Ο Ολιβιέ Ντεκότ είναι ο διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου. Ο παππούς του, Μορίς Ντεκότ, είχε διατελέσει καθηγητής της Γαλλικής Γλώσσας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών το διάστημα 1957-1962. Ο πατέρας του είχε ζήσει στην Αθήνα. Ο Ολιβιέ, στον οποίο οφείλουμε αυτή την πυκνή ελληνογαλλική συνεργασία που καταγράφεται τον τελευταίο καιρό στον χώρο της τέχνης, ανθολογεί και επιμελείται τώρα την Ανθολογία Σύγχρονης Γαλλικής Ποίησης που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Αγρα. Τριάντα γάλλοι ποιητές μεταφρασμένοι από τους Γιώργο Βέλτσο, Σπύρο Γιανναρά, Μαρία Ευσταθιάδη, Ντένη Ζαχαρόπουλο, Στρατή Πασχάλη και Θανάση Χατζόπουλο. Οι ποιητές καλύπτουν τον 20ό αιώνα, με παλαιότερους τον Υβ Μπονφουά (γεννημένος το 1923) και τον Φιλίπ Ζακοτέ (γεννημένος το 1925) και νεότερους τον Εμμανυέλ Λοζιέ (γεννημένος το 1969) και τη Γιαπωνέζα Ριόκο Σεκιγκούσι (γεννημένη το 1970). Η ανθολογία αυτή έρχεται να προστεθεί στην κλασική πλέον Ανθολογία Γαλλικής Ποίησης του ποιητή Χριστόφορου Λιοντάκη (Καστανιώτης), που η αφετηρία της είναι ο Μποντλέρ.

«Στο τέλος μιλάμε άσχημα / μα θα ήμασταν νεκροί από καιρό αν δεν».
Ο Ολιβιέ Ντεκότ υιοθετεί αυτόν τον στίχο του ανθολογούμενου ποιητή Αντουάν Εμάζ για να δηλώσει ότι η ανθολογία του δεν είναι ένα έργο λογοτεχνικής φιλανθρωπίας. Υιοθετεί τη θέση ότι στη γραφή, στην ποιητική δημιουργία ως μεσολάβηση ανάμεσα στο άτομο και στον κόσμο, «βρίσκεται σήμερα ο ιδανικός χώρος για τον στοχασμό, ένας από τους καλύτερους χώρους για να σκεφτόμαστε ή για να αρνιόμαστε». Ετσι αυτή η ανθολογία είναι (και) μια πράξη πολιτική που μας συνδέει με τη μεγάλη παράδοση της ελληνογαλλικής συνενοχής, από τον Ουγκό και τον Ντελακρουά ως τον Μισέλ Ντεγκύ και τον Ολιβιέ Πυ (γιατί όχι;). Οι 30 ποιητές μάς στέλνουν τα δικά τους λόγια σε μια Ελλάδα που προσδοκά να ξαναπάρει τον λόγο (τουλάχιστον έτσι το βλέπει από την πλευρά του ο ανθολόγος). Από την άποψη αυτή δεν είναι τυχαίο ότι πολλά από τα ποιήματα που ανθολογούνται έχουν γραφεί ειδικά γι’ αυτή την έκδοση, είναι ανέκδοτα και έχουν ελληνικό θέμα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ