Αλλιώς φανταζόμουνα να κλείσει ο διάλογος για τον Ηρόδοτο, που άρχισε με τρεις. Εντέλει έμεινα μόνος με το φάντασμα του πιο μοντέρνου ιστορικού της ελληνικής αρχαιότητας, που η πρώτη του επίσκεψη με βρήκε στις αρχές της δεκαετίας του εξήντα σε δύο διαδοχικές δοκιμές (διατριβή και υφηγεσία). Τις προάλλες ωστόσο προέκυψε μια όψιμη ηροδότεια επίσκεψη, με διπλή αφορμή: τη φιλοσοφία (πλατωνικός Τίμαιος) και τη σύγχρονη ιστορία (ανάμεσα στις συμπληγάδες της Αποκάλυψης και της Ουτοπίας). Δεν φτούρησε όμως, όσο περίμενα, η πρόσφατη αυτή συνομιλία, και εξελίσσεται σήμερα σε αμήχανο μονόλογο.
Με μετρονόμο έναν κλεμμένο πάλι τίτλο, που εξερευνά τις προβληματικές σχέσεις ανάμεσα στις λέξεις και στα πράγματα. Τις οποίες πρώτος, όσο ξέρω, τις εντόπισε, με τον τρόπο του βέβαια, ο ιδιοφυής πατέρας της ιστορίας από την Αλικαρνασσό, ταξιδεμένος σ’ ανατολή και δύση, νότο και βορρά, για να ιστορήσει τη γνώση που συμμάζευε. Θα ακολουθήσουν προσεχώς δικά του παραδείγματα, αφού προηγούμενως γίνει λόγος για κάποιες επικές καταβολές της ριζικής αυτής ανθρωπολογικής υπόθεσης. Με την προϋπόθεση ότι κάτω από τον όρο «λέξεις» υπονοούνται κυρίως κρίσιμες ονομασίες. Απόπειρες δηλαδή να εξονομαστούν, για να τιθασευτούν, σκοτεινές ανθρώπινες εμπειρίες, ενμέρει ή ενόλω ανεξήγητες.
Οπως συμβαίνει λόγου χάριν με τις λέξεις «ύπνος» και «θάνατος», χωρισμένες ή ζευγαρωμένες, στα δύο ομηρικά έπη και στη Θεογονία του Ησιόδου. Στην Ιλιάδα θεοί και θνητοί κοιμούνται ή αγρυπνούν, αναλόγως. Ο ύπνος είναι ο κανόνας, η αγρυπνία εξαίρεση. Ζήτημα θανάτου για τους ιλιαδικούς θεούς δεν υφίσταται. Ο θάνατος είναι ο κλήρος που ορίζει και διαχωρίζει στο κεφάλαιο αυτό τη μοίρα των ανθρώπων: αθάνατοι οι θεοί, θνητοί οι άνθρωποι. Πρόκειται για δύο ονομασίες που δεν ζευγαρώνουν, άμεσα τουλάχιστον, μεταξύ τους στο ιλιαδικό έπος, με μία μόνο εξαίρεση.
Οπου ο Υπνος και ο Θάνατος συναδελφώνουν (με κεφαλαίο μάλιστα το πρώτο γράμμα τους) τις δύο εννοούμενες υποστάσεις. Οι οποίες υποκινούνται από τον Δία και εμφανίζονται, με διαμεσολαβητή τον Απόλλωνα, μεταφέροντας τον νεκρό Σαρπηδόνα στη μακρινή Λυκία για την έντιμη ταφή του. Παραθέτω σε δική μου μετάφραση τους οικείους στίχους από την «Πατρόκλεια» (ραψωδία Π, 665-675):

Οπότε ο νεφεληγερέτης Δίας γύρισε στον Απόλλωνα και παραγγέλλει: / «Εφτασε η ώρα, Φοίβε, να κατεβείς στον ομαλό. Από τα βέλη / γλίτωσε τον Σαρπηδόνα, καθάρισε από το μαύρο αίμα το κορμί του, / έπειτα το νεκρό του σώμα αναλαμβάνοντας, απόμακρα, / στου ποταμού τα ρείθρα, οδήγησε, κι εκεί τον λούζεις, τον μυρώνεις / με μύρο θεϊκό, και του φοράς άφθαρτο ρούχο. Μετά τον εμπιστεύεσαι / στους δίδυμους γοργούς ταξιδευτές, τον Υπνο και τον Θάνατο, / στα χέρια τους να τον σηκώσουν, και φτάνοντας στην ώρα τους, / στο εύφορο χώμα της ευρύχωρης Λυκίας να απιθώσουν.»
Παραμένοντας στην Ιλιάδα, ένα δεύτερο παράδειγμα, έμμεσης τώρα συνεύρεσης ύπνου και θανάτου. Βρισκόμαστε στην αρχή της εικοστής τρίτης ραψωδίας. Ο Αχιλλέας εξοντωμένος από τον φόνο και τον διασυρμό του Εκτορα, γέρνει στην αμμουδιά της θάλασσας, όπου αργά νήδυμος ύπνος χαλαρώνει τα τεντωμένα μέλη του. Και τότε, μέσα στον ύπνο του, παρουσιάζεται απαράλλακτο το είδωλο του αγαπημένου εταίρου.
Γυρεύει από τον φίλο να τον θάψει και μιαν υπόσχεση: να σμίξουν τα λευκά του οστά στην ίδια υδρία με του φίλου του, όταν κι αυτός πέσει νεκρός. Ο Αχιλλέας, ενύπνιος, υπόσχεται και ικευτεύει: Ελα όμως τώρα πιο κοντά, ν’ αγκαλιαστούμε μεταξύ μας, / τον άγριο θρήνο μας μαζί να τον γευτούμε. Αλλά ο ποθητός τους εναγκαλισμός θα παραμείνει ανέφικτος: το είδωλο του Πατρόκλου γίνεται καπνός και τρίζοντας βυθίζεται κάτω από το χώμα.
Που πάει να πει: ύπνος και θάνατος μπορεί να συνομιλούν μεταξύ τους, αλλά δεν γίνεται να εναγκαλιστούν. Χωρισμός που επικυρώνεται με σπαραχτικό τρόπο και στη «Νέκυια» της Οδύσσειας, μεταξύ τώρα μάνας και γιου: είδωλο εκείνη στον κάτω κόσμο, πίνει αίμα και αποκρίνεται στα κρίσιμα ερωτήματα του γιου της, που βρέθηκε αφύσικα στον κάτω κόσμο ζωντανός. Οταν όμως απλώνει χέρι να την αγκαλιάσει, ο εναγκαλισμός μένει μετέωρος: ίσκιος ασώματος η Αντίκλεια σαν όνειρο πετά και χάνεται.
Στην ησιόδεια Θεογονία ο Υπνος και ο Θάνατος, δίδυμοι γιοι της μαύρης Νύχτας, αναλαμβάνουν ρόλο αντίστροφο. Ησυχος και γλυκός ο Υπνος, περιφέρεται στη γη και προσφέρεται στον άνθρωπο. Ενώ ο Θάνατος με ανελέητη, ατσάλινη καρδιά, σ’ όποιον θνητό απλώσει μια φορά το χέρι του, με τίποτα δεν ξεκολλά.
Αλλιώς φαντάζεται το ζεύγος «ύπνος – θάνατος» ο Ηρόδοτος. Θα δούμε πώς σε μια βδομάδα, αν δεν γυρίσει ανάποδα ο τόπος.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ