Προτού αξιολογήσει κανείς τη νέα κυβέρνηση, αξίζει να αναρωτηθούµε για το πραγµατικό πολιτικό γεγονός του τελευταίου δεκαπενθηµέρου: την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου.

Η πτώση µιας κυβέρνησης είναι ένα εντελώς ασύνηθες φαινόµενο για τα πολιτικά ήθη της Μεταπολίτευσης. Σε τριά ντα επτά χρόνια συνέβη µόνο δύο φορές. * Μια πρώτη φορά το 1993, όταν η κυβέρνηση Μητσοτάκη παραιτήθηκε µετά την ουσιαστική απώλεια της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας.

* Και µια δεύτερη τώρα, όταν η κυβέρνηση Παπανδρέου παραιτήθηκε χωρίς να έχει χάσει τυπικά την κοινοβουλευτική πλειοψηφία.

Σύµπτωση της τύχης: και τις δύο φορές (αν και µε διαφορετικές διαδικασίες) µοχλός της ανατροπής ήταν ο Αντ. Σαµαράς.

Το ερώτηµα λοιπόν «γιατί έπεσε ο Παπανδρέου» δεν είναι καθόλου απλό. Και νοµίζω ότι έχει ευρύτερη παιδαγωγική σηµασία να συζητήσουµε σοβαρά πώς οδηγήθηκαν στην παραίτηση και στην αποχώρηση ένας εκλεγµένος πρωθυπουργός και µια νόµιµη κυβέρνηση.

Ηδη έχουν διατυπωθεί δύο ερµηνείες.

Η πρώτη ερµηνεία διατυπώθηκε (εµµέσως) από τον ίδιο τον παθόντα. Στη συνεδρίαση της ΚΟ του ΠΑΣΟΚ, όπου αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί για το δηµοψήφισµα, παρέθεσε έναν µακρύ κατάλογο συµφερόντων που (κατά την εκτίµησή του) τον διώκουν, µε πρώτες τις τράπεζες και διάφορους επιχειρηµατίες που θέλουν να επιστρέψουν στη δραχµή. Ο παντελώς άγνωστος αλλά προσκείµενος στον Παπανδρέου βουλευτής Παρασύρης µίλησε ακόµη και για «συµµορίες».

Η δεύτερη ερµηνεία διατυπώθηκε ευθέως από ένα «αντιπαπανδρεϊκό» µπλοκ, κυρίως στον χώρο του Τύπου. Υποστήριξε ότι ο Παπανδρέου υπέστη τη µοίρα ενός κλειστού κυκλώµατος, το οποίο κυβέρνησε σε συνθήκες υφαρπαγής της εξουσίας. Το κύκλωµα αυτό, κατά τους υποστηρικτές της ερµηνείας, φυσιολογικά κατέρρευσε µόλις αποδυναµώθηκε η προσωπική νοµιµοποίηση του ανθρώπου στο όνοµα και υπό τη σκέπη του οποίου ασκούσε την εξουσία.

Θεωρώ και τις δύο ερµηνείες αστήρικτες και επιφανειακές – για να µην πω ιδιοτελείς…

Αφενός, ουδείς µπορεί να ισχυριστεί ότι τα οιαδήποτε συµφέροντα έβαλαν στο µυαλό του Παπανδρέου να γονατίσει την Ελλάδα στους φόρους, να εξαγγείλει δηµοψήφισµα ή να προτείνει για πρωθυπουργό τον Πετσάλνικο. Ολα δηλαδή τα πολιτικά βήµατα που οδήγησαν στην πτώση της κυβέρνησης προήλθαν από αποφάσεις που ελευθέρως και ανεµπόδιστα έλαβε ο ίδιος ο πρωθυπουργός της.

Αφετέρου, πάντα τα προσωποκεντρικά κυκλώµατα εξουσίας είναι κλειστά. Ο κάθε πρωθυπουργός, απ’ όσο θυµάµαι, διαθέτει παραγιούς και παρατρεχάµενους που διαχειρίζονται την εξουσία στο όνοµά του ή διάφορα αµφιλεγόµενα πρόσωπα που επωφελούνται της εµπιστοσύνης του. ∆εν είναι κάτι καινούργιο, ούτε το εφηύρε ο Γ. Παπανδρέου.

∆εν υπάρχει, συνεπώς, κανένας λόγος να υποθέσουµε ότι τέτοια φαινόµενα έβλαψαν περισσότερο από το παρελθόν. Ακόµη κι αν τώρα η δόση οικογενειακού νεποτισµού ήταν ιδιαίτερα ισχυρή: ουδέποτε άλλοτε η Ελλάδα γνώρισε τόσους «κηπουρούς» του πρωθυπουργού σε θέσεις πολιτικής ευθύνης.

Προτείνω λοιπόν να αφήσουµε πίσω µας και τις δύο αυτές ιδιοτελείς ερµηνείες. Και να επικεντρωθούµε (µε την ανεκτίµητη µέθοδο της ορθολογικής προσέγγισης που µας κληροδότησε ο Γουλιέλµος του Οκαµ ) στο προφανές: ο Παπανδρέου έπεσε επειδή απέτυχε.

Και έπεσε όταν η αποτυχία κατέστη ανεπανόρθωτη και στα δύο επίπεδα όπου δοκιµάστηκαν ο ίδιος και η κυβέρνησή του.

Πρώτα στο εσωτερικό. Η πολιτική του µνηµονίου αλλά και οι καθυστερήσεις ή οι παλινωδίες στην εφαρµογή της παρήγαγαν ένα τεράστιο κοινωνικό κόστος χωρίς κανένα οικονοµικό αποτέλεσµα. Η χώρα βρίσκεται σήµερα σε πολύ χειρότερη οικονοµική κατάσταση από αυτή στην οποία βρισκόταν το 2009, όταν την παρέλαβε η κυβέρνηση Παπανδρέου. Επιπροσθέτως, η συνοχή της κοινωνίας έχει διαρραγεί και η ανοµία έχει πάρει τον χαρακτήρα γενικού φαινοµένου. Αυτή ακριβώς η κατάσταση οδήγησε την κυβέρνηση στα πρόθυρα µιας κοινοβουλευτικής ανατροπής από την οποία διεσώθη µόνο χάρη στη διαβεβαίωση ότι θα φύγει οικειοθελώς.

Υστερα στο εξωτερικό. Οι αρχικές θετικές εντυπώσεις για την κυβέρνηση και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό διαλύθηκαν πολύ σύντοµα και τις διαδέχθηκε µια συνεχής γκρίνια για αναποφασιστικότητα και αναποτελεσµατικότητα.

Τον Σεπτέµβριο πλέον, οι εταίροι µας αντιλαµβάνονται ότι το ελληνικό πρόγραµµα έχει αποτύχει – χωρίς βεβαίως να αναγνωρίζουν τις ευθύνες τους σε αυτή την αποτυχία… Και το δηµοψήφισµα ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Τότε καταλήγουν στο συµπέρασµα ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν είναι µόνο αναποτελεσµατική αλλά και απρόβλεπτη και αναξιόπιστη – ενδεχοµένως και επικίνδυνη…

Η αντίστροφη µέτρηση ολοκληρώθηκε µε αργόσυρτο και βασανιστικό τρόπο. Με την άπελπι και αποτυχηµένη προσπάθεια του «πρωθυπουργικού περιβάλλοντος» να διασώσει κάποιο µερίδιο εξουσίας στο πρόσωπο ενός ακόµη «κηπουρού».

Και µε το αναπόφευκτο συµπέρασµα του δράµατος να είναι και το απλούστερο: η κυβέρνηση Παπανδρέου έπεσε επειδή δεν µπορούσε πια να σταθεί.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ