TO BHMA – NEW YORK TIMES
Το «Είμαστε το 99%» είναι ένα εξαιρετικό σύνθημα. Διατυπώνει σωστά το πρόβλημα ως «η μεσαία τάξη εναντίον της ελίτ» (αντίθετα προς το «η μεσαία τάξη εναντίον των φτωχών»). Επίσης πηγαίνει παραπέρα από την ευρέως διαδεδομένη αλλά λανθασμένη άποψη ότι η αυξανόμενη ανισότητα έχει να κάνει κυρίως με το ότι οι πιο μορφωμένοι τα πάνε καλύτερα από τους λιγότερο μορφωμένους. Οι μεγάλοι κερδισμένοι σήμερα είναι μια χούφτα σούπερ-πλούσιων και όχι οι απόφοιτοι πανεπιστημίου γενικώς.
Μάλιστα το ποσοστό 99% στοχεύει υπερβολικά χαμηλά. Μεγάλο μέρος των κερδών του 1% πήγε στην πραγματικότητα σε μια ακόμη μικρότερη ομάδα, στο κορυφαίο 0,1% _ το πλουσιότερο ένα τοις χιλίοις του πληθυσμού.
Και ενώ στις ΗΠΑ οι Δημοκρατικοί επιθυμούν αυτή η σούπερ ελίτ να συμβάλει στη μακροχρόνια μείωση του ελλείματος, οι Ρεπουμπλικανοί θέλουν να μειώσουν την φορολογία της σούπερ-ελίτ ενώ κάνουν περικές στο κράτος πρόνοιας και στο σύστημα υγείας στο όνομα της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Η τελευταία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κογκρέσου για τις ανισότητες δεν κοίταξε εντός του κορυφαίου 1%, όμως η προηγούμενη κατέληξε ότι από το 1979 ως το 2005 το εισόδημα των Αμερικανών της μεσαίας τάξης αυξήθηκε κατά 21%. Η αντίστοιχη αύξηση του πλουσιότερου 0,1% ήταν 400%.
Στο μεγαλύτερο μέρος τους τα τεράστια αυτά κέρδη αντικατοπτρίζουν μια κατακόρυφη άνοδο στο εισόδημα της σούπερ ελίτ. Υπήρξαν όμως και φορολογικές μειώσεις που ευνόησαν τους πλούσιους. Ειδικότερα, η φορολογία κερδών κεφαλαίου είναι σήμερα πολύ χαμηλότερη απ’ όσο το 1979 _ και το πλουσιότερο ένα τοις χιλίοις των Αμερικανών λαμβάνει τα μισά από τα συνολικά κέρδη κεφαλαίου.
Γιατί λοιπόν οι Ρεπουμπλικανοί ζητούν περισσότερες μειώσεις στη φορολόγηση των πολύ πλούσιων ενώ την ίδια στιγμή κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τα ελλείματα και απαιτούν δραστικές περικοπές στα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης;
Η συνηθισμένη απάντηση _ εκτός από τις κραυγές «ταξικός πόλεμος!» _ είναι ότι η σούπερ ελίτ αποτελεί «δημιουργό θέσεων εργασίας» _ δηλαδή, έχει ειδική συμβολή στην οικονομία. Αυτό δεν στέκει από οικονομικής πλευράς. Δεν θα έστεκε ακόμη και αν η Αμερική είχε την τέλεια ιδεατή αγορά των συντηρητικών φαντασιώσεων.
Αλλωστε σε μια ιδεατή οικονομία της αγοράς, κάθε εργαζόμενος θα πληρωνόταν ανάλογα με το πόσο συμβάλει στην οικονομία, ούτε λιγότερο ούτε περισσότερο. Αυτό θα ίσχυε εξίσου για τους εργαζόμενους που κερδίζουν 30.000 δολάρια τον χρόνο και για τα στελέχη που κερδίζουν 30 εκατ. δολάρια ετησίως. Δεν θα υπήρχε λόγος να θεωρήσουμε ότι η συνεισφορά εκείνων που κερδίζουν 30 εκατ. αξίζει ειδική μεταχείρηση.
Οι πλούσιοι μπορούν _ και θα έπρεπε, από την άποψη του 99% _ να πληρώνουν σημαντικά περισσότερους φόρους, όχι να τους προσφέρονται ακόμη μεγαλύτερες φοροαπαλλαγές λόγω των θαυμάσιων πραγμάτων που υποτίθεται ότι κάνουν.
Ομως, θα μου πείτε, μερικοί από τους πολύ πλούσιους πλούτισαν παράγοντας καινοτομίες οι οποίες έχουν πολύ μεγαλύτερη αξία για τον κόσμο απ’ όσο το εισόδημά τους. Βεβαίως, αν όμως δείτε ποιοι αποτελούν το 0,1% θα καταλήξετε στο συμπέρασμα ότι τα μέλη της σούπερ ελίτ είναι υπερβολικά καλοπληρωμένα, και όχι κακοπληρωμένα, γι’ αυτό που κάνουν.
Ποιοι αποτελούν το 0,1%; Ελάχιστοι είναι καινοτόμοι τύπου Στιβ Τζομπς. Οι περισσότεροι είναι ηγετικά στελέχη επιχειρηματικών ομίλων και ισχυροί παίκτες του χρηματοοικονομικού τομέα. Πρόσφατη έρευνα βρήκε ότι το 43% της σούπερ ελίτ είναι στελέχη σε εταιρείες εκτός του χρηματοοικονομικού τομέα, το 18% είναι στον χρηματοοικονομικό τομέα και ένα 12% είναι δικηγόροι ή δραστηριοποιούνται στον κλάδο ακινήτων. Δεν κάνουν δηλαδή επαγγέλματα στα οποία υπάρχει σαφής σχέση ανάμεσα στο εισόδημα και την οικονομική συμβολή.
Οι αποδοχές των στελεχών εκτοξεύτηκαν στα ύψη τις τελευταίες δεκαετίες. Οι διευθύνοντες σύμβουλοι με κακές επιδόσεις λαμβάνουν πλουσιοπάροχες αποδοχές ενώ ακόμη και τα αποτυχημένα στελέχη που απολύονται αποζημιώνονται συχνά με εκατομμύρια.
Εν τω μεταξύ, η οικονομική κρίση έδειξε ότι πολλή από την φαινομενική αξία που δημιούργησαν οι σύγχρονες χρηματοπιστωτικές πρακτικές ήταν μια ψευδαίσθηση. Τα υψηλά κέρδη πριν την κρίση αντικατόπτριζαν απλώς το αυξημένο ρίσκο _ ρίσκο το οποίο έπαιρναν κυρίως όχι οι ισχυροί παίκτες του χρηματοοικονομικού τομέα αλλά είτε οι αφελείς επενδυτές είτε οι φορολογούμενοι οι οποίοι έμειναν με τη χασούρα στο χέρι όταν όλα πήγαν στραβά. Οπως παρατήρησε πικρόχολα διευθυντής της Τράπεζας της Αγγλίας, «αν το να παίρνει κάποιος ρίσκο ήταν μια δραστηριότητα προστιθέμενης αξίας, οι παίκτες της ρωσικής ρουλέτας θα συνέβαλαν δυσανάλογα στην παγκόσμια ευημερία».
Πρέπει λοιπόν το 99% να μισεί το 0,1%; Οχι, καθόλου. Πρέπει όμως να αγνοεί την προπαγάνδα περί «δημιουργών θέσεων εργασίας» και να απαιτεί να πληρώνει η σούπερ ελίτ σημαντικά περισσότερους φόρους.