Η εντύπωση που δημιουργείται στον απλό πολίτη από την καθημερινή του πληροφόρηση είναι ότι η χώρα μας βρίσκεται στον προθάλαμο της πτώχευσης. Το «ροκ του μέλλοντός μας» έχει μετεξελιχτεί σε στροβιλισμό βαλς. Ετσι, όλοι περιμένουν πότε οι χορευτές θα χάσουν την ισορροπία τους και θα πέσουν κάτω από τη ζάλη της μέθης και του χορού. Εκείνος που πρωτοείπε όμως τη φράση «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει» γνώριζε τέλεια χρηματοοικονομικά. Γιατί πράγματι, η έννοια «πτώχευση» στα οικονομικά ταυτίζεται με τον φυσικό θάνατο μιας οικονομικής οντότητας (π.χ. άτομα ή επιχειρήσεις) και δεν αναφέρεται σε κράτη. Μια χώρα μπορεί να χάσει την υπόστασή της (π.χ. να υποδουλωθεί), να χάσει το παραγωγικό δυναμικό της (π.χ. μαζικοί θάνατοι ή φυσικές καταστροφές) ή να συγχωνευτεί με μια άλλη (π.χ. Ανατολική Γερμανία της κυρίας Μέρκελ), αλλά ποτέ δεν πεθαίνει.

Οι πολίτες όμως μιας χώρας γίνονται πτωχοί. Αυτό συμβαίνει πραγματικά αν καταστραφούν οι περιουσίες μας ή η παραγωγή μας και ονομαστικά αν η αποτίμηση αυτών των περιουσιών και αγαθών σε αγοραστική- ανταλλακτική δύναμη μεταβληθεί, γιατί πλέον η συνολική ρευστότητα δεν είναι αυτή που ήταν ως χθες. Οσοι γνωρίζουν τον υπερπληθωρισμό της Ελλάδος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και τις αναπροσαρμογές των ισοτιμιών αντιλαμβάνονται πολύ καλά το επιχείρημα. Μεταβάλλοντας τις ισοτιμίες και τις σχετικές τιμές των αγαθών, η αγορά σε μια χώρα διορθώνει τις αποκλίσεις τιμών και αξιών και κάνει σχετικά όλους πτωχότερους με ασύμμετρες απώλειες (οι σχετικά πτωχοί γίνονται πτωχότεροι και οι σχετικά πλούσιοι πλουσιότεροι).

Η κατάσταση σήμερα απλώς έχει ως εξής:

Κατ΄ αρχάς η παγκόσμια, άρα και η διαθέσιμη στους έλληνες πολίτες ρευστότητα μειώθηκε το πρώτο εξάμηνο του 2008 στα 2/5 της ρευστότητας προ της κρίσεως.

Αναμενόμενο φαινόμενο Ι: Εκείνοι που έχουν διαθέσιμη παραγωγική αξιοπιστία θα δημιουργήσουν νέα ρευστότητα (ΤΑRΡ, αναχρηματοδότηση από την ΕΚΤ).

Αναμενόμενο φαινόμενο ΙΙ: Επειδή όλοι έχουν ανάγκη ρευστότητας, η διανομή της θα πάει προς τους πιο αξιόπιστους. Δυστυχώς η οικονομική πραγματικότητα είναι αδήριτη: στον κίνδυνο το οικονομικό σύστημα εμπιστεύεται τον αξιόπιστο και από ένα σημείο και μετά δεν δανείζει εκείνον που είναι λίγο αξιόπιστος ή πολύ αναξιόπιστος.

Επίσης, κάποια στιγμή (π.χ. στο τέλος του 2010), όσοι ενίσχυσαν τη ρευστότητα πέρα από τα επιθυμητά (για αυτούς) όρια, οφείλουν, για να προστατεύσουν την αξιοπιστία τους, να αρχίσουν σταδιακά να την περιορίζουν.

Αναμενόμενο φαινόμενο ΙΙΙ: Οσοι, λιγότερο αξιόπιστοι, κάλυψαν ένα μέρος των απωλειών τους σε διαθέσιμη ρευστότητα πρέπει να την διατηρήσουν και να απορροφήσουν και άλλη από όσους δεν μπορούν να την διατηρήσουν.

Αναμενόμενο φαινόμενο ΙV: Ο ανταγωνισμός στη ρευστότητα, η οποία διαρκώς συρρικνώνεται, κερδίζεται στο πραγματικό οικονομικό γίγνεσθαι με αύξηση της μέσης παραγωγικότητας ή/ και με μείωση του μέσου κόστους ή, τέλος, και με μείωση αδυναμιών και στρεβλώσεων του συστήματος, δηλαδή βελτίωση της μέσης ανταγωνιστικότητας. Η βελτίωση των ρευστών διαθεσίμων ταυτίζεται στις σημερινές συνθήκες με τη βελτίωση των όρων λειτουργίας της πραγματικής οικονομίας.

Αναμενόμενο φαινόμενο V: Στον ανταγωνισμό κερδισμένος βγαίνει εκείνος που πρώτος πείθει για την αξιοπιστία του με έργα. Οχι ο πιο αγαπητός, όχι ο πιο ωραίος, όχι ο πιο οικείος, αλλά ο αξιόπιστα αποτελεσματικός.

Την παραγωγική μηχανή της χώρας μας τη διαχειρίζεται και την κινεί, κυρίως, μια γενιά που ηλικιακά τελειώνει, η γενιά του Πολυτεχνείου. Από το 1975 μέχρι σήμερα είδαμε πολλά, πετύχαμε πολλά και απολαύσαμε περισσότερα. Για όλα αυτά όμως υπάρχει και ένας λογαριασμός, που παραμένει απλήρωτος στο τραπέζι. Αντί να αντιδικούμε ποιος θα πληρώσει και τι από τον λογαριασμό, ας συμφωνήσουμε άμεσα τι θα αφήσουμε να πληρώσουν οι γενιές που θα μας διαδεχτούν.

Ο κ. Νίκος Χαριτάκης είναι καθηγητής του Οικονομικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών, διευθύνων σύμβουλος του Ταμείου Νέας Οικονομίας.