Να το πούμε με απλά λόγια: το πολυτραγουδισμένο «Σύμφωνο για το Ευρώ» και οι πρόσφατες ρυθμίσεις της Ευρωπαϊκής Ενωσης για το χρέος αναβλήθηκαν ως τον Ιούνιο και ως εκ τούτου δεν μπορεί να θεωρούνται εξασφαλισμένες. Υπάρχουν χώρες που αντιδρούν και Κοινοβούλια που πρέπει να πειστούν. Οπως υπάρχουν και εθνικές εκλογές που θα μεσολαβήσουν- στη Φινλανδία, ενδεχομένως στην Πορτογαλία και βλέπουμε…

Ετσι, ο Μάρτιος έγινε Ιούνιος. Ακόμη και αν ξεπεραστούν τελικά οι δυσκολίες, αυτή τη στιγμή η υπόθεση είναι λιγότερο στο τσεπάκι και περισσότερο στον αέρα, με ό,τι μπορεί να σημαίνει μια τέτοια καθυστέρηση. Εν τω μεταξύ η Πορτογαλία χτυπάει την πόρτα του μηχανισμού στήριξης. Ενώ τα spreads του ελληνικού χρέους που είχαν καμφθεί μετά τις αποφάσεις της 11ης Μαρτίου επέστρεψαν στα προηγούμενα επίπεδα.

Η εξήγηση είναι απλή. Οι αγορές δεν έχουν πάρει ακόμη την απάντηση που περίμεναν και οι κυβερνήσεις πελαγοδρομούν ως προς την απάντηση που πρέπει να δώσουν.

Το ελληνικό παράδειγμα ίσως είναι το πιο χαρακτηριστικό. Ως τον Ιούνιο, μέσα στις επόμενες εβδομάδες για την ακρίβεια, θα μας επισκεφθεί ξανά ητρόικα. Δεν ξέρω τι εντύπωση θα αποκομίσουν, αλλά υπάρχει έντονη η αίσθηση ότι τα πράγματα δεν βελτιώθηκαν καθόλου από τον προηγούμενο έλεγχό τους. Ακόμη χειρότερα: τα δημοσιονομικά μεγέθη έχουν σαφώς επιδεινωθεί, ενώ τα διαρθρωτικά δεν έχουν προχωρήσει.

Η διαπίστωση αυτή θέτει άμεσα δύο οικονομικά ερωτήματα και ένα πολιτικό.

Πρώτον, με ποια συγκεκριμένα νέα μέτρα (ύψους κατ΄ αρχήν 1,8 δισ. ευρώ…) θα αντιμετωπιστεί η επιδείνωση των δημοσιονομικών μεγεθών.

Δεύτερον, με ποιον τρόπο θα αντιμετωπιστούν οι ουσιαστικοί λόγοι που επιδεινώνουν τα δημοσιονομικά μεγέθη και, κυρίως, η ύφεση που πλήττει την ελληνική οικονομία.

Τρίτον, με τι είδους πολιτικό χειρισμό θα προσπαθήσει η κυβέρνηση να απαντήσει στα δύο αυτά άμεσα ερωτήματα αλλά και να προωθήσει τις διαρθρωτικές αλλαγές που έχουν βαλτώσει.

Με άλλα λόγια, τι είδους πολιτικές διέξοδοι μπορεί ακόμη να αναζητηθούν σε μια τόσο επιβαρημένη οικονομική και κοινωνική συγκυρία. Είναι, λόγου χάρη, πιθανό να ακολουθήσει ο Γ. Παπανδρέου το παράδειγμα του Ζ. Σόκρατες και να τα βροντήξει;

Μεταξύ των δύο υπάρχουν ίσως πολλές ομοιότητες, αλλά και μία ουσιαστική διαφορά: ο Σόκρατες στην Πορτογαλία διηύθυνε μια κυβέρνηση μειοψηφίας, σε αντίθεση με τον Παπανδρέου, ο οποίος δεν έχει κανένα πρόβλημα κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Υπό αυτή την έννοια, θα είναι πολύ δυσκολότερο για τον έλληνα Πρωθυπουργό να εξηγήσει εντός και εκτός Ελλάδος μια τέτοια επιλογή.

Από την άλλη πλευρά, βεβαίως, η νέα επιθεώρηση της τρόικας κινδυνεύει να αποδειχθεί ιδιαίτερα επώδυνη. Και όχι μόνο σε επίπεδο δημοσιονομικών μεγεθών και μέτρων.

Οι Βρυξέλλες φαίνεται να έχουν διαμορφώσει τη στέρεη πεποίθηση ότι υπάρχει ένα «πρόβλημα κυβέρνησης»: νόμοι που ψηφίζονται είτε δεν ολοκληρώνονται, είτε δεν εφαρμόζονται, είτε ακυρώνονται με διάφορες «φιλολαϊκές ρυθμίσεις» – χαρακτηριστικό παράδειγμα, λένε, ένα νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο που μοιράζει επισήμως «πλασματικά χρόνια εργασίας» με προφανείς ψηφοθηρικές επιδιώξεις των εμπνευστών του…

Η λίστα των υπουργών που βρίσκονται εκτός στόχων αρχίζει να διογκώνεται επικίνδυνα, ενώ όλο και πιο σαφώς αρχίζει να διαμορφώνεται μια καθόλου αμελητέα ομάδα υπουργών που κάνει περίπου «λευκή απεργία»: άλλοι δεν προωθούν όσα έχουν συμφωνηθεί, άλλοι δεν κάνουν τίποτε και άλλοι κάνουν του κεφαλιού τους.

Κατά την εκτίμηση ακόμη και κορυφαίων κυβερνητικών στελεχών, οι υπουργοί αυτοί δεν αποτελούν ενιαία ομάδα. Υπάρχουν εκείνοι που δεν πολυγουστάρουν το μνημόνιοαλλά θέλουν να μείνουν και στην κυβέρνηση!.. Υπάρχουν άλλοι που φοβούνται το πολιτικό κόστος και προσπαθούν να πάνε τα πράγματα «με το μαλακό», κυρίως σε ζητήματα που θίγουν την εκλογική πελατεία τους και τους «πράσινους» συνδικαλιστές. Υπάρχουν και εκείνοι που είναι απλώς ανίκανοι.

Ανεξαρτήτως όμως των κινήτρων του καθενός, όλοι μαζί θέτουν σε ουσιαστικό κίνδυνο τη συλλογική προσπάθεια. Και μπορεί μεν για άλλη μία φορά να κάνει η τρόικα τα στραβά μάτια για να μην ξεσπάσει μια νέα κρίση μέσα στην ευρωπαϊκή κρίση, αλλά ακόμη και αυτή η ανοχή έχει τα όριά της. Αν δεν εξαντληθεί ως τον Ιούνιο, δύσκολα θα υπερβεί τον Σεπτέμβριο. Γι΄ αυτό και η κυβέρνηση καλείται να διαχειριστεί τα τελευταία χρονικά της περιθώρια. Αφού πρώτα κατορθώσει να διαχειριστεί τον ίδιο της τον εαυτό.
jpretenteris@dolnet.gr
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ