TO BHMA/ Τhe Project Syndicate

Οι δογματικοί πιστοί της Κεντρικής Τράπεζας βρίσκονται σε σύγχυση. Πώς μπορεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, ένας θεσμός βασισμένος στα γερμανικά ιδεώδη, να αγοράζει σωρηδόν κρατικά ομόλογα που εκδίδουν πέντε από τα 17 μέλη της; Γιατί αυτή η νομισματική αρχή ενεργεί σαν μια δημοσιονομική υπηρεσία; Μήπως η ΕΚΤ δεν είναι πλέον ένα πολιτικά ανεξάρτητο και λειτουργικά αυτόνομο όργανο που ασχολείται με την καταπολέμηση του πληθωρισμού και την προστασία του νομίσματος;

Η απάντηση είναι και ναι και όχι. Και αυτή η απάντηση επιβεβαιώνει την ενοχλητική πραγματικότητα των σύγχρονων κεντρικών τραπεζών. Επιπλέον, ρίχνει φως στην τελική του δράματος που φαίνεται να διαμορφώνεται σε μια ευρωζώνη, όπου κυριαρχεί η σύγχυση και η αστάθεια.

Ένας θαλασσινός παραλληλισμός θα εξηγούσε εν μέρει αυτό το πολύπλοκο ζήτημα. Φανταστείτε πως ένα σκάφος της ακτοφυλακής καλείται να διασώσει μια βάρκα που κινδυνεύει. Στη διάρκεια της διάσωσης, το σκάφος βλέπει ότι πρέπει να σώσει και δύο άλλες μεγαλύτερες βάρκες, πράγμα που κάνει όμως αφού ο καπετάνιος λάβει διαβεβαιώσεις ότι ένα μεγαλύτερο πλοίο θα σπεύσει προς βοήθεια.

Στο μεταξύ, το πλήρωμα του σκάφους ασχολείται με τους πανικοβλημένους επιβάτες. Η θάλασσα αγριεύει ακόμα περισσότερο και το σκάφος είναι τόσο υπερφορτωμένο που κάποιοι αξιωματικοί ασκούν κριτική στον καπετάνιο, που ξανακάνει έκκληση για βοήθεια. Δυστυχώς, το πλοίο φαίνεται να έχει μιας συγκεχυμένη αίσθηση καθήκοντος και μια σαφή έλλειψη τρόπου αντιμετώπισης μιας έκτακτης ανάγκης.

Όλοι ελπίζουν ότι το μεγαλύτερο πλοίο θα έρθει να σώσει την κατάσταση. Το επίφοβο είναι ότι μπορεί να μην το κάνει. Και το ερώτημα που προκύπτει είναι το κατά πόσο το πλήρωμα του σκάφους είναι αποφασισμένο να πάρει την αδιανόητη απόφαση να πετάξει κάποιον στη θάλασσα για να ελαφρύνει το σκάφος και να σωθούν οι υπόλοιποι.

Μια δυο λόγια, αυτή είναι η σημερινή κατάσταση της ΕΚΤ. Το αποτέλεσμα είναι αβέβαιο και θα έχει αρκετές συνέπειες όχι μόνο για την Ευρώπη, αλλά και για μια παγκόσμια οικονομία που βρίσκεται εν μέσω μιας συγχρονισμένης επιβράδυνσης και βασίζεται σε μια άγκυρα έτοιμη να σπάσει, εξαιτίας της πρόσφατης κρίσης με την οροφή χρέους στην Αμερική και της ταπεινωτικής απώλειας της πιστοληπτικής της ικανότητας που μέχρι τώρα αξιολογούνταν με «ΑΑΑ».

Η ΕΚΤ έχει ήδη αγοράσει σχεδόν 100 δισεκατομμύρια ευρώ κρατικών ομολόγων των περιφερειακών οικονομιών και έχει δεσμευτεί να αγοράσει πολλά περισσότερα στο μέλλον. Επιπλέον, έχει αποκτήσει ακόμη περισσότερα αποδεχόμενη κρατικά ομόλογα ως ενέχυρα, μέσω των λεγόμενων πράξεων repo, προκειμένου να παράσχει ενέσεις ρευστότητας στις ετοιμόρροπες τράπεζες – συναλλαγές που η ίδια χαρακτηρίζει «προσωρινές και αναστρέψιμες».

Είναι ξεκάθαρο ότι το 2009 η ΕΚΤ, ενώ μπορούσε, δεν επέλεξε να κηρύξει την Ελλάδα οριστικά χρεοκοπημένη: προτίμησε να κάνει λόγο για προσωρινή αφερεγγυότητα της Ελλάδας, φοβούμενη τις παράπλευρες απώλειες για την υπόλοιπη ευρωζώνη. Καθυστέρησε, με την ελπίδα ότι τα πιο ευάλωτα μέλη της ευρωζώνης θα ενίσχυαν τις άμυνες τους για να αποφύγουν τη μετάδοση του προβλήματος από την Ελλάδα στις χώρες τους.

Μ’ αυτή την έννοια μπορούμε να πούμε ότι η ΕΚΤ υπήρξε ιδιαίτερα ευκολόπιστη, αφού θεώρησε ότι οι περιφερειακές οικονομίες θα έπαιρναν μέτρα αυστηρής δημοσιονομικής λιτότητας, παρά τις επίφοβες προοπτικές ανάπτυξης και τη γενική έλλειψη ανταγωνιστικότητας. Επιπλέον, πίστευε πως οι ισχυρές χώρες του πυρήνα της ευρωζώνης θα μπορούσαν να την ανακουφίσουν από το βάρος του αυξανόμενου κόστους διάσωσης.

Αλλά ακόμα και αν η ΕΚΤ έχει απεριόριστη υπομονή, ο υπόλοιπος κόσμος δεν έχει. Οι αγορές κατανοούν πως η ΕΚΤ δε μπορεί πάντα να υποκαθιστά άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες, με αποτέλεσμα να αμφισβητούν τη στρατηγική που έχει χαραχθεί. Χωρίς τη βοήθεια των άλλων κυβερνητικών υπηρεσιών, οι πρωτόγνωρες ενέργειες της ΕΚΤ θα είναι μια γέφυρα στο πουθενά.

Όπως και νά ‘χει, η ΕΚΤ αλλά και η Ευρώπη είναι υποχρεωμένες να δώσουν ένα τέλος που δε θα αργήσει, με τρία πιθανά σενάρια.

Η πρώτη εναλλακτική είναι η άτακτη διάλυση της ευρωζώνης. Μόνον οι λάτρεις του χάους θα ήθελαν αυτή την κατάληξη, αλλά δεν αποκλείεται, αν οι κυβερνήσεις των χωρών του πυρήνα εξακολουθήσουν να είναι διστακτικές με την κατάρτιση των ισολογισμών τους αν οι κυβερνήσεις των περιφερειακών οικονομιών εγκαταλείψουν τις προσπάθειές τους για δημοσιονομικές μεταρρυθμίσεις και αν οι κοινωνίες πάψουν να ανέχονται την οικονομική στασιμότητα, τα υψηλά ποσοστά ανεργίας και τη μέτρα λιτότητας.

Το δεύτερο σενάριο, που όπως υποστηρίζουν οι πολιτικοί επιστήμονες και οι οραματιστές είναι και το προτιμότερο, προβλέπει τη δημιουργία μιας μεγαλύτερης δημοσιονομικής ένωσης με τα 17 μέλη της ευρωζώνης ή, για να μιλήσουμε χωρίς περιστροφές, την προθυμία της Γερμανίας να κάνει ό,τι έκανε και με την Ανατολική Γερμανία, δηλαδή να πάρει στα χέρια της τον έλεγχο τα χρόνια που έρχονται. Σε αντάλλαγμα, η Γερμανία θα επέμενε για μεταρρυθμίσεις στην οικονομική διακυβέρνηση, γεγονός που θα ανάγκαζε άλλα μέλη της ευρωζώνης να παραδώσουν ορισμένα από τα εθνικά δημοσιονομικά τους δικαιώματα και προνόμια.

Η τρίτη λύση, που έχει στηριχθεί από πολλούς οικονομολόγους, περιλαμβάνει τη δημιουργία μιας μικρότερης και οικονομικά πιο συνεκτικής ευρωζώνης, που θα αποτελείται από τις χώρες του πυρήνα και ορισμένα μέλη της περιφέρειας και θα αποτελεί μια αυστηρότερη δημοσιονομική ένωση, με πιο αξιόπιστες άμυνες ενάντια στη μετάδοση των κρίσεων. Για να πραγματοποιηθεί αυτή η διαδικασία, 2-3 περιφερειακές οικονομίες θα πρέπει να κάνουν ένα διάλειμμα από το ευρώ, οδηγούμενες άμεσα σε οικονομική αβεβαιότητα με πρόσβαση σε ένα ευρύτερο φάσμα μέσων για την αντιμετώπιση της κρίσης χρέους και της έλλειψης ανταγωνιστικότητας.

Αν και η τελευταία πράξη είναι κοντά, δε μπορούμε να προβλέψουμε ποια εναλλακτική θα επικρατήσει. Θα εξαρτηθεί από τις αποφάσεις που θα πάρουν οι πολιτικοί ηγέτες, που αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζουν χαμηλά ποσοστά δημοτικότητας, ισχυρές αντιδράσεις και ανεπάρκεια συντονισμού.

Η άποψή μου είναι ότι τελικά οι πολιτικοί θα επιλέξουν μια αδύναμη αλλά μεγάλη δημοσιονομική ένωση, αλλά δε θα μπορέσουν να εφαρμόσουν την λύση, με αποτέλεσμα ότι μετά από μια περίοδο δραματικής αστάθειας, θα προκύψει μια μικρότερη, αλλά πιο ισχυρή νομισματική ένωση, ενώ η Ευρώπη θα αποφύγει την κατάρρευση του ευρώ και μια συνολική διάλυση της ευρωζώνης.

Όπως και νά ‘χει, το επικείμενο φινάλε δε θα είναι ούτε απλό ούτε ομαλό. Αν η ΕΚΤ το είχε συνειδητοποιήσει πριν το ξέσπασμα της κρίσης χρέους στην Ευρώπη, θα μπορούσε να έχει αποφύγει τους τόσους κινδύνους για τον ισολογισμό και το κύρος της. Ίσως, όμως, και να μη μπορούσε να κάνει αλλιώς, όπως ακριβώς και ένα σκάφος διάσωσης δεν έχει την επιλογή να παραμείνει στο λιμάνι για να μην κινδυνεύσει.