Η ροπή μας προς τη μυθοποίηση είναι ακατάσχετη. Αυτό δείχνει η εμφύλια σύγκρουση πολιτισμών που μαίνεται τα τελευταία χρόνια ανάμεσα στα δύο μέτωπα του ελληνικού ιστοριογραφικού φονταμενταλισμού: στους εθνικιστές και στους αντιεθνικιστές.

Τη σύγκρουση καθιστά φαινόμενο μοναδικό η ιδιοτυπία της. Διότι στην πρώτη γραμμή των δύο παρατάξεων βρίσκονται δύο ομάδες φανατικών εντελώς ανόμοιες μεταξύ τους: οι μουτζαχεντίν της λαϊκής εθνικοθρησκευτικής πρόσληψης της ελληνικής ιστορίας, αφενός, και οι ζηλωτές της υπερμοντέρνας θεωριοκρατούμενης ιστοριογραφίας, αφετέρου. Χαρακτηρίζω φανατικούς και τους δεύτερους όχι μόνο για την ιδεολογηματική τους αντίληψη της πριν από το 1800 ελληνικής ιστορίας, που τους έχει οδηγήσει στην κατασκευή νέων μύθων, ανάλογων με τους μύθους των αντιπάλων τους, που δεν είναι ιστορικοί, αλλά και για το πάθος με το οποίο τους αντιμάχονται, πάθος ανάρμοστο σε ιστορικούς, που έργο τους είναι η ψύχραιμη και αμερόληπτη μελέτη της ιστορίας.

Σε αυτή τη σύγκρουση δύο είναι τα κύρια θύματα: η ιστορική πραγματικότητα και η σοβαρή ιστοριογράφησή της. Επειδή αυτά τα δύο είναι ένα, οι απόψεις του Νίκου Σβορώνου για τη διαμόρφωση του νέου ελληνισμού ας δούμε τι έχουν υποστεί.

Να είναι άραγε τυχαίο το ότι οι δύο αντίπαλες παρατάξεις σε ένα μόνο ομονοούν: στην παρουσίαση των επί του θέματος θέσεων του Σβορώνου ως θέσεων ουσιοκρατικών; Παραμόρφωσή τους που υπαγορεύεται από τον ζήλο των εθνικιστών να δείξουν ότι οι πεποιθήσεις τους για την αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια του ελληνισμού επιβεβαιώνονται από τις απόψεις ενός επιφανούς ιστορικού· και από την εξίσου περίπαθη επιθυμία των εν λόγω ιστορικών να επιβάλουν την άποψη ότι το νεοελληνικό έθνος δεν υπήρχε πριν από την Επανάσταση, επειδή πιστεύουν στη θεωρία ότι δεν είναι το έθνος εκείνο που γεννάει τον εθνικισμό (ο οποίοςσυμπεραίνει κανείς- γεννιέται από παρθενογένεση) αλλά ότι είναι ο εθνικισμός εκείνος που γεννάει το έθνος.

Ετσι και οι παρθενογενεσιακοί ιστορικοί παρουσιάζουν τον Σβορώνο να υποστηρίζει την άποψη της αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας του ελληνισμού, άποψη που θεωρούν ουσιοκρατική, επειδή είναι βέβαιοι ότι η πεποίθηση πως μπορεί να υπάρχει μακρά συνέχεια ενός έθνους, είτε ιστορική είτε πολιτισμική, προϋποθέτει εξ ορισμού την πίστη στην ύπαρξη μιας υπεριστορικής ουσίας του. «Ο Σβορώνος», γράφει ο Α. Λιάκος, πιστεύει ότι «ο ελληνισμός μένει αμέτοχος στη μεταβολή ενός περίγυρου και θεωρείται επομένως συνεχής, ταυτός εαυτώ και ποιοτικά αναλλοίωτος. […] Η εθνική ιστοριογραφία, ακόμη και στη μαρξιστική της εκδοχή, έμεινε μεταφυσικά θεμελιωμένη».

Δεν νομίζω να υπάρχει μεγαλύτερη διαστρέβλωση των απόψεων ενός ιστορικού από αυτήν που περιέχεται στο παραπάνω χωρίο. Διότι ο Σβορώνος υποστηρίζει το αντίθετο: «Το έθνος» γράφει «είναι κι αυτό μια ιστορική κατηγορία. […] Κανένας σοβαρός μελετητής δεν ικανοποιείται με τις ρομαντικές αντιλήψεις που παρουσιάζουν το έθνος ως κάποια υπερβατική οντότητα». Και, βέβαια, πουθενά ο Σβορώνος δεν υποστηρίζει την αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. «Από τον 6ο αιώνα ως το τέλος του 11ου και τις αρχές του 12ου», γράφει, ο βυζαντινός ελληνισμός αποτελεί «μια νέα ιστορική σύνθεση, με διαφορετικές εθνολογικές αναλογίες από τον αρχαίο και διαφορετικό συνειδησιακό περιεχόμενο», τόσο ώστε «να απαρνηθεί το ίδιο του το όνομα και να διακόψει στη συνείδησή του την πολιτισμική του συνέχεια. […] Η συνείδηση της ιστορικής του συνέχειας» έχει υποστεί «ένα είδος ιστορικής αλλοτρίωσης».

Η ποιοτική διαφορά στην προσέγγιση του θέματος ανάμεσα στον Σβορώνο και στους εν λόγω ιστορικούς είναι φανερή. Ο Σβορώνος, που η ερευνητική του δραστηριότητα εκτείνεται από το πρώιμο Βυζάντιο ως τον 20ό αιώνα, με κύρια ενδιαφέροντά του τη μέση βυζαντινή περίοδο και τη διαμόρφωση του νέου ελληνισμού, εξάγει τα πορίσματά του από τη μελέτη των ιστορικών πηγών και σκεπτόμενος με το μυαλό του («Δεν αναθέτω σε κανέναν να σκεφτεί για μένα και επομένως δεν ξεκινώ από θεωρητικές γενικότητες» σημειώνει). Οι θεωριοκρατούμενοι ιστορικοί, που η γνώση τους της βυζαντινής και οθωμανικής περιόδου είναι σε σύγκριση με εκείνη του Σβορώνου θλιβερά υπολειπόμενη (οι περισσότεροι είναι μελετητές των μετά τον Διαφωτισμό περιόδων), διατυπώνουν τις απόψεις τους πρωτίστως από τη μελέτη εθνογενετικών θεωριών: σκέφτονται περισσότερο με το μυαλό ορισμένων ξένων θεωρητικών των εθνικών σχηματισμών, οι οποίοι δεν γνωρίζουν επαρκώς τη νεοελληνική περίπτωση. Αλλά και εμφανίζονται βασιλικότεροι του βασιλέως, αφού αντιμετωπίζουν τις θεωρίες αυτές ως ιερά κείμενα και τις εφαρμόζουν στα καθ΄ ημάς ως εάν δεν δέχονται εξαιρέσεις.

Χρησιμοποιώ τη φράση «ως ιερά κείμενα» όχι μεταφορικά. Διότι η ποιότητα της πίστης τους σε αυτές τις θεωρίες δεν είναι διαφορετική από εκείνη των θιασωτών της αδιάσπαστης ιστορικής συνέχειας. Αν στους μεν η συνέχεια του ελληνισμού είναι φυσικό αποτέλεσμα μιας υπεριστορικής του ουσίας, στους δε την ανυπαρξία νεοελληνικού έθνους πριν από την Επανάσταση αποδεικνύει η Βίβλος των θεωρητικών τους μοντέλων. Διότι η απόλυτη βεβαιότητα ότι η πίστη στην αδιάσπαστη συνέχεια του ελληνισμού, ακόμη και στην πολιτισμική, είναι αναγκαστικά ουσιοκρατική δεν είναι λιγότερο ουσιοκρατική από αυτή την πίστη.

Μπορεί κανείς να πιστεύει στην αδιάσπαστη ιστορική συνέχεια του ελληνισμού χωρίς να πιστεύει στην ύπαρξη κάποιας υπερβατικής του ουσίας, γιατί θεωρεί (κατά τη γνώμη μου εσφαλμένα) ότι οι ιστορικές πηγές δείχνουν την ιστορική του συνέχεια· ενώ δεν μπορεί να πιστεύει απόλυτα στις κατασκευές της θεωρίας, χωρίς αυτό να αποτελεί θεωριακό φονταμενταλισμό.

Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.


ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ