«Ολοι οι άνθρωποι είναι του καιρού τους. Ποιοι αντιπροσωπεύουν τον καιρό τους, είναι άλλη κουβέντα»
Γιώργος Σεφέρης
Είναι κοινός τόπος ότι ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας των πολιτών και του εκλογικού σώματος θεωρεί ότι, αν όχι το σύνολο, τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος του παλιού πολιτικού προσωπικού, με καταγεγραμμένες και αποδεδειγμένες τις ευθύνες του για την κρίση και τη διαχείρισή της, πρέπει να περάσει στο περιθώριο της Ιστορίας. Το αίτημα για ανανέωση της πολιτικής ζωής, φορτισμένο παράλληλα από τον θυμό και την οργή που ξεχειλίζουν σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα, έχει αναχθεί στη λυδία λίθο που θα ανατάξει μια τραυματισμένη χώρα και θα την οδηγήσει σε ένα πιο ρόδινο μέλλον.
Το κρίσιμο ερώτημα, το στοίχημα αν θέλετε, είναι ποιο πρόσημο βάζει κανείς στο αίτημα της ανανέωσης. Γιατί, όταν κυριαρχούν μόνο η απαξία και η τιμωρητική διάθεση, όπως έχουμε ήδη διαπιστώσει, είναι πολύ εύκολο να φτάσουμε σε φαινόμενα ψεκασμένων ή ακόμη χειρότερα σε τερατογενέσεις. Υπάρχει βέβαια και το πιο υποψιασμένο και πιο απαιτητικό κομμάτι της κοινωνίας, αυτό που κινείται και επενδύει στον χώρο της Κεντροαριστεράς και του φιλελεύθερου Κέντρου. Εκεί το αίτημα της ανανέωσης και της ανασυγκρότησης φαίνεται ότι παγιδεύεται ανάμεσα σε κομματικά παίγνια, προσωπικές στρατηγικές αλλά και φοβικά αντανακλαστικά.
Η εμφανής διάθεση ενός καθόλου αμελητέου τμήματος της κοινωνίας να στηρίξει το εγχείρημα της «Ελιάς» εγκλωβίστηκε ανάμεσα στις λογικές συντήρησης των κατεστημένων δυνάμεων του χώρου –ΠαΣοΚ και ΔΗΜΑΡ –και στην εξαρχής δηλωμένη πρόθεση των «58» ότι δεν μπορούν να ξεπεράσουν τα όρια του καταλύτη της ανασύνταξης της παράταξης. Η σιγουριά του παλιού, έστω και μικρού, που κυριάρχησε στους κομματικούς μηχανισμούς απέναντι στο νέο και άγνωστο, σε συνδυασμό με την επαμφοτερίζουσα διάθεση άμεσης εμπλοκής των «58» στο καθημερινό πολιτικό παιχνίδι, ακύρωσαν σε μεγάλο βαθμό την προοπτική της πρωτοβουλίας.
Οι αμφιβολίες, τα ελλείμματα εμπιστοσύνης και η συνακόλουθη δυστοκία άνοιξαν τον δρόμο στο «Ποτάμι» του Σταύρου Θεοδωράκη. Με όχημα την τηλεοπτική κυρίως αναγνωρισιμότητα και με πολιτική πρόταση τη λογική του αυτονόητου, στοχεύει στον τραυματισμένο και ανέστιο μεσαίο χώρο που ασφυκτιά αναζητώντας πολιτική στέγη. Επενδύει σε μια κοινωνία σε κρίση, με δεδομένη την απαξία των πολιτικών, που δεν φαίνεται να την ενοχλεί ούτε το προσωποπαγές ηγετικό προφίλ ούτε η απουσία θέσεων και μιας στοιχειωδώς οργανωμένης ηγετικής ομάδας. Είμαστε άλλωστε στην εποχή όπου η συστράτευση σε έναν κοινό σκοπό περνά από τα social media και όχι μέσα από τραυματικές αντιπαραθέσεις σε ατέρμονες συνεδριάσεις… Οι προσδοκίες βέβαια δημιουργούν πάντα και απαιτήσεις. Η αμφισβήτηση και η απαξίωση των άλλων είναι ο εύκολος αλλά προσωρινός δρόμος για να γίνει κάποιος αποδεκτός. Τα δύσκολα αρχίζουν μετά, όταν από το «εγώ» πρέπει να περάσουμε, να διαχειριστούμε και να διαμορφώσουμε το «εμείς»…