Κόλλησα στον Ηφαιστο και δεν λέω να ξεκολλήσω. Ομως δεν παίρνει άλλο, γιατί, αν μετρώ καλά, αυτό είναι το πέμπτο μονοτονικό που του αφιερώνεται. Η φανατική πάντως προσήλωση έχει τον λόγο της: πρόκειται σίγουρα για γοητευτική μορφή· αινιγματική, διχασμένη, για να μην πω «σχιζοφρενική». Θεός της φωτιάς και των ηφαιστείων ο Ηφαιστος· κλυτοτέχνης με θεόρατο σώμα, επιδέξια χέρια, αλλά αδέξια πόδια. Και βέβαια με τον τρόπο του ποιητής, αφού το ρήμα που κατά κανόνα χρησιμοποιεί ο ποιητής της Ιλιάδας για να δηλώσει τα διάσημα έργα του (από τον θάλαμο της Ηρας έως την ασπίδα του Αχιλλέα) είναι το ποιέειν, που θα πει: κάνω, κατασκευάζω · αυτή είναι εξάλλου η πρώτη και βασική σημασία του ρήματος, αποκλειστική ακόμη στα δύο ομηρικά έπη, όπου τα παράγωγα ποιητής και ποίησις δεν έχουν κάνει προς το παρόν την εμφάνισή τους. Μ΄ αυτούς τους όρους η υπόθεση της περασμένης Κυριακής για τον ειδωλοποιητικό ρόλο του ιλιαδικού Ηφαίστου δεν είναι ίσως αυθαίρετη. Οπότε νομιμοποιείται και η λανθάνουσα σύγκρισή του με τους ομηρικούς αοιδούς, που μνημονεύτηκαν τις προάλλες, μοιρασμένοι άνισα ανάμεσα στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια. Ο μοναδικός επώνυμος αοιδός της Ιλιάδας (ο Θάμυρις από τη Θράκη) θα πρέπει, πιστεύω, να θεωρηθεί παράδειγμα αποτρεπτικό, αφού η ανταγωνιστική υπεροψία του προκαλεί τις Μούσες, που τελικώς τον τυφλώνουν και του αφαιρούν οριστικά τη μουσική δωρεά. Οι δύο εξάλλου επώνυμοι οδυσσειακοί αοιδοί (ο Φήμιος εντοπισμένος στην Ιθάκη και ο Δημόδοκος στη Σχερία) μοιάζουν και συνάμα διαφέρουν μεταξύ τους. Ο Φήμιος το παίζει μεταξύ θεόπνευστου και αυτοδίδακτου αοιδού, που (άθελά του, υποτίθεται) ενδίδει στα γούστα των μνηστήρων, ευφραίνοντας με το «νεωτερικό» τραγούδι του τα σπάταλα και προκλητικά συμπόσιά τους. Η περίπτωση όμως του Δημόδοκου, σαφώς υποδειγματική, παραπέμπει, λαθραία έστω, στον ιλιαδικό Ηφαιστο. Συγκεκριμένα:

Ο επώνυμος αοιδός εμφανίζεται πρώτη φορά στην όγδοη ραψωδία (στ. 44) με παραγγελία του Αλκινόου, για να πλαισιώσει με τη μουσική του απαγγελία τη φιλόξενη υποδοχή του αδιάγνωστου ακόμη Οδυσσέα στο βασιλικό παλάτι. Προηγουμένως τον συστήνει ο εξωτερικός αφηγητής (ας πούμε: ο ομότεχνος επικός ποιητής), αναγνωρίζοντας τον έντιμο ρόλο που του έχουν αναθέσει, με φιλική διάθεση, οι Μούσες: αυτές του χάρισαν την ηδονική τέχνη της αοιδής· αγαθό πολύτιμο. Με ένα όμως αντιχάρισμα: του στέρησαν συγχρόνως την όραση, ισορροπώντας έτσι το καλό με το κακό, το περίσσευμα με το έλλειμμα, την απορία με την ευπορία. Πρόκειται μάλλον για μοντέλο τέχνης και λόγου, με το οποίο συμμορφώνεται και το παραδοσιακό παράδειγμα του τυφλού Ομήρου. Αλλά και το θεολογικό του Ηφαίστου, όπου η καλλιτεχνική μαεστρία ισορροπεί αντιθετικά με τη χωλότητα, τα επιδέξια χέρια με τα αδέξια πόδια. Σάμπως να είναι εξ ορισμού το αντίπαλο αυτό ζεύγος σήμα κάθε γνήσιου καλλιτέχνη και ποιητή.

Το σχήμα θυμίζει τη γενεαλογία του Ερωτα, όπως την προτείνει και την εκτιμά η Διοτίμα στο πλατωνικό Συμπόσιο: γόνος της Πενίας και του Πόρου ο Ερως, κινείται, λέει, στο μεταξύ, γεφυρώνοντας, όσο γίνεται, τα δύο άκρα. Αυτό εξάλλου (προσθέτει η Διοτίμα) κάνει και η φιλοσοφία, η οποία ταλαντεύεται μεταξύ αμαθίας και σοφίας.

Ο οδυσσειακός πάντως Δημόδοκος μοιάζει να κλείνει το μάτι στον ιλιαδικό Ηφαιστο και σε ένα ακόμη σημείο. Το μεσαίο του τραγούδι το αφιερώνει στον επώνυμο θεό, ως απατημένο αλλά και εκδικητή τώρα σύζυγο (θ 266-366). Αρης και Αφροδίτη σμίγουν ερωτικά πίσω από την πλάτη του στο συζυγικό κρεβάτι, κάθε φορά που ο χωλός θεός λείπει. Ωσπου ο πανεπόπτης Ηλιος αποκαλύπτει στον νόμιμο σύζυγο την επαναλαμβανόμενη μοιχεία της πανέμορφης γυναίκας του. Οπότε εκείνος, ασκώντας την τέχνη του, παγιδεύει τους εν ενεργεία εραστές σε αραχνοΰφαντο αλλά ακατάλυτο μεταλλικό δίχτυ, προσποιούμενος πως θα λείψει στη Λήμνο. Φτάνοντας επί τόπου την κρίσιμη ώρα της συνεύρεσης, τους κάνει τσακωτούς, και φωνάζει τους ολύμπιους θεούς να δουν με τα μάτια τους το ζευγάρωμα των εγκλωβισμένων μοιχών. Οι άρρενες Ολύμπιοι ευχαρίστως προσέρχονται, ως ηδονοβλεψίες απολαμβάνουν το σκανδαλιστικό θέαμα, και τελικώς ξεσπούν σε άσβεστο γέλωτα, που αντιγράφει τον άσβεστο γέλωτα της πρώτης ιλιαδικής ραψωδίας.

Τελειώνοντας, θυμίζω ότι το διασημότερο καλλιτεχνικό έργο του κλυτοτέχνη Ηφαίστου στην Ιλιάδα είναι η ασπίδα του Αχιλλέα, την περίτεχνη χάραξη της οποίας απογράφει διεξοδικά ο ποιητής στη δέκατη όγδοη ραψωδία (στ. 478-

606). Δεν πρόκειται βέβαια για πραγματική ασπίδα, αλλά, όπως έχει ήδη προταθεί, για αφηγηματικό απείκασμα του ιλιαδικού κόσμου. Τούτο σημαίνει ότι πίσω και κάτω από το καλλιτεχνικό έργο του Ηφαίστου, που περιγράφεται εδώ, συντρέχει ένα ομόθεμο ποίημα, ποιητής του οποίου εμφανίζεται ο κλυτοτέχνης χωλός θεός, ως διακριτικό είδωλο του ποιητή της Ιλιάδας . Ποιητικό παράθυρο με εικαστική θέα, δηλαδή.