Στις 4 Ιουνίου 1936, ακριβώς πριν από εβδομήντα χρόνια, ο Λεόν Μπλουμ, ηγέτης του τότε Γαλλικού Σοσιαλιστικού Κόμματος (SFIO/Section Française de l’Internationale Ouvrière) σχημάτιζε κυβέρνηση συνασπισμού των κομμάτων που είχαν εμφανιστεί στις εκλογές ως Λαϊκό Μέτωπο. Τέτοιες εποχές, τέτοιες επέτειοι. Εν μέσω Βίσση και Βησσα(ρίωνα) πού να μείνει χώρος και χρόνος; Και όμως, με αυτή την ευκαιρία, θα άξιζε ίσως να υπενθυμίσει κανείς ορισμένα γεγονότα, ορισμένα πρόσωπα, αλλά και ορισμένα μονιμότερα χαρακτηριστικά της πολιτικής πραγματικότητας.


Ολα είχαν αρχίσει το 1934. Βλέποντας τον Χίτλερ να έχει επικρατήσει στη Γερμανία και να εξαπολύει άγριο διωγμό και κατά των κομμουνιστών, ο Στάλιν αποφάσισε να αλλάξει άρδην την έως τότε πολιτική του («τάξη εναντίον τάξης»). Με περισσή αλαζονεία, μυωπία αλλά και πίστη στην επικείμενη επανάσταση στη Δύση, η προηγούμενη πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς έκανε λόγο για «σοσιαλφασίστες» και έθετε ως πρωταρχικό στόχο τη συντριβή της Σοσιαλδημοκρατίας. Μάλιστα, στη Γερμανία, οι Κομμουνιστές δεν είχαν διστάσει ακόμη και να συμπαραταχθούν με τους Ναζί κατά της τοπικής σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης της Πρωσίας (στο δημοψήφισμα του 1931 και στην απεργία στα μέσα μεταφοράς του Βερολίνου, το 1932).


* Το σήμα κινδύνου


Μετά την Ιταλία το 1922 και τη Γερμανία το 1933, μήπως ήταν η σειρά της Γαλλίας; Τα πράγματα είχαν όντως φτάσει σε οριακό σημείο στις 6 Φεβρουαρίου 1934, όταν χιλιάδες μέλη και οπαδοί ακροδεξιών οργανώσεων είχαν διαδηλώσει δυναμικά στους δρόμους του Παρισιού, με κραυγές «κάτω οι κλέφτες» (είχε προηγηθεί το σκάνδαλο Σταβίσκι) και απώτερο στόχο την κατάλυση της «διεφθαρμένης» και «παρακμιακής» 3ης Γαλλικής Δημοκρατίας. Τα χειρότερα αποφεύχθηκαν την τελευταία, κυριολεκτικά, στιγμή. Ο απολογισμός, πάντως, ήταν 17 νεκροί και 2.000 περίπου τραυματίες. Κατά τα άλλα, η κυβέρνηση παραιτήθηκε και η αριστερά έλαβε το σήμα κινδύνου. H ώρα της λογικής και της ευαισθησίας είχε φτάσει.


Με τη γνωστή ευκολία, λοιπόν, που γίνονταν αυτά στο κομμουνιστικό στρατόπεδο, από τη μια στιγμή στην άλλη ο κίνδυνος έπαψε να προέρχεται από τη Σοσιαλδημοκρατία· τώρα το ζητούμενο ήταν η συμμαχία μαζί της, καθώς και με κόμματα και κινήσεις της προοδευτικής αστικής τάξης (λ.χ. τους Ριζοσπάστες στη Γαλλία) για να αποκρουστεί ο φασιστικός κίνδυνος.


H νέα αυτή πολιτική της Κομμουνιστικής Διεθνούς, αλλά και το καμπανάκι που είχε χτυπήσει γενικότερα για την κατασυκοφαντημένη «αστική δημοκρατία», οδήγησαν σε ό,τι θα μείνει γνωστό στην Ιστορία ως Λαϊκά Μέτωπα. Αμεση συνέπεια αυτού του κλίματος αντιφασιστικής συσπείρωσης υπήρξαν, μεταξύ άλλων, οι νίκες του Frente Popular στην Ισπανία, τον Φεβρουάριο, και του Front Populaire στη Γαλλία, τον Απρίλιο – Μάιο του 1936.


* Εμβληματική μορφή


Τέσσερις μόνο μήνες, λοιπόν, από την εποχή που τα κόμματα της αριστεράς αντάλλασσαν μεταξύ τους ύβρεις και κατηγορίες και οι κάθε λογής φασίστες αλώνιζαν στους δρόμους του Παρισιού, το Λαϊκό Μέτωπο σχημάτιζε την πρώτη του κυβέρνηση, που θα παρέμενε στην εξουσία για έναν περίπου χρόνο (θα υπάρξει και δεύτερη, βραχύβια, το 1938). Πρωθυπουργός ο Λεόν Μπλουμ (1872-1950), εμβληματική μορφή της γαλλικής αλλά και της παγκόσμιας σοσιαλιστικής αριστεράς. Ευπατρίδης της πολιτικής, διανοούμενος, πολυμαθής, ακέραιος μέχρις υπερβολής (αν μπορεί ποτέ να υπάρξει υπερβολή στην ακεραιότητα), οξυδερκής στις πολιτικές του αναλύσεις, αποφασιστικός όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις. Και πάνω απ’ όλα, εμποτισμένος από την ουμανιστική παράδοση της αριστεράς και βαθιά πεισμένος ότι ο σοσιαλισμός «δεν θα έλθει να καταλύσει τη δημοκρατία, αλλά να την συμπληρώσει», να την βαθύνει και να την διευρύνει με συνεχείς μεταρρυθμίσεις.


Σε μια εποχή κατά την οποία η δημοκρατία και ο κοινοβουλευτισμός βάλλονταν ανελέητα και από τα δύο άκρα του πολιτικού φάσματος, ο Μπλουμ θα είναι από εκείνους που δεν θα πάψουν να τονίζουν πως η αριστερά, ως πολιτική παράταξη και πρόταση, δεν νοείται παρά μόνο ως εκβλάστηση του Διαφωτισμού, της Γαλλικής Επανάστασης και της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη. Από τη στιγμή που ο ομφάλιος λώρος μεταξύ των δημοκρατικών αυτών παραδόσεων και της αριστεράς θα έχει κοπεί, οι τερατογενέσεις και οι πολιτικές ανθρωποφαγίες θα είναι αναπόφευκτες. Αυτή ήταν η βαθιά πεποίθηση του Ζωρές και του Μπλουμ στη Γαλλία, του Κάουτσκι και του Μπερνστάιν στη Γερμανία, του Μπράντινγκ στη Σουηδία, του Οτο Μπάουερ στην Αυστρία, αλλά και μεταπολεμικά του Βίλι Μπραντ και του Ούλαφ Πάλμε, του Πιέτρο Νένι και του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Και αν το 1934 ή το 1936 η λάμψη της Οκτωβριανής Επανάστασης παρέμενε τέτοια που μπορούσε ακόμη και να σε τυφλώσει, εβδομήντα χρόνια αργότερα μόνο σε πολιτική μυωπία και πολιτική αρτηριοσκλήρωση μπορεί να αποδοθεί η αδυναμία να δει κανείς ότι οι δημοκρατικές ελευθερίες και τα ατομικά δικαιώματα είναι πανανθρώπινες κατακτήσεις, πολύτιμες και μη διαπραγματεύσιμες.


* Οι Συμφωνίες του Ματινιόν


Ομως, για να ξαναγυρίσουμε στο Λαϊκό Μέτωπο και στον Μπλουμ, τρεις μόλις ημέρες μετά το σχηματισμό της κυβέρνησης, στις 7 Ιουνίου 1936, οι λεγόμενες Συμφωνίες του (μεγάρου) Ματινιόν θα έρθουν να επιβεβαιώσουν μιαν άλλη κρίσιμη όσο και απλή αλήθεια: η αριστερά δεν έχει μοναδικό προορισμό να διαμαρτύρεται και να καταγγέλλει· μπορεί και να αλλάζει την κοινωνία, δημοκρατικά, κοινοβουλευτικά (ναι, και κοινοβουλευτικά), προτείνοντας, προωθώντας και υλοποιώντας (κυρίως αυτό) τις μεταρρυθμίσεις εκείνες που η κοινωνία είναι ώριμη να δεχτεί.


Ετσι λοιπόν, το καλοκαίρι του 1936 θα σημαδευτεί από το κίνημα του Φράνκο στην Ισπανία (στις 17 Ιουλίου), από τη δικτατορία του Μεταξά στην Ελλάδα (στις 4 Αυγούστου), αλλά και από τη γλυκιά ελπίδα που θα γεννήσουν στους εργαζόμενους της Γαλλίας και ολόκληρης της Ευρώπης οι μεταρρυθμίσεις του Λαϊκού Μετώπου και της κυβέρνησης Μπλουμ: εβδομάδα 40 ωρών χωρίς μείωση αποδοχών, άδεια μετ’ αποδοχών (για πρώτη φορά), καθιέρωση των συλλογικών συμβάσεων, επέκταση του χρόνου υποχρεωτικής φοίτησης στο σχολείο κ.ά. Και παράλληλα, μια πρωτόγνωρη ατμόσφαιρα γιορτής και προσδοκίας, μια αίσθηση ότι, ναι, το αύριο μπορεί να είναι καλύτερο απ’ το χθες. Αρκεί να διαβάσει κανείς αναμνήσεις και αφηγήσεις ανθρώπων που έζησαν εκείνες τις μέρες – όπως και τις στιγμές της αναχώρησης των πρώτων εθελοντών που πήγαιναν να πολεμήσουν για την Ισπανική Δημοκρατία – για να αντιληφθεί πώς μια ολόκληρη εποχή μπορεί ορισμένες φορές να συμπυκνωθεί σε δύο μόνο λέξεις: ελπίδα και αλληλεγγύη· ή, επί το ορθολογικότερον: λογική και ευαισθησία.


Οσο για τον Μπλουμ, θα δώσει όχι μόνο μαθήματα πολιτικής οξυδέρκειας και αποτελεσματικότητας κατά την περίοδο του Λαϊκού Μετώπου, αλλά και ακεραιότητας και ήθους μέχρι το τέλος: θα είναι από τους ελάχιστους (μόλις 80 από 569) που θα καταψηφίσουν τον Ιούλιο του 1940 την εκχώρηση έκτακτων εξουσιών στον στρατάρχη Πεταίν (την κατάλυση, δηλαδή, της Δημοκρατίας)· θα αντιμετωπίσει, αν και εξασθενημένος βιολογικά, με επιτυχία το 1942 τους «δικαστές» του στη δίκη-παρωδία της Ριόμ, αναγκάζοντας το καθεστώς του Βισύ να διακόψει άρον άρον τη διαδικασία [αξίζει να σημειωθεί ότι δύο υψηλά στελέχη του K.K. Γαλλίας είχαν ζητήσει να κληθούν ως μάρτυρες κατηγορίας (!) εναντίον του]· ακόμη και από το κολαστήριο του Μπούχενβαλντ θα περάσει για έναν περίπου χρόνο.


* Βαριές κατηγορίες


Και όλα αυτά, την ίδια στιγμή που ακροδεξιοί και κομμουνιστές δεν θα διστάσουν κατά καιρούς να τον αποκαλέσουν «παλιοεβραίο», «λακέ της μπουρζουαζίας», και άλλα τέτοια κομψά και εύηχα. Μάλιστα ο Μωρίς Τορέζ, γραμματέας τότε του K.K. Γαλλίας, αφού πρώτα είχε δηλώσει το 1934 ότι «δεν υπάρχει διαφορά ανάμεσα στην αστική δημοκρατία και τον φασισμό· δεν διαλέγει κανείς ανάμεσα στην πανούκλα και τη χολέρα», αργότερα, το 1939, όταν το κόμμα του τηρούσε ακόμη αυστηρή ουδετερότητα στην «ενδοκαπιταλιστική» σύγκρουση και εξεθείαζε το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ, θα γράψει: «Ο Μπλουμ με τα μακριά και γαμψά δάχτυλα, ο σπιούνος…».


Ας είναι ελαφρύ το χώμα που σε σκεπάζει, Λέοντα Μπλουμ. Αλλωστε, οι σκουπιδοτενεκέδες της Ιστορίας (που λέτε κι εσείς οι Γάλλοι) είναι γεμάτοι από τα πολιτικά και ιδεολογικά ράκη όσων σε συκοφάντησαν και σε καθύβρισαν. Αφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι…


Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Από τις εκδόσεις Καστανιώτη κυκλοφορούν ο A´ και B´ τόμος του βιβλίου του «Υπο-γλώσσια».