ΤΟ ΒΗΜΑ/ The New York Times

Κανείς δεν γνωρίζει τι θα αποφασίσει το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ για την Affordable Care Act (Νόμος για την Προσβάσιμη Περίθαλψη). Όμως μετά τις ακροάσεις αυτής της εβδομάδας, μοιάζει αρκετά πιθανό το δικαστήριο να απορρίψει την διάταξη περί «υποχρεωτικής» ασφάλισης (mandate)- που υποχρεώνει τους ακάλυπτους σήμερα Αμερικανούς να αγοράσουν συμβόλαια ασφάλισης από ιδιωτικές ασφαλιστικές -, αν όχι και ολόκληρο το νόμο. Η απόρριψη της διάταξης περί υποχρεωτικής ασφάλισης θα έκανε τον νόμο λιγότερο αποτελεσματικό, ενώ η απόρριψη ολόκληρου του νόμου θα σήμαινε την άρνηση ασφαλιστικής κάλυψης για τουλάχιστον 30 εκατομμύρια Αμερικανούς.

Με δεδομένη την σοβαρότητα της υπόθεσης, θα περίμενε κανείς από τα μέλη του δικαστηρίου να είναι πολύ προσεκτικοί στις δηλώσεις τους τόσο για την πραγματική κατάσταση στον κλάδο υγείας, όσο και για τα νομικά προηγούμενα. Στην πραγματικότητα όμως η δεύτερη μέρα ακρόασης έδειξε πως οι δικαστές που είναι πιο εχθρικοί προς τον νόμο είναι εκείνοι που είτε δεν καταλαβαίνουν, είτε δεν θέλουν να καταλάβουν, πως λειτουργεί το ασφαλιστικό σύστημα. Και η τρίτη μέρα ήταν κατά κάποιο τρόπο ακόμη χειρότερα, αφού οι «αντιμεταρρυθμιστές» δικαστές φάνηκαν διατεθειμένοι να υιοθετήσουν οποιοδήποτε επιχείρημα, όσο εύθραυστο κι αν ήταν, προκειμένου να «σκοτώσουν» το νομοθέτημα.

Ας αρχίσουμε με την περίφημη δήλωση του δικαστή Αντονίν Σκαλιά, ο οποίος συνέκρινε την αγορά ασφάλισης με την αγορά μπρόκολων, υπαινισσόμενος πως αν η κυβέρνηση μπορεί να σε υποχρεώνει να αγοράζεις ασφάλιση, μπορεί να σε υποχρεώνει να αγοράζεις και μπρόκολα: μια σύγκριση που έκανε τους ειδικούς του κλάδου υγείας σε όλη την Αμερική να φρίξουν, αφού η ασφάλιση και η περίθαλψη ουδεμία σχέση έχουν με τα μπρόκολα.

Γιατί; Διότι όταν οι άνθρωποι επιλέγουν να μην αγοράσουν μπρόκολα, η απόφαση τους αυτή δεν εμποδίζει όποιον επιθυμεί να συνεχίσει να αγοράζει μπρόκολα. Αντίθετα, όταν οι άνθρωποι δεν αγοράζουν ασφάλιση προτού αρρωστήσουν και την χρειαστούν – αυτό, δηλαδή, που συμβαίνει όταν η ασφαλιστική κάλυψη δεν είναι υποχρεωτική για όλους- το αποτέλεσμα είναι η ασφάλιση να καθίσταται πιο ακριβή, και συχνά απροσπέλαστη, για όσους ασφαλίζονται. Το πραγματικό αποτέλεσμα είναι ότι ασφαλιστικό σύστημα που δεν ρυθμίζεται από το κράτος απλά δεν λειτουργεί, και ποτέ δεν λειτούργησε, σε καμία χώρα.

Υπάρχουν δύο τρόποι να αντιμετωπίσεις αυτή την πραγματικότητα. Ο πρώτος είναι να φορολογήσεις τους πάντες – υγιείς και αρρώστους – και να χρησιμοποιήσεις τα έσοδα για να προσφέρεις ασφαλιστική κάλυψη. Αυτό συμβαίνει με τα ισχύοντα προγράμματα Medicare και Medicaid. Ο άλλος είναι να απαιτήσεις από όλους να αγοράσουν κάλυψη, βοηθώντας οικονομικά όσους δεν μπορούν να ασφαλιστούν από μόνοι τους.

Πρόκειται για δυο θεμελιακά αντίθετες προσεγγίσεις; Είναι άραγε συνταγματικά σωστό να φορολογείς όλο τον κόσμο για να χρηματοδοτείς την κοινωνική περίθαλψη, και αντισυνταγματικό το να απαιτείς την αγορά ασφάλισης; Δύσκολο να το πει κανείς – ακόμη και οι νομικοί βρίσκουν παράξενη την παραπάνω διάκριση. Όπως είπε πριν λίγες μέρες ο Τσαρλς Φριντ – ο διορισμένος εκπρόσωπος του Ροναλντ Ρίγκαν στο Ανώτατο Δικαστήριο – σε πρόσφατη συνέντευξη του στην Washington Post: «Ποτέ δεν κατάλαβα γιατί το να υποχρεώσεις, ως κυβέρνηση, κάποιον να αγοράσει κάτι είναι πιο παρεμβατικό από το να υποχρεώνεις όλο τον κόσμο να πληρώνει φόρους για να του προσφέρεις μετά την ίδια υπηρεσία»

Πράγματι, στους συντηρητικούς παλιότερα άρεσε η ιδέα των υποχρεωτικών αγορών ασφάλισης ως εναλλακτική λύση στην φορολογία, και αυτός είναι ο λόγος που η αυθεντική ιδέα της υποχρεωτικής ασφάλισης (mandate) δεν προήλθε από προοδευτικούς, αλλά από το υπερσυντηρητικό ίδρυμα Heritage Foundation.

Υπήρξε λοιπόν κάποια πραγματική αλλαγή σε επίπεδο νομικής θεωρίας; Ο κ.Φριντ πιστεύει ότι πρόκειται για καθαρά πολιτικό ζήτημα – και το ίδιο προκύπτει και από άλλα επιχειρήματα που ακούστηκαν στις ακροάσεις του Ανώτατου Δικαστηρίου.

Προσωπικά μου έκανε μεγάλη εντύπωση το επιχείρημα πως η διάταξη που υποχρεώνει τις τοπικές κυβερνήσεις των πολιτειών να συμμετάσχουν οικονομικά στην επέκταση του συστήματος Medicaid – έστω και σε πολύ μικρό ποσοστό – αποτελεί απαράδεκτο «καταναγκασμό» από πλευράς Ουάσιγκτον. Πρόκειται για ένα αυταπόδεικτα παράλογο επιχείρημα: σε τελική ανάλυση, όλες οι πολιτείες έχουν το δικαίωμα να μην συμμετάσχουν στο σύστημα Medicaid, αν αυτή είναι η επιλογή τους. Ο «καταναγκασμός» στον οποίο αναφέρονται αφορά μόνο το γεγονός ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση δεν παρέχει οικονομική υποστήριξη σε όσες πολιτείες αρνούνται να ακολουθήσουν τους συγκεκριμένους κανόνες λειτουργίας του προγράμματος Medicaid. Από πότε κάτι τέτοιο συνιστά «υποδούλωση» των πολιτειών στην κεντρική κυβέρνηση;

Κι όμως, αρκετοί από τους συντηρητικούς δικαστές φαίνονται αποφασισμένοι να υπερασπιστούν την αντίληψη πως μια επέκταση του προγράμματος με ομοσπονδιακή υποστήριξη, στην οποία οι πολιτείες επιλέγουν να συμμετάσχουν επειδή θα λάβουν μεγάλα ομοσπονδιακά ποσά γι’ αυτό, αποτελεί κατάχρηση εξουσίας, μόνο και μόνο επειδή οι πολιτείες αποκτούν «εξάρτηση» από αυτά τα κονδύλια. Η δικαστής Σόνια Σοτομαγιόρ δεν καταλαβαίνει καθόλου αυτό το επιχείρημα: «Είναι σαν να λέμε στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση πως, όσο μεγαλύτερο είναι το πρόβλημα, τόσο μικρότερη είναι η εξουσία σου για να το λύσεις». Και έχει δίκιο: είναι ένα παράλογο επιχείρημα – εκτός αν σκοπός σου είναι από την αρχή να «σκοτώσεις» την ασφαλιστική μεταρρύθμιση χρησιμοποιώντας οποιοδήποτε διαθέσιμο επιχείρημα.

Όπως είπα στην αρχή, κανείς δεν ξέρει τι θα αποφασιστεί τελικά. Αλλά είναι δύσκολο να μην νιώσεις ένα κακό προαίσθημα – και να μην ανησυχείς πως η ήδη τραυματισμένη εμπιστοσύνη του αμερικανικού λαού προς το Ανώτατο Δικαστήριο ως υπερκομματικό όργανο πρόκειται να δεχτεί άλλο ένα ισχυρό πλήγμα.