Το πιο δημοφιλές σπορ σήμερα στην Ελλάδα, στην Ιρλανδία και το Ευρωκοινοβούλιο είναι το μένος κατά της τρόικας και ιδιαίτερα κατά του ΔΝΤ. Από τις αθυρόστομες ατάκες του Μπόνο και τις οργίλες ανακοινώσεις που άρον-άρον εκδίδουν οι ευρωβουλευτές εν όψει των εκλογών του Μαΐου, ως τις ηρωικές «αποκαλύψεις» κυβερνητικών στελεχών στην Αθήνα για τα παιχνίδια που παίζει ενάντια στον λαό και στην πατρίδα. Ατυχώς, όμως, για τους όψιμους τροϊκομάχους, οι επιθέσεις εκθέτουν κυρίως όσους τις κάνουν, διότι η τρόικα πουθενά δεν πήγε μόνη της να κάνει εισβολή και να καθυποτάξει τη δημοσιονομική κυριαρχία του κράτους, αλλά κάθε φορά προσκλήθηκε από την επίσημη πολιτεία.
Βέβαια, δεν φέρθηκαν όλες οι κυβερνήσεις το ίδιο: ο Μόντι, για παράδειγμα, δήλωσε πρόσφατα ότι η μεγάλη επιτυχία του ήταν πως κράτησε την τρόικα έξω από την Ιταλία, ενώ ο Ραχόι της Ισπανίας διακήρυξε το 2011 ότι ποτέ δεν θα την αφήσει να κουμαντάρει τη χώρα του και το απέδειξε. Αντιθέτως στην Ελλάδα, η προσφυγή στο ΔΝΤ είχε παρουσιαστεί το 2010 ως ευφυής αντιπερισπασμός της κυβέρνησης απέναντι στην αβελτηρία της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Ετσι η Γερμανία βρήκε αφορμή και τελικά το επέβαλε, παρά τη σφοδρή αντίθεση από τον πρόεδρο του Εurogroup, που το θεώρησε αχρείαστο, και του προέδρου της ΕΚΤ, που το κατήγγειλε ως παράνομο. Σε λίγους μήνες το μοντέλο της τρόικας με το ΔΝΤ εφαρμόστηκε στην Ιρλανδία, η οποία είχε παραλύσει από τη χρεοκοπία των τραπεζών, και μετά στην Πορτογαλία, όπου κανείς ακόμη δεν κατάλαβε γιατί ήταν απαραίτητο.
Το ενδιαφέρον στην Ελλάδα είναι ότι ενώ σε ορισμένους τομείς η κυβέρνηση έκανε σοβαρές μεταρρυθμίσεις χωρίς να προβλέπονται από κανένα Μνημόνιο (π.χ. στο Ασφαλιστικό, στα πανεπιστήμια, και στη δίωξη της διαφθοράς), ποτέ δεν αναζήτησε μια δική της δημοσιονομική στρατηγική ως εναλλακτικό σχέδιο σε όσα υπαγόρευε το πρόγραμμα προσαρμογής. Αντιθέτως, ήταν τόση η εμπιστοσύνη προς την τρόικα, ώστε το πρόγραμμα υιοθετήθηκε χωρίς διαπραγμάτευση και μέχρι πρόσφατα εκθειαζόταν ως το μόνο σοβαρό σχέδιο που υπάρχει στη χώρα. Μια ερμηνεία είναι ότι έτσι θα της φόρτωναν την ευθύνη δυσάρεστων μέτρων τα οποία οι ίδιοι δεν τολμούσαν να λάβουν και ως αλεξικέραυνο θα τους προστάτευε από το μοιραίο πολιτικό κόστος.
Βλέποντας μετά ότι η απουσία μιας συγκροτημένης εσωτερικής πολιτικής κάνει τις δικές της συνταγές κυρίαρχες, η τρόικα συμπεριφέρθηκε όπως κάθε σοβαρή γραφειοκρατία: πρώτα εμπεδώνει την ισχύ της και μετά επεκτείνει την επιρροή της σε νέους τομείς. Σε αντίθεση με άλλα κράτη, όπου η τρόικα διαπραγματεύεται μόνο με το υπουργείο Οικονομικών, εδώ φτάσαμε να παρεμβαίνει σε όλα τα επίπεδα διοίκησης, από απλούς υπαλλήλους ως τον Πρωθυπουργό.
Ενώ αρχικά οι αρμοδιότητές της αφορούσαν μόνο τα δημόσια οικονομικά, σε λίγο υπαγόρευε σειρά περικοπών στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα σε συνεννόηση με επιχειρηματίες. Η ατολμία της κυβέρνησης στις αποκρατικοποιήσεις έκανε την τρόικα να επιβάλει το δικό της μοντέλο ιδιωτικοποιήσεων ακόμη και σε στρατηγικές επιχειρήσεις. Η απουσία ενός εθνικού σχεδίου μεταρρυθμίσεων της επέτρεψε να καθορίζει από την εκταμίευση των δανείων έως το πώς πωλείται το φρέσκο γάλα και πώς ζεσταίνεται το ψωμί. Η προεκλογική πρεμούρα να μοιραστεί το πρωτογενές σε επιδόματα στο Δημόσιο τής έδωσε το δικαίωμα να εμφανίζεται ως η επιτομή της λογικής, λέγοντας (ορθώς) ότι πρώτα πρέπει να καλύψει τις οφειλές του κράτους προς τα Ταμεία και τις επιχειρήσεις.
Ακόμη πιο σημαντική υπήρξε όμως η αδυναμία της κυβέρνησης να πετύχει ένα ουσιαστικό κούρεμα του χρέους το 2012, πράγμα που την ανάγκασε να φορτωθεί ξανά την ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών με κρατικά ομόλογα. Αντί όμως η αποτυχία του PSI να περιορίσει τον ρόλο της τρόικας που το σχεδίασε, αυτή βρήκε ευκαιρία να επεκτείνει τη σφαίρα επιρροής της σε όλο το τραπεζικό σύστημα, παραβιάζοντας κατάφωρα τις αρμοδιότητες της ΕΚΤ και της Τράπεζας Ελλάδος. Η κυβέρνηση, βλέποντας το αδιέξοδο, θεωρεί τώρα την τρόικα ανεπιθύμητη και εμφανίζεται να είναι στα όρια της ρήξης. Με τη γιγάντωση όμως της επιρροής της, το πρόβλημα δεν επιλύεται πλέον με πυροτεχνήματα προσωπικής αντιπαράθεσης, αλλά με μια συνολική αναθεώρηση του προγράμματος και των σχέσεων με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Μερικές ιδέες προς την κατεύθυνση αυτή είναι και οι εξής:
Πρώτον, η θεσμική κατοχύρωση του πρωτογενούς πλεονάσματος ως μόνιμου στόχου του προϋπολογισμού και με σταθερό κανόνα κατανομής του χωρίς πελατειακά κριτήρια.
Δεύτερον, η ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας και όχι από τη δανειακή βοήθεια. Το μέτρο αυτό θα μειώσει το δημόσιο χρέος σχεδόν κατά 25% του ΑΕΠ, προκαλώντας αμέσως μια σημαντική ανακούφιση που θα προστεθεί στις άλλες προσπάθειες επιμήκυνσης και ελάφρυνσής του και θα το κάνει οριστικά βιώσιμο.
Τρίτον, η Ελλάδα χρειάζεται σήμερα ένα εθνικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων, αποκρατικοποιήσεων και νέων επενδύσεων. Επειδή όμως αυτά θα αργήσουν να δώσουν μαζικές θέσεις εργασίας, χρειάζεται επίσης και ένα έκτακτο σχέδιο απασχόλησης που θα χρηματοδοτηθεί από την Ευρωπαϊκή Ενωση με μια νέα συμφωνία επίτευξης συγκεκριμένων δημοσιονομικών στόχων χωρίς την ανάμειξη του ΔΝΤ. Τίποτε δεν θα είναι εύκολο, αλλά θα είναι δικό μας και το κόστος και το όφελος, χωρίς την εξευτελιστική υπαγόρευση αποτυχημένων συνταγών.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και πρώην υπουργός.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ