1. Η επίκληση του παλαιού ρητού «ούκ επ΄ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος» δέν είναι επαρκής απάντηση στο περι χρησιμότητας των Μνημείων ερώτημα. Ιδίως δέ σε εποχές ευλόγως εντεινόμενης χρησιμοθηρίας. Εγώ πάντως («σε κάθε περίπτωση» που λέν κι οι αγράμματοι) θα αποπειραθώ να θυμίσω πόσο χρήσιμα όντως μπορούν να είναι τα μνημεία. Τα οποία, κατα εναν κάπως ευρύτερο ορισμό, είναι προϊόντα διαφόρων σκοπιμοτήτων:

α) Διατήρηση εξαιρετικών φυσικών αγαθών (πδ. τοπία εξαιρέτου κάλλους ή τόποι μέγιστης επιστημονικής και περιβαλλοντικής σημασίας).

β) Ανάμνηση της συλλογικής Ιστορίας, κατηγορία στην οποία υπάγονται τύμβοι, νεκροπόλεις, παλαιοί οικισμοί, άλλοι αρχαιολογικοί χώροι, κτίρια ιστορικά, τόποι λατρείας, καθώς και παλαιότερες σπουδαίες βιομηχανικές εγκαταστάσεις ή σημαντικά αντικείμενα. Ταύτα δέ ανεξαρτήτως της ενδεχόμενης αισθητικής-των αξίας.

γ) Συντήρηση παλαιών τεχνημάτων μεγάλης Αισθητικής αξίας (ναοί, αγάλματα, πλοία), ασχέτως του γεγονότος οτι ετούτα ενέχουν συνήθως και μεγάλη ιστορικήν αξία.

δ) Κατασκευή συγχρόνων σημάτων ανάμνησης πρόσφατων γεγονότων και ατόμων ή προβολής ιδεών. Εδώ υπάγονται τα επινίκια και τα ταφικά μνημεία ή και ιδεολογικής σκοπιμότητας κτίσματα.

ε) Προστασία και διάδοση παραδόσεων – απο εθνικές ενδυμασίες μέχρι παραδοσιακές τεχνικές παραγωγής αντικειμένων.

2. Εντάξει λοιπόν, γιατί όλα τούτα είναι «χρήσιμα»; Δηλαδή ποιές ανάγκεςμας ικανοποιούν; Η απάντηση θα εξαρτηθεί ακριβώς απ΄ τον κατάλογο αυτών των αναγκών μας: Εάν ο κατάλογος αυτός περιλάβει μόνον «μαμ-νάνι-κάκα», είναι προφανές οτι τα μνημεία είναι σχεδόν ανώφελα (αν δεν είναι και βλαπτικά εξαιτίας των πιστώσεων που απορροφούν). Οι περισσότεροι πολίτες όμως έχουν κι άλλες επιτακτικότατες ενίοτε ανάγκες- πέραν της φυσικής επιβίωσης. Καί αυτές πρέπει να τις υπομνήσομε τώρα, κατ΄ αντιστοιχίαν προς τις κατηγορίες μνημείων της προηγούμενης παραγράφου. α) Μερικά εκατομμύρια χρόνια, το ανθρώπινο είδος έζησε και εξελίχθηκε μέσα σε φυσικά περιβάλλοντα. Ο ανθρώπινος οργανισμός εναρμονίσθηκε με εκείνο το κάλλος και με εκείνην την βιοποικιλότητα. Είναι λοιπόν εμπειρικώς προφανές οτι τα τελευταία (ασήμαντης διάρκειας) τρείς χιλιάδες χρόνια δέν πρόκαναν να μας αλλάξουν ώστε να μήν έχομε λειτουργικήν ανάγκη της Φύσεως. Και το συνειδητοποιούμε μόνον μέσω των ποικίλων (νευρολογικών κυρίως) ασθενειών μας.

β) Αφότου βγήκαμε απ΄ τις σπηλιές για να συμπήξομε ομάδες, κοινωνίες και έθνη (ναί, έθνη, για την προστασία των λαϊκών συμφερόντων έναντι κατακτητών- πρίν απ΄ την καπήλευση αυτής της θέσμισης), είχαμε και έχομε ανάγκη απο σύμβολα αυτής της συλλογικότητας- αλλιώς ξανασκορπίζομε στις μοντέρνες σπηλιές μας. Ακόμη κι η παγκόσμια συλλογικότητά-μας (πάνω σ΄ αυτόν τον κατάμονο πλανήτη όπου φυτρώσαμε), πάλι έχει ανάγκη απο την μνήμη του παρελθόντος που μας διαμόρφωσε. Γιατί; Για να μπορούμε να ξεφύγομε απ΄ το αυτιστικό σύνδρομο «είμαστε, λέει, άτομα ή έθνη μοναδικά»όπως μας συμβαίνει κατα την εφηβική ηλικία (και όχι μόνον). Επι πλέον (όχι «επιπλέον» σωσίβιο που μας προέκυψε τελευταίως), μεγάλο πλήθος γνώσεων, πρακτικών, κοινωνικών και τεχνικών, βρίσκεται ενσωματωμένο σε κάθε μνημείο- κι έχομε ανάγκη απο γνώσεις και παραδείγματα.

γ) Η μονόχορδη λογοκρατούμενη αντίληψη για τον Ανθρωπο (ενα κατσουφιασμένο όν που ασχολείται μόνον με θέματα «σοβαρά»), υποτιμάει το Αισθητικό ενέργημα και την επανεύρεση του μύχιου εαυτού μας μέσω της Τέχνης- κάθε στιγμή, μέρα και νύχτα. Αποτέλεσμα αυτής της υποτίμησης ειναι ο ευνουχισμός του Είναι, η υπονόμευση της ευτυχίας (κι ίσως και η αύξηση των νευρώσεων). Άς θυμηθούμε λοιπόν πως καί η θέαση πλείστων Μνημείων είναι όργανο ψυχικής απελευθέρωσης- ικανοποίηση άλλης μιάς ανάγκης δηλαδή.

δ) Οι μεγάλες χαρές και οι μεγάλες λύπες για τα όσα μας συμβαίνουν σήμερα, είναι «αβάσταχτες» χωρίς ενα Σήμα στον χώρο- μια στέρεη υπόμνηση ατομικών ή συλλογικών σπουδαίων γεγονότων ή σημαντικών ανθρώπων μας. Εδώ βέβαια υπάγονται και τα ενίοτε τερατώδη «μνημεία»που στήσαν όλες οι δικτατορίες- καλύτερα, για να μήν τις ξεχνάμε. Υπάγεται επίσης και η περίπτωση των νικητών στους πανελληνίους αγώνες της αρχαιότητας, οι οποίοι είχαν το δικαίωμα να ανεγείρουν μνημείο της νίκης τους- τέτοιο ήταν το ιδεώδες της (αθλητικής) αρετής τότε.

ε) Η επέκταση της έννοιας του μνημείου απ΄ τα μεγάλα αντικείμενα προς τις παραδοσιακές μεθόδους και τα χρηστικά προϊόντα του παρελθόντος, δέν είναι γενική- οι ιάπωνες ίσως ήσαν οι πρώτοι που την θέσπισαν. Συμβάλλουν όμως καί τούτα στην συγκρότηση μιας διαχρονικής κοινωνικής συνοχής, που τόσο την έχομε ανάγκη.

3. Υποστηρίζω πως όλες ετούτες οι ανάγκες, ατομικές και κοινωνικές, που υπηρετούνται απο τη «λειτουργία» των Μνημείων, έχουν για τον σύγχρονο άνθρωπο σημασίαν μεγαλύτερη απ΄ όσο συνήθως πιστεύεται. Πολύ δε περισσότερο που τα μνημεία αυτά προσφέρονται και για κάμποσες πιό χειροπιαστές ικανοποιήσεις, όπως η «διασκέδαση» όλων μας (ανάγκη ουσιωδέστατη κι αυτή) και η αύξηση των εισοδημάτων μας χάρις στην τουριστική βιομηχανία- ιδίως για κατι Χώρες (ονόματα δέν λέμε) που οι ξένοι δέν τις αφήνουν να αναπτύξουν ουσιαστικά τις άλλες παραγωγικές ανταγωνιστικές-τους δραστηριότητες…

Λοιπόν, με όλα τούτα, εμείς τί κάνομε; Πρώτον οι δηλωμένοι αντιδημοκράτες βρομίζουν αγάλματα και προσόψεις ιστορικών κτιρίων, και δεύτερον οι αρχαιολογικές-μας Υπηρεσίες είναι προκλητικώς υποστελεχωμένες. Λύση: Οι ιδιοκτήτες των μεγάλων σχολικών συγκροτημάτων (τους σταθμούς τηλεοράσεως υπαινίσσομαι) θα συνεισφέρουν εμμόνως στην οικείωση των τηλεθεατών-τους με τις πολλαπλές χαρές της μνημειοφιλίας. Το ίδιο και τα Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης. Και τότε; Τότε θα ιδείτε πόσο γρήγορα η πολιτική εξουσία, πιεζόμενη εκ των κάτω, θα αναϊεραρχήσει τις χρηματοδοτήσεις.

Λέτε;

Ο κ. Θεοδόσης Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου