Στο παρελθόν, κυρίαρχη διπλωματική πραγματικότητα στην περιοχή μας ήταν η συμμαχία Ισραήλ – Τουρκίας. Την εποχή Κλίντον, όλες οι αμερικανικές υπηρεσίες, με προεξάρχοντες την υπουργό Εξωτερικών Ολμπραϊτ, τον υπουργό Aμυνας Κόεν, τους υφυπουργούς Εξωτερικών Γκρόσμαν και Χόλμπρουκ, τον σύμβουλο Ασφαλείας του προέδρου Μπέργκερ και τον υπεύθυνο Τύπου Ρούμπιν ανέβαζαν με κάθε ευκαιρία, στο ανώτατο επίπεδο υποστήριξης, αυτή τη συμμαχία. Οταν κάποτε είχα τολμήσει να τη χαρακτηρίσω «Συμμαχία των κακοποιών», γιατί και οι δύο χώρες είχαν τον κοινό παρονομαστή της έλλειψης σεβασμού προς τις αποφάσεις του ΟΗΕ, που αφορούσαν παρανόμως τετελεσμένα γεγονότα εις βάρος των Παλαιστινίων και του κυπριακού Ελληνισμού, υπέστην αγρία επίθεση, που ίσως δεν είναι άσχετη με την ύστερα από λίγους μήνες αποπομπή μου από το υπουργείο Εξωτερικών, με πρόσχημα την εξαιρετικά ύποπτη υπόθεση Οτσαλάν.
Η Ελλάδα και η Κύπρος είχαν μπει όλη αυτή την περίοδο στο περιθώριο. Η καρδιά της Αμερικής χτυπούσε αλλού. Βέβαια και τα συμφέροντά της έδειχναν προς αυτή την κατεύθυνση.
Από τότε πολλά πράγματα έχουν αλλάξει. Οι ερωτοτροπίες του Ερντογάν με τον τζιχαντισμό. Η απείθεια που επέδειξε το τουρκικό καθεστώς όταν εκλήθη από τους Αμερικανούς να αποδείξει στην πράξη πόσο καλός σύμμαχος ήταν. Η παταγώδης αποτυχία της δυτικής στρατιωτικής παρουσίας στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ και το φιάσκο των Αραβικών Ανοίξεων στη Λιβύη, στην Αίγυπτο και, κυρίως, στη Συρία έχουν οδηγήσει τις Ηνωμένες Πολιτείες σε πιο ρεαλιστικές και σύμφωνες με τις αρχές και τις παραδόσεις του δυτικού κόσμου συμμαχίες. Η πολιτική ηγεσία του Ισραήλ, με τη διορατικότητα που τη χαρακτηρίζει και τη δυνατότητά της να διαμορφώνει πολλαπλές εκδοχές του ιδίου πάντα επιθετικού σεναρίου, είχε προηγηθεί. Η Τουρκία έγινε μέρος του προβλήματος. Ηταν φυσικό να αναζητηθεί η λύση σε συμμαχίες με την Κύπρο και την Αθήνα. Η γεωγραφία των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων διευκόλυνε εξαιρετικά αυτή την προδιάθεση. Τα συγκεκριμένα αποτελέσματα δεν άργησαν να φανούν.
Διατυπώνεται συχνά και από τον Τύπο και από πολίτες αλλά και από ξένους παρατηρητές, όχι πάντα καλοπροαίρετους, το λογικό ερώτημα: «Πώς θα καταφέρετε να ισορροπήσετε αναπτύσσοντας ταυτόχρονα μια συμμαχία με το Ισραήλ και μιαν άλλη συμμετρικά εξίσου σημαντική με την Αίγυπτο; Ακόμη και αν το καταφέρετε σε ό,τι αφορά την κατ’ αρχήν εφαρμογή κανόνων και πρακτικών για την καλύτερη αξιοποίηση των υδρογονανθράκων, δεν θα υπάρχει δυσκολία για τις προοπτικές ανάπτυξης αυτών των δύο συνεργασιών σε πολιτικές συμμαχίες με στρατιωτικές προεκτάσεις όσον καιρό δεν λύνεται το παλαιστινιακό πρόβλημα;».
Νομίζω πως η απάντηση πρέπει να αναπτυχθεί σε δύο διαμετρικά αντίθετες προσεγγίσεις.
Αν μείνουμε απαθείς αναπτύσσοντας μόνο μια θριαμβολογία για εσωτερική κατανάλωση, αργά ή γρήγορα το αδιέξοδο που εκ των πραγμάτων δημιουργείται θα ολοκληρωθεί.
Αν, αντίθετα, αναπτύξουμε πρωτοβουλίες για την προσέγγιση Ισραήλ και Αιγύπτου αρχικά και αργότερα ίσως και Ισραήλ – Συρίας, οι δυνατότητες εξελίξεων στον χώρο της καθ’ ημάς Ανατολής μπορεί να είναι απεριόριστες.
Μην ξεχνάμε ότι κοινά συμφέροντα, όπως είναι η από κοινού εκμετάλλευση θαλασσίων οικοπέδων υδρογονανθράκων, αποτελούν αναμφισβήτητα μια στέρεη βάση για την ανάπτυξη πολιτικών και κάθε άλλου είδους σχέσεων. Το αντίστροφο, δηλαδή με αφετηρία τις καλές διαθέσεις να φτάσει κανείς στην ανάπτυξη κοινών συμφερόντων και στόχων οικονομικής συνεργασίας, είναι κατά τη γνώμη μου πολύ πιο δύσκολο. Ισως ανάμεσα σε αυτούς τους πολύχρωμους χάρτες, όπου στον έναν εμφανίζονται η Ελλάδα και η Κύπρος με συνεργάτη το Ισραήλ και στον άλλον με συνεργάτη την Αίγυπτο, να περνάει ο τρικυμισμένος αλλά υπαρκτός δρόμος για την ειρήνευση της Ανατολικής Μεσογείου.
Τι σόι απόγονοι του Οδυσσέα είμαστε αν δεν αισθανθούμε τον πειρασμό να τον εξερευνήσουμε.

Ο κ. Θεόδωρος Πάγκαλος είναι πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ