 εκατομμυρίου, όπως γνωρίσαμε στις εκλογές του 2004, με προσέλευση 7,5 εκατομμυρίων στις κάλπες (η μεγαλύτερη συμμετοχή σε εκλογές που σημειώθηκε ποτέ στην Ελλάδα), αριθμός που ουσιαστικά αντιπροσωπεύει και σήμερα, λόγω μικρών πληθυσμιακών μεταβολών, το δυνητικό ελληνικό εκλογικό σώμα.
Στα δέκα χρόνια που μεσολάβησαν όμως η αποχή αυξάνεται διαρκώς και μετατρέπεται σταδιακά σε στάση διογκούμενης συνειδητής αποστασιοποίησης, με μόλις 6,32 εκατομμύρια έγκυρα ψηφοδέλτια τον Μάιο του 2012 και 6,15 εκατ. (περαιτέρω μείωση 170.000) τον Ιούνιο, παρά την κρισιμότητα του εκλογικού διακυβεύματος, φτάνοντας τα 5,7 εκατ. στις πρόσφατες ευρωεκλογές όσο και στις εκλογές της αυτοδιοίκησης. Μια συνειδητή αποχή όμως της τάξεως π.χ. του 1,5 εκατομμυρίου είναι πολύ μεγάλο μέγεθος που εκπροσωπεί το 20% του δυνάμει εκλογικού σώματος. Είναι σαν να υπάρχει ένα πολύ ισχυρό «τρίτο κόμμα», η κύρια πολιτική θέση του οποίου είναι «ας αποφασίσουν οι άλλοι, εγώ δεν παίρνω θέση».
Με αυτά τα δεδομένα είναι μάλλον σαφές ότι οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 προσεγγίζονται με ασταθή γενικά χαρακτηριστικά. Είναι εκλογές που ανήκουν στον τύπο των «διαμορφούμενων τάσεων» ως την τελευταία ημέρα και όχι εκλογές «αποκρυσταλλωμένης συμπεριφοράς». Πόση θα είναι η αποχή, τι θα κάνουν οι αναποφάσιστοι, ποιος είναι ο βαθμός βεβαιότητας όσων δηλώνουν συγκεκριμένη εκλογική συμπεριφορά; Στα ερωτήματα αυτά υποτίθεται ότι απαντούν οι δημοσκοπήσεις δίνοντας μια ποσοτική εικόνα της αναμενόμενης διασποράς των ψήφων. Αυτό όμως που δεν απαντάται ποσοτικά είναι το «γιατί». Γιατί υπάρχει μεγάλη αποχή, γιατί είναι πολλοί οι αναποφάσιστοι, αλλά και γιατί καταγράφεται σχετικά χαμηλή βεβαιότητα ακόμη και της δηλούμενης ψήφου;
Η προφανής απάντηση είναι ότι, ιδίως σε εποχή πολύπλευρης κρίσης, δεν υπάρχει σαφής εμπιστοσύνη που εμπεδώνει μια μαζική σταθερή εκλογική συμπεριφορά. Αλλωστε, οι ίδιες οι εκλογές κανονικά δεν θα έπρεπε να γίνουν. Ετσι το προσλάμβανε η πλειοψηφία του κοινού, χωρίς φυσικά να σημαίνει ότι η πλειοψηφία αυτή ήταν αναγκαστικά υπέρ της κυβέρνησης. Παρ’ όλα αυτά, καλείται ξαφνικά να επιλέξει για άλλη μία φορά με το ιδιότυπο δίλημμα «φόβου – οργής», όπως ακριβώς έκανε και πριν από δυόμισι χρόνια. Η διλημματική όμως λογική που δεν στηρίζεται στην εμπιστοσύνη είναι προφανές ότι δεν εμπνέει την κοινωνία και ελάχιστα την κινητοποιεί.
Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι εκλογές, ως ύψιστη πράξη της δημοκρατίας, καθορίζουν τον πολιτικό διακανονισμό. Οι αποφάσεις τους είναι «τελεσίδικες» και κανείς μετά δεν μπορεί να γυρίσει τον χρόνο πίσω. Ετσι θα συμβεί και αυτή τη φορά στις επικείμενες «χειμωνιάτικες» εκλογές, ακόμη μία ιδιοτυπία που παραπέμπει στο αμέσως ανάλογο προηγούμενο των εκλογών της 26ης Ιανουαρίου 1936 (τρίτες συνεχόμενες εκλογές μετά την πτώχευση του 1932). Ελπίζουμε ότι η σύγχρονη Ελλάδα στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα έχει την ωριμότητα να μην ξεχνά τα λάθη αλλά και τα πολιτικά «μίση και πάθη» του παρελθόντος που παρήγαγαν ανωμαλίες και καταστροφές.
Ο κ. Πάνος Σταθόπουλος είναι Δρ Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ