Ο Φραγκίσκος Γκρενάιγ (Francois de Grenaille) είναι σχεδόν εντελώς άγνωστο όνομα, όχι μόνο στο ευρύ κοινό αλλά και στους περισσότερους από τους ειδικούς που ασχολούνται με τη λογοτεχνία και την ιστορία των ιδεών στον 17ο αιώνα. Ωστόσο ο Γκρενάιγ είναι ένας από τους πιο παραγωγικούς συγγραφείς του πρώτου μισού του αιώνα: μέσα σε έξι χρόνια, από το 1639 ως το 1645 και από τα είκοσι τρία ως τα είκοσι εννέα του χρόνια, δημοσίευσε τριάντα τόμους (!) που αναφέρονται σε όλα τα είδη της λογοτεχνίας (ποίηση, πρόζα, θέατρο) αλλά και μια σειρά πραγματείες που αφορούν κυρίως θέματα ιστορίας, ήθους και κοινωνικής συμπεριφοράς – όπως θα τα ονομάζαμε σήμερα. Το κοινό και η κριτική της εποχής επεφύλαξαν διαφορετική υποδοχή στην πληθωρική παραγωγή του συγγραφέα. Για τους κριτικούς θεωρούνταν μέτριος και επιφανειακός γραφιάς, ο οποίος «γράφει μόνο για να γράφει». Το κοινό όμως απολαμβάνει τα βιβλία, όπως το επιβεβαιώνουν οι αλλεπάλληλες εκδόσεις των περισσοτέρων έργων του Γκρενάιγ, παρ’ όλο που η επιτυχία δεν είναι σταθερή: άλλες φορές ο συγγραφέας βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, συζητιέται στην Αυλή και στους κύκλους της υψηλής κοινωνίας, απολαμβάνοντας την αίγλη της επιτυχίας, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που ένα καινούργιο έργο του χάνεται στη γενική αδιαφορία και στη σιωπή.


Οι απότομες και ανεξήγητες αυτές διακυμάνσεις εκνευρίζουν και προβληματίζουν έντονα τον νεαρό συγγραφέα. Αλλά τα προσωπικά ερωτήματα που τον απασχολούν δεν θα αργήσουν να αποκτήσουν γενικότερο ενδιαφέρον: σε τι οφείλεται η επιτυχία και γιατί, τις περισσότερες φορές, δεν είναι σταθερή; Πού οφείλεται η αστάθειά της; Πώς συμβαίνει οι άνθρωποι που δίνουν τον τόνο στην κοινωνία, σήμερα να λατρεύουν το πράσινο χρώμα, ενώ, μόλις χθες, ορκίζονταν στο κόκκινο; Πώς εξηγούνται αυτές οι απότομες μεταβολές; Εχουν νόημα και αν ναι, ποιο είναι το νόημά τους; Πριν από όλα, όμως, πώς μπορεί να ονομάσει κανείς αυτήν την ευμετάβλητη και ανεξήγητη δύναμη, η οποία σε απειροελάχιστο και απροσδιόριστο χρόνο μπορεί να δώσει νέα κατεύθυνση στη ζωή της κοινωνίας; Γιατί οι απότομες μεταβολές που εντυπωσιάζουν και προβληματίζουν τον Γκρενάιγ παρασύρουν, όπως το παρατηρεί ο ίδιος, όλες τις όψεις της ζωής, ακόμη και τις σοβαρότερες, ακόμη και εκείνες που κανονικά θα έπρεπε να στέκονται ακλόνητες και απρόσβλητες στον χρόνο. «Ετσι παρατηρούμε ότι οι κινήσεις της καρδιάς του ανθρώπου είναι ακατανόητες στους ανθρώπους, γιατί μόλις στην καρδιά κυριαρχήσει μια επιθυμία, ξαφνικά μια άλλη παίρνει τη θέση της: νομίζουμε ότι αγαπάει και τη βλέπουμε να παρασύρεται στο μίσος». Και όμως, υπάρχουν ή θα έπρεπε να υπάρχουν «πράγματα στα οποία η επινόηση δεν παίζει κανένα ρόλο. Υπάρχουν μάλιστα άλλα στα οποία είναι εγκληματική. Είναι επιτρεπτό, πράγματι, να επινοούμε καινούργια ρούχα, αλλά όχι καινούργιους νόμους. Η φύση της Θρησκείας δεν μπορεί να αλλάζει, όπως αλλάζει η φύση των φιλοφρονήσεων». Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει ο Γκρενάιγ, «στις μέρες μας παρατηρούμε μια καινούργια τάση που ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει να πιστεύουμε σε τίποτε», σε αντίθεση με ό,τι ίσχυε πριν από λίγο καιρό, σύμφωνα με το οποίο έπρεπε η πίστη μας στη θρησκεία να είναι τυφλή. Από τα σοβαρά ο συγγραφέας περνάει στα ευτράπελα και σημειώνει, όπως το «παρατηρεί ένας από τους ιστορικούς μας ότι όλες οι Κυρίες της Γαλλίας κούρεψαν τα μαλλιά τους για να μιμηθούν μια φαλακρή βασίλισσα, και ήταν τόσο κακόγουστο τότε να μην έχεις μαλλιά όσο καλόγουστο είναι σήμερα να τρέφεις πλούσια κόμη».


Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο Γκρενάιγ, πρώτη φορά στην ιστορία, προσπαθεί να καταλάβει τη λειτουργία αυτής της παράξενης δύναμης που φέρνει τις απότομες αλλαγές, αρνούμενος να καταφύγει στην καθιερωμένη λύση που την αποδίδει στις ιδιοτροπίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς: «Το καπρίτσιο δεν μπορεί να θεωρηθεί η μόνη πηγή των νεωτερισμών. Θεωρώ ότι η αηδία και η περιέργεια, η τσιγκουνιά και η σπατάλη αποτελούν εξίσου πηγές τους. Είναι εύκολο να διαπιστώσει κανείς ότι πολλές φορές παρασυρόμαστε στην αλλαγή μόνο και μόνο γιατί η ομοιομορφία μάς προκαλεί ανία. Μοιάζουμε με εκείνους που, έχοντας συγκεντρώσει την προσοχή τους σε μια επίπονη και εκτεταμένη εργασία, ανανεώνουν κατά κάποιον τρόπο το βλέμμα τους, με μια ευχάριστη διαφοροποίηση των χρωμάτων. Ετσι, συναντώντας την πικρία σε όλα τα πράγματα που μας απασχολούν στη ζωή, εγκαταλείπουμε τα μεν για τα δε, όχι για να αλλάξουμε κατάσταση, αλλά για να αλλάξουμε αντικείμενο βασάνων».


Ολες οι προηγούμενες απορίες, όλες οι προηγούμενες παρατηρήσεις θα βρουν τη συστηματική τους πραγμάτευση σε ένα παράξενο δοκίμιο με έναν ασυνήθιστο και μακρόσυρτο τίτλο: Η μόδα ή ο χαρακτήρας της θρησκείας, της ζωής, της συζήτησης, της μοναξιάς, των φιλοφρονήσεων, των ενδυμάτων και του ύφους του καιρού μας, που ο Γκρενάιγ δημοσιεύει το 1642. Αλλά για το ρηξικέλευθο αυτό δοκίμιο θα γίνει λόγος την επόμενη φορά.


Ο κ. Γεράσιμος Βώκος είναι καθηγητής Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.