Σύμφωνα με τα όσα έχουν γίνει ως τώρα, και που υποστηρίξαμε με νύχια και δόντια, η Κυπριακή Δημοκρατία είναι ένα ανεξάρτητο κράτος, μέλος του ΟΗΕ και πολλών άλλων διεθνών οργανισμών. Θέλει τώρα να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Θέλει επίσης, από δεκάδες χρόνια, να λύσει το «εθνικό πρόβλημα».


Το διαπραγματεύεται από την επομένη του πολέμου. Εχει αποδεχτεί (Μακάριος) την ιδέα ενός κράτους ομοσπονδιακού και διζωνικού. Αυτό που προβλέπουν όλες οι αποφάσεις του ΟΗΕ. Η ελληνική πλευρά, που από το 1974 βρίσκεται σε πολύ δύσκολη θέση, απαιτούσε όμως από την παγκόσμια κοινότητα όχι μόνο λόγια αλλά έργα. Σωστό. Ομως, η τουρκοκυπριακή πλευρά προσποιούμενη ότι «διαπραγματεύεται» ήθελε αποκλειστικά την αναγνώριση της κρατικής της υπόστασης, την οριστική διχοτόμηση του νησιού με βάση τα «τετελεσμένα» του πολέμου και της κατοχής. Και έκανε ό,τι μπορούσε για να μην υπάρξει συμφωνία. Το δόγμα της ήταν ότι το πρόβλημα λύθηκε το 1974.


Τώρα ο ΟΗΕ, μέσω του κ. Κόφι Αναν, προτείνει ένα συγκεκριμένο διζωνικό ομοσπονδιακό κράτος σε συνδυασμό μάλιστα με την προοπτική της ένταξης ολόκληρου του νησιού στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Η παγκόσμια κοινότητα (ίσως και η ίδια η Τουρκία) ασκεί μια ασφυκτική πίεση πάνω στον κ. Ντενκτάς. Το σχέδιο αυτό θα το διαπραγματευτούν, όσο είναι δυνατό, οι δύο κοινότητες. Αν τελικά μπορέσουν να το διαπραγματευτούν ειλικρινά με στόχο την επιτυχία και όχι την αποτυχία. Και το τελικό αποτέλεσμα θα το αποδεχτούν ή δεν θα το αποδεχτούν οι ελληνοκύπριοι και οι τουρκοκύπριοι. Αυτοί θα το βιώσουν, αυτοί θα το «υποστούν».


Ποιες άλλες λύσεις προσφέρονται; Απλό είναι: η οριστική διχοτόμηση. Μια «καθαρή λύση» μάς λένε οι υποστηρικτές της. Πολύ καθαρή, όντως: χωρίς την επιστροφή χιλιάδων προσφύγων στα σπίτια τους· χωρίς τη Μόρφου και την Αμμόχωστο· με τη βεβαιότητα μιας μόνιμης ελληνοτουρκικής κρίσης και ενός νέου ελληνοτουρκικού συνόρου στην άλλη άκρη της Μεσογείου για μας, δίπλα από τις βάσεις της για την Τουρκία· και με μια νέα κρίση εμπιστοσύνης σε σχέση με την Ευρωπαϊκή Ενωση.


Υπάρχει όμως και ένα άλλο «ζητηματάκι». Συζητάμε, και με τι πάθος, το «ναι» ή το «όχι» που επαφίεται στην απόφαση των Κυπρίων και όχι τη δική μας. Ακόμα και οι ιεράρχες μας ανακατεύονται ως μη όφειλαν (αλλά τους εξώθησαν αφρόνως οι κυβερνητικοί) σαν να μην έφταναν τα όσα διέπραξαν τότε σε βάρος του Μακαρίου και πιο πρόσφατα σε βάρος της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής (μακεδονικό και όχι μόνο). Ξεσπαθώνουν οι «καπετάνιοι» των εθνικών ραδιοτηλεοπτικών αγώνων. Οργίζονται εθνοπρεπώς οι τσοβολοπαπαρηγάδες.


Για να πετύχουν τι; Εμείς, ως ελληνικό κράτος, δύο δυνατότητες αρνητικής παρέμβασης έχουμε. 1. Να πιέσουμε τη Λευκωσία να πει «όχι»: θα αναλάβουμε όμως τις συνέπειες των πιέσεών μας ή μετά, όπως και στο παρελθόν, θα σφυρίζουμε αδιάφορα; 2. Να οργανώσουμε την «αντίσταση» των Κυπρίων στην ίδια τους την πολιτική ηγεσία ώστε το «όχι» να βγει από το τελικό δημοψήφισμα. Υπάρχουν ενδείξεις ότι κάτι τέτοιο επιδιώκουν, σε Αθήνα και Λευκωσία, οι όσοι ακραίοι «πατριώτες». Εχουμε βεβαίως και θετικές δυνατότητες. Να βοηθήσουμε με όλα τα μέσα τον πρόεδρο Κληρίδη στις δύσκολες ημέρες που έρχονται. Να συσπειρώσουμε ένα φιλικό ευρωπαϊκό μέτωπο. Να «παίξουμε» μια Τουρκία με ευρωπαϊκή προοπτική και όχι μια Τουρκία εχθρό. Αυτό όμως προϋποθέτει τη δική μας πλήρη και έντιμη ενημέρωση. Προϋποθέτει πολιτική μάχη ξεκάθαρη και όχι τα μίζερα μισόλογα τόσων υπουργών που μας λένε «και τι να κάνουμε, εμείς οι αδύναμοι». Προϋποθέτει επιτέλους κάποια πίστη στο μέλλον. Χωρίς αυτήν, όταν γυρίζεις την ύστατη σελίδα του αταβιστικού μεγαλοϊδεατισμού μας μόνον η πικρή νοσταλγία σού μένει. Δεν χτίζεις μ’ αυτά.