Σγκεκριμένο κοινωνικό πεδίο προϋποθέτουν και οι φυλετικές προκαταλήψεις ως προς τους όρους παραγωγής και αναπαραγωγής τους. H εβραϊκή κοινότητα των Ιωαννίνων, για να προσκομίσω ένα παράδειγμα, υπήρξε ερευνητικό αντικείμενο μικρότερων εργασιών καθώς και της μονογραφίας της Rae Dalven (1990). Χωρίς να υπεισέλθω εδώ στην ευρύτερη ιστοριογραφική συγκομιδή, που αφορά δηλαδή στις επιμέρους εβραϊκές κοινότητες ανά την Ελλάδα, οι «Ρωμανιώτες» Εβραίοι των Ιωαννίνων επιβάλλεται να μελετηθούν, με βάση το όποιο διασωθέν αρχειακό υλικό, όχι ως ξεχωριστός κόσμος μέσα σε μονωτική γυάλα. Δεν αποφεύγω πάντως τον πειρασμό να διαφοροποιηθώ από τον υπερβολικό έπαινο που επιδαψιλεύεται στην ελληνική μετάφραση του βιβλίου του Πιερόν για τις σχέσεις Εβραίων και χριστιανών, από το 1821 ώς το 1945, στη νεότερη Ελλάδα, τόσο για το στενό ορίζοντα του πραγματολογικού υλικού όσο και για την αντίστοιχη θεωρητική σύλληψη που το οργανώνει.


Οι συγκεκριμένοι όροι αναπαραγωγής της εβραϊκής κοινότητας των Ιωαννίνων, κατά την ύστερη περίοδο της Τουρκοκρατίας, προϋποθέτουν τόσο τις σχέσεις της με την πολιτική εξουσία της εποχής και τη μουσουλμανική κοινότητα όσο και με τις άλλες κοινότητες που με τη σειρά τους η μια «υποβλέπει» την άλλη και επιδιώκει ν’ αυξήσει το ζωτικό της χώρο, οικονομικό και συμβολικό. Το γεγονός αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία κατά την εποχή μετασχηματισμού των εθνικοτήτων σε εθνικά κράτη, όταν μάλιστα είχε συσταθεί και προσπαθούσε να διευρυνθεί το ελληνικό κράτος. Συναφώς τα εθνικοθρησκευτικά στερεότυπα αποτυπώνουν, μαζί με τις οικείες διώξεις, την όξυνση των διακοινοτικών σχέσεων.


* Ετερότητα και εχθρότητα


Τα παραδείγματα των παροιμιών συνοψίζουν αυτή τη στάση των Ελλήνων χριστιανών προς τους Εβραίους συντοπίτες τους: «Αλάργα από Βριό κι από σκυλί» ή «Βρωμά ο Οβριός κ’ η τύχη του, βρωμούν και τα καλά του». Ο δακτύλιος που έκλεινε μέσα του τους Ρωμανιώτες δεν είχε μόνο γεωγραφική υπόσταση, τουλάχιστον ώς την προπολεμική περίοδο για την πόλη των Ιωαννίνων, αλλά αποτελούσε έναν γκετοποιημένο μικρόκοσμο, με διαύλους άμεσης επικοινωνίας προς την αγορά, και σε κάθε περίπτωση δακτυλοδεικτούμενο από χριστιανούς και μουσουλμάνους.


Σ’ αυτόν βέβαια τον δακτύλιο η θρησκευτική ομοιογένεια συνεπάγεται μια ορισμένη ιεραρχική διάρθρωση που εμφανίζεται ως εγγύηση για την αναπαραγωγή του εβραϊκού συνόλου. Οι Γιαννιωτοεβραίοι μάλιστα είχαν αποκτήσει μια αυτοτελή κουλτούρα σε συσχέτιση – και όχι σε αντιπαράθεση – με την ντόπια ελληνική πολιτιστική παράδοση, μιλούσαν την Ελληνική γλώσσα στην τοπική της εκδοχή, χωρίς τα στοιχεία με τα οποία την εμπλουτίζουν να αποκρύπτουν την καταγωγή τους. Δυο-τρία δείγματα: «Μη μ’ αφήσης την ψυχή μου οχ τον κόσμο να χαθή», «Και ομπροστά σου, Αδωνάι, θε μου, ποιος είναι άξιος να σταθή;», «Οι Οβραίοι οι τιμημένοι, στα βασίλεια ξαηκουσμένοι».


Γενικότερα ο «ρατσισμός», τόσο παλαιότερα όσο και σήμερα, ως σχέση ανισότιμων μερών της ίδιας κοινωνίας μετατρέπει την «ετερότητα» ή απλώς τη «διαφορετικότητα» σε εχθρότητα. Βέβαια οι «προκαταλήψεις», ό,τι δηλαδή είναι πριν από κάθε λογική κρίση και από κάθε θεσμό δικαίου, εκπορεύονται και διαχέονται με το «ζεστό» και το «κρύο» του ίδιου κρουνού: «εκ των άνω», ως στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας ή ως δραστικό της υποσύνολο, με την επενέργεια «διανοουμένων», γνωστών και μη εξαιρετέων, και «εκ των κάτω», στο πλαίσιο των πιεστικών καθημερινών αναγκών επιβίωσης και συμβίωσης.


* Μετάλλαξη και φιλτράρισμα


Ο άνωθεν κατευθυνόμενος ρατσισμός έχει υποστεί κατά τις τελευταίες δεκαετίες, μετά τη γενικευμένη αντίθεση προς τις ναζιστικές θηριωδίες, και παρά τις θνησιγενείς απόπειρες αποενοχοποίησης και απώθησης του Ολοκαυτώματος, μια ορισμένη μεταλλαγή. Εθεσε δηλαδή σε δεύτερη μοίρα ή αγνόησε τη «φυλή» για να προτάξει τις πολιτιστικές διαφορές των εθνικών ή εθνοτικών ομάδων που από ιστορικό δημιούργημα αντιμετωπίζονται ως η δεύτερη «φύση» τους. Διαφορές επομένως γλωσσών, εθίμων, θρησκειών αποτέλεσαν το εφαλτήριο εκρατσισμού του «δικαιώματος στη διαφορά»: πριν απ’ όλα τίθεται το «δικαίωμα» προστασίας, σε ένα πλέγμα «επιθετικής ετοιμότητας», της «ταυτότητας» «μας» ως Γάλλων, Ισπανών κλπ.


Ο κάτωθεν φιλτραρισμένος ρατσισμός έχει θεσμικό υπόβαθρο και αφορά το σύνολο των διακρίσεων που υφίστανται στη δουλειά, στη στέγαση, στην εκπαίδευση, στην περίθαλψη κλπ. Υπόκειται μ’ άλλα λόγια ένα καθορισμένο πλέγμα κοινωνικών ανισοτήτων και σύστοιχης καταπίεσης, κατά τη διεργασία περιθωριοποίησης κοινωνικών ομάδων, δηλαδή κατά τη δυσχερή πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας και συναφώς στα δημόσια αγαθά που η αντίληψη των σημερινών κοινωνιών προσγράφει στην αξιοπρέπεια του πολίτη.


Ως προς την οικεία βιβλιογραφία θα μπορούσα να παραπέμψω στο βιβλίο του Μ. Wieviorka: L’espace du racisme, Paris 1991, το οποίο με τη σειρά του επικαλείται τον Pierre-André Taguieff, La force du préjugé. Essai sur le racisme et se doubles, Paris 1988, μια και είναι σημαντική η συμβολή του στην ανάλυση της καταγωγής και της λειτουργίας των «προκαταλήψεων» καθώς και της συνάφειας αντιρατσισμού/«idéologie antipréjugés». Στο επόμενο βιβλίο του Wieviorka αντιμετωπίζονται πληρέστερα τα χαρακτηριστικά της «νέας racisme-ideologie»: από τη «ράτσα» στον «πολιτισμό» και από τη φυλετική καθαρότητα στην «αυθεντική» πολιτιστική ταυτότητα, από την ανισότητα στη «διαφορά», από την ετεροφοβία στην ετεροφιλία – προς ένα συμβολικό ή έμμεσο ρατσισμό/«culturalisme» (Les fins de l’antiracisme, Paris 1995).


Ο Wieviorka πάντως διερωτάται κατά πόσο ο «multiculturalisme» συνιστά την απάντηση – με πεδίο ανάλυσης τις χώρες του Καναδά, της Αυστραλίας και της Σουηδίας καθώς και των Ενωμένων Πολιτειών με τον «θρυμματισμένο πολυπολιτισμό» – στο ζήτημα συγκρότησης της «διαφορετικότητας» των συγχρόνων κοινωνιών και ιδίως σε ό,τι αφορά την «κοινωνική δικαιοσύνη, την ισότητα και τη δημοκρατία».


* Το «δικαίωμα στη διαφορά»


Θα μπορούσα εδώ να παρεμβάλω τον Ε. Balibar ως προς το σημαίνον της «κουλτούρας», όπως αναδύεται στην αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ομάδων με πρακτικές που συνοδεύονται με ορισμένη παράσταση του «άλλου» και προφανώς του «ταυτού». Σε κάθε περίπτωση ισχύουν θεσμοποιημένες μορφές ιεράρχησης, κατά τις οποίες οι επιμέρους «ταυτότητες» συμβάλλουν στην αναπαραγωγή του «όλου», όποιο κι αν είναι αυτό.


Από την πλευρά, επίσης, του υποκειμένου που ταυτίζεται με ορισμένη μειονότητα, με επιπλέον παραμέτρους την ηλικία, το κοινωνικό φύλο, την κοινωνική τάξη και την υγεία, πώς αναπαράγονται οι «φυλετικές προκαταλήψεις»; Συναφώς πώς αρχίζουν να θραύονται με αποτέλεσμα μια τέτοια βασανιστική βίωση, με παλινωδίες και εξάρσεις, να οδηγεί στη διαβεβαίωση ότι «δεν είμαι ο γιος κανενός»; H θεατρική σκηνή εμφανίζεται πολύ πλούσια σε προβληματισμό. Υπαινίσσομαι την Αθέατη Θέα του Doland Margulies που με τη σκηνοθετική αρτιότητα του Γρηγόρη Βαλτινού καθώς και την υποκριτική τέχνη του ιδίου και των συνεργατών του αντιμετωπίζει τη ρευστή μεθόριο ανάμεσα στο «δικαίωμα στη διαφορά» και στην «περιχαράκωση στη διαφορά»…


Ο κ. Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.