Ο Α έχει έναν φόβο. Ή και περισσότερους. Δυσκολεύεται να ακούσει τη φωνή του. «Γιατί δεν μετακινείσαι; Γιατί δεν μιλάς πιο δυνατά;» τον ρωτά αφελώς ο Β. Η Γ προσπαθεί να του εξηγήσει ότι ο Α δεν βλέπει πια όνειρα, γι’ αυτό τον πήρε και έφυγαν μακριά. Πήγαν στους ειδικούς. Αλλά οι τελευταίοι δεν τους είπαν τίποτα καινούργιο. Η ασθένεια «είναι απροσδιόριστη» είπαν οι επιστήμονες και κούνησαν συγκαταβατικά το κεφάλι. Από ό,τι φαίνεται ο Α πλήρωσε το τίμημα της απόλυτης γνώσης. Τα ήξερε όλα προτού του τα πουν. Το ταξίδι ήταν περιττό.
Ενώ έλειπαν, ο Β έμπαινε κρυφά στο σπίτι και άγγιζε τα ρούχα τής Γ. Ο Β και η Γ είναι εραστές. Ο Α το ξέρει και δεν έχει πρόβλημα. Αντιθέτως, δείχνει να του αρέσει που ανήκει σε ένα τρίγωνο και μάλιστα ισοσκελές ορθογώνιο. Επειδή είχε «ολισθήσει έξω από τις λέξεις», βρήκε στο τρίγωνο καταφύγιο. Εστω πρόσκαιρο. Κάθησε απέναντι από τον φόβο του και συνομίλησαν. Εκεί μέσα στο τρίγωνο. Οταν βγήκε, δήλωσε πως δεν αγαπά πια τη Γ. Αλλά ούτε αυτή τον αγαπά. Θέλει να φύγει, να μείνει μόνη, να περπατά στον μόλο και να της φυσάει ο αέρας τα μαλλιά. Δεν είναι όμως σίγουρη. Η αναποφασιστικότητα γενικώς τους ταλανίζει όλους: να χωρίσουν ή να παραμείνουν και οι τρεις μαζί;
Μεγάλη κουβέντα ακολουθεί. Τα ποικίλα ενδεχόμενα αναχώρησης ή/και παραμονής ενός ή/και περισσοτέρων μελών της προβληματισμένης τριάδας εξετάζονται διεξοδικά. Τελικά, ποιος είναι ο καλύτερος συνδυασμός; Ο ένας με τον άλλον; Ο ένας με τον έναν από τους δύο; «Ο ένας και με τους δύο. Αν δύο δεν σημαίνει μόνον ένα και ένα». Η απόφαση είναι ομόφωνη. Ο πλουραλισμός νικά: «Οχι πια ένας. Οχι πια δύο. Οχι πια ζευγάρι». Αλλά πώς; «Ζευγαρωμένοι: εγώ, αυτή, εσύ».
Τι κι αν τα χρόνια έφεραν πίκρες; Τι κι αν οι πίκρες ταρακούνησαν τα θεμέλια του τριγώνου; Το μωρό που χάθηκε, για παράδειγμα, δεν έμαθε ποτέ ποιος θα ήταν ο πατέρας του: ο Α ή ο Β; Δεν έχει και τόση σημασία «τώρα που θα φύγουμε όλοι άτεκνοι». Είναι προφανές ότι η προχωρημένη αυτή σχέση έχει φθάσει σε αδιέξοδο. Την έφαγαν οι λέξεις; Η απροσδιόριστη ασθένεια του Α; Τα συχνά ταξίδια του ζεύγους που άφηνε τον εραστή μόνο, να χαϊδεύει υφάσματα; Η αδυναμία τεκνοποίησης; Οι κακοί γιατροί; Η κακή αριθμητική;
Ο κριτικός λόγος δυσκολεύεται να βρει χαρακτηρισμούς για έργα όπως «Η φωνή». Μια σαπουνόπερα για «μορφωμένους», ίσως, όπου οι ερωτικοί αντίζηλοι δεν επιδίδονται σε ακραίες ίντριγκες αλληλεξόντωσης αλλά κάθονται, σαν υπερφίαλοι διανοούμενοι, και συζητάνε με τις ώρες τα θέματά τους μέχρι να τους βρει το σούρουπο της αιωνιότητας. Η τέχνη της βαρύγδουπης ασάφειας είναι το ατού τους. Μιλάνε ακαθόριστα, αλλά και συγκεκριμένα. Τα λένε όλα και δεν αποκαλύπτουν τίποτα. Στοχάζονται τη μοναξιά τους, το εγώ, το εσύ, το αυτό· επικαλούνται το κρυφό νόημα των αριθμών… των φωνών… των εποχών…
Με τα αφτιά της συντονισμένα στις απόμακρες αυτές συχνότητες, η Ρούλα Πατεράκη έστησε μια παράσταση που ενέτεινε ακόμη περισσότερο τον ποιητικοφανή ναρκισσισμό των ηρώων. Ο ένας μετακινεί πέρα δώθε μια γλάστρα με βασιλικό. Ο άλλος διαβάζει καθισμένος σε μια πολυθρόνα. Η τρίτη περιδιαβαίνει ανάμεσά τους, ενώ επεξεργάζεται δήθεν αμέριμνα τα σκηνικά αντικείμενα. Σκορπισμένες στο γυάλινο πάτωμα δεκάδες φωτοτυπίες από διάσημα έργα τέχνης. Οι ηθοποιοί πίνουν λικέρ, χαζεύουν τις φωτοτυπίες και τεμαχίζουν τις φράσεις τους με απαρέγκλιτη μεγαλομανία: όσο πιο πολλές παύσεις τόσο καλύτερα, τόσο πιο σημαντικά ακούγονται όλα, φαίνεται να είναι η σκηνοθετική λογική.

«Η ασθένεια. Να μην… καταλαβαίνεις».
Με αυτό τον εξοντωτικό ρυθμό –όπου όλα διαρκούν τέσσερις φορές περισσότερο από το κανονικό –δεν έχουμε από πουθενά να κρατηθούμε. Τα φυτά αλλάζουν θέσεις, οι μεγάλοι ζωγράφοι διατηρούν σιγή ιχθύος, το ερωτικό τρίγωνο ακκίζεται… Μια φωνή αναδύεται ξάφνου από τα τρίσβαθα των αντοχών μας: έλεος πια με τόση ανοησία!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ