Η ιστορία της ανέγερσης του Μουσείου της Ακροπόλεως είναι ενδεικτική της μεγάλης μας αδυναμίας να αντιμετωπίζουμε με σοβαρότητα και συνέπεια τη διαχείριση της πολιτισμικής μας κληρονομιάς.


Το εγχείρημα αυτό έχει απασχολήσει τους αρμόδιους φορείς αλλά και την κοινή γνώμη εδώ και αρκετές δεκαετίες. Εχουν εκφρασθεί πολλές απόψεις που όλες αποσκοπούσαν να συμβάλουν στην ανέγερση ενός μουσείου αντάξιου του περιεχομένου του.


Τελικά προκηρύχθηκε διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός και η διεθνής κριτική επιτροπή που ορίστηκε για τον σκοπό αυτό απένειμε το πρώτο βραβείο σε δύο ιταλούς αρχιτέκτονες, οι οποίοι προσδιόρισαν τη θέση του μουσείου στην περιοχή Μακρυγιάννη, που ήταν ένας από τους τρεις χώρους που είχαν προεπιλογεί. Τότε όμως διαπιστώθηκε ότι οι απαλλοτριώσεις που ήταν απαραίτητες να γίνουν απαιτούσαν τεράστια χρηματικά ποσά, τα οποία ήταν αδύνατο να εκταμιευθούν από τον κρατικό προϋπολογισμό καθώς και ότι τμήμα του χώρου αυτού έχει ήδη χρησιμοποιηθεί για τις ανάγκες του Μετρό. (Αυτό μου θυμίζει την ιστορία του Μεγάρου Σταθάτου που είχε αγοραστεί για να γίνει ξενώνας υψηλών προσωπικοτήτων και αφού δαπανήθηκαν τεράστια ποσά για την εκ βάθρων επισκευή του και τον εξοπλισμό του και ενώ ήταν έτοιμο να παραδοθεί για χρήση, οι αρμόδιες ελληνικές αρχές ανακάλυψαν… ότι δεν πληρούσε τους όρους ασφαλείας για τη διαμονή τους. Τώρα σε ένα τμήμα του Μεγάρου στεγάζονται υπηρεσίες του Πρωθυπουργού ενώ το υπόλοιπο έχει παραχωρηθεί στο Μουσείο Γουλανδρή.)


Το βραβευθέν σχέδιο εγκαταλείφθηκε, νέες ιδέες λιγότερο φιλόδοξες άρχισαν να προβάλλονται ενώ η προκήρυξη του νέου αρχιτεκτονικού διαγωνισμού φαίνεται ότι βρίσκεται «στα σκαριά» πάντοτε στην περιοχή Μακρυγιάννη. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι για τον χώρο αυτό έχουν διατυπωθεί έντονες επιφυλάξεις, αφού για την ανέγερση του Μουσείου θα καταστραφούν, με τη συγκατάθεση του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ), αρχαιότητες (βλ. άρθρο Γιάννη Χαΐνη, «Νέες Εποχές», 23.7.2000). Βάσιμα λοιπόν εκφράζονται φόβοι ότι το θέμα οδηγείται στις ελληνικές καλένδες.


Τα προβλήματα του Μουσείου


Πριν από λίγες εβδομάδες διάβασα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον («Νέες Εποχές», 9.7.2000) τις απόψεις του καθηγητή της κλασικής αρχαιολογίας στο ΑΠΘ κ. Μιχάλη Τιβέριου. Ο αρθρογράφος αφού περιγράφει «την περιπέτεια» του εγχειρήματος του Μουσείου Ακροπόλεως και αφού διαπιστώνει ότι «ο χώρος που απέμεινε δεν επαρκεί πλέον για μουσείο αντάξιο των εκθεμάτων που πρόκειται να στεγάσει αλλά ούτε και εκείνους που απαιτούνται σήμερα για ένα σύγχρονο μουσείο» καταλήγει στην άποψη ότι «με βάση τα σημερινά δεδομένα, πιο ενδεδειγμένη λύση είναι η χρησιμοποίηση των χώρων του κτιρίου Μακρυγιάννη όσο και του υπάρχοντος μουσείου με κάποιες ίσως μικροεπεμβάσεις». Είναι βέβαιο ότι η άποψη του κ. Τιβέριου θα προκαλέσει αντιδράσεις. Δεν είμαι ούτε αρχαιολόγος ούτε αρχιτέκτονας. Η λύση όμως του κ. Τιβέριου φαίνεται πολύ ρεαλιστική και προπαντός άμεσα πραγματοποιήσιμη. Ο συγγραφέας του άρθρου στη συνέχεια επικεντρώνει την προσοχή του στην ανέγερση ενός νέου αρχαιολογικού μουσείου και μάλιστα στην περιοχή της Ακαδημίας του Πλάτωνος «όπου υπάρχει αρκετός χώρος και όπου το ελληνικό δημόσιο έχει ήδη προχωρήσει σε μεγάλες απαλλοτριώσεις».


Συμφωνώ με την ιδέα ότι ο τόπος μας έχει ανάγκη από ένα αντάξιο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Φοβάμαι όμως ότι η ανέγερσή του στην περιοχή της Ακαδημίας του Πλάτωνος θα έχει την ίδια τύχη με το Μουσείο της Ακροπόλεως. Διότι θα κριθεί ότι ο ήδη υπάρχων χώρος δεν είναι επαρκής, ότι χρειάζονται νέες απαλλοτριώσεις άρα και άλλα χρήματα από τον κρατικό προϋπολογισμό, ενώ με τις ανασκαφές είναι βέβαιο ότι θα αποκαλυφθούν σημαντικά αρχαιολογικά ευρήματα τα οποία θα κριθούν διατηρητέα. Στη συνέχεια, βέβαια, θα πρέπει να προκηρυχθεί διεθνής αρχιτεκτονικός διαγωνισμός και να ορισθεί διεθνής κριτική επιτροπή. Ολα όμως θα απαιτήσουν όχι μόνο απροσδιορίστου ύψους δαπάνες αλλά και χρονοβόρες διαδικασίες χωρίς μάλιστα να είμαστε βέβαιοι ­ αυτό το έχει αποδείξει η νεοελληνική πραγματικότητα ­ ότι το εγχείρημα θα έχει αίσια κατάληξη.


Είναι όμως βέβαιο ότι το Εθνικό Αρχαιολογικό μας Μουσείο ασφυκτιά από έλλειψη χώρων. Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο ιδρύθηκε ουσιαστικά με πρωτοβουλία του Χαρίλαου Τρικούπη το 1881, ενώ η ανέγερσή του είχε ήδη αρχίσει από το 1866 στο μεγάλο οικόπεδο που δωρήθηκε από την Ελένη Τοσίτσα πάνω σε σχέδιο του Lange, που στη συνέχεια τροποποιήθηκε από έναν εμπνευσμένο αρχιτέκτονα, έργα του οποίου κοσμούν ακόμη τον τόπο μας, τον Ernst Ziller. Τελικά το 1889 ολοκληρώθηκε η ανέγερση του κτιρίου και το 1891 άρχισε η μεταφορά όλων των αρχαίων που κατείχε η Αρχαιολογική Εταιρεία, της οποίας η μουσειακή συμβολή υπήρξε ανεκτίμητη. Παράλληλα, το μουσείο εμπλουτίστηκε από ευρήματα αρχαιολογικών ανασκαφών και από σημαντικές δωρεές μεγάλων εθνικών ευεργετών που είχαν συμβάλει και με τεράστια χρηματικά ποσά για την ανέγερσή του.


Δύο κτιριολογικές επεμβάσεις στο οικοδόμημα, το 1925 και γύρω στο 1960, έχουν δώσει την τωρινή του όψη. Σήμερα, στον χώρο αυτό στεγάζονται: το Εθνικό Αρχαιολογικό, το Επιγραφικό καθώς και τμήμα του Νομισματικού Μουσείου, το οποίο όμως πρόκειται σύντομα να μεταφερθεί στο νεοκλασικό της οδού Πανεπιστημίου, όπου παλαιότερα στεγαζόταν ο Αρειος Πάγος. Στεγάζονται επίσης εργαστήρια συντήρησης για τις δικές του ανάγκες, τα οποία όμως παράλληλα έρχονται αρωγά σε αιτήματα περιφερειακών αρχαιολογικών μονάδων καθώς και αποθηκευτικοί χώροι.


Τα ευρήματα που έχουν συγκεντρωθεί στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο είναι μοναδικά. Εκτός δε από τα γλυπτά, το μουσείο κατέχει μία από τις πλουσιότερες στον κόσμο συλλογές χάλκινων έργων ενώ ο αρχαίος αιγυπτιακός πολιτισμός αντιπροσωπεύεται με αξιόλογη συλλογή που καλύπτει χρονικά όλη τη μακραίωνη ιστορία της αρχαίας Αιγύπτου.


Η διαμόρφωση του χώρου


Είναι δεδομένο ότι ο υφιστάμενος σήμερα χώρος δεν επαρκεί για να αναδειχθεί όλος αυτός ο πλούτος και να τον απολαύσουν οι επισκέπτες. Εκθεσιακοί χώροι ανεπαρκέστατοι τόσο για τη μόνιμη έκθεση όσο και για τις περιοδικές, αποθήκες μικρές και χώροι των εργαστηρίων περιορισμένοι είναι η τωρινή εικόνα. Σημειωτέον ότι τελευταία τα πράγματα έγιναν χειρότερα. Διότι οι υπάρχοντες χώροι περιορίστηκαν αισθητά εξαιτίας των σεισμών του περασμένου Σεπτεμβρίου, συνεπεία των οποίων τέθηκαν εκτός λειτουργίας οι αίθουσες του ισογείου και του πρώτου ορόφου της δυτικής πλευράς. Υπολογίστηκε ότι η στατική θωράκιση απαιτεί γύρω στα 11 δισεκατομμύρια ενώ η εγκατάσταση κλιματισμού σε όλους τους χώρους χρειάζεται άλλα 4,5 δισ. Με τα σημερινά δεδομένα, το ποσό των 16 περίπου δισ. δεν αποτελεί υπέρογκη επιβάρυνση του προϋπολογισμού.


Το πρόβλημα όμως είναι η συνολική αντιμετώπιση των χώρων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Πρέπει να είναι άμεση αλλά και το ύψος της δαπάνης να μην είναι απαγορευτικό. Φρονώ λοιπόν ότι μια εφικτή λύση είναι η επέκτασή του στους χώρους που σήμερα χρησιμοποιεί το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο στην οδό Μπουμπουλίνας.


Η λύση ίσως δεν είναι η ιδανική. Κινείται όμως στα όρια των δυνατοτήτων του προϋπολογισμού και είναι άμεσα πραγματοποιήσιμη. Θέλω δε να πιστεύω ότι το ΕΜΠ, ανώτατο πνευματικό ίδρυμα της χώρας, με ιστορία, παράδοση και ευαισθησίες, δεν θα αρνηθεί τη μεγάλη αυτή προσφορά. Αφού μάλιστα η Πολυτεχνειούπολη στου Ζωγράφου, που ανεγέρθηκε με κρατική δαπάνη, καλύπτει πλέον τις ανάγκες του. Αλλωστε, τα νεοκλασικά κτίρια της οδού Πατησίων που συνδέονται με την ιστορία του θα παραμείνουν στη χρήση του.


Παράλληλα, θα πρέπει να αξιοποιηθεί ο πεζόδρομος που χωρίζει τα δύο ιδρύματα, που σήμερα έχει μεταβληθεί σε χώρο απορριμμάτων και κάθε είδους ασχημιών κατά τις νυχτερινές ώρες. Εκεί θα πρέπει να δημιουργηθεί υπόγεια διάβαση για να ενωθούν τα δύο κτίρια και υπόγειοι χώροι σταθμεύσεως για τα τουριστικά λεωφορεία που σήμερα σταθμεύουν στην οδό Πατησίων δημιουργώντας κυκλοφοριακή συμφόρηση.


Μπορούν επίσης να κατασκευασθούν υπόγειοι εκθεσιακοί χώροι που να επεκταθούν και στο έμπροσθεν του Μουσείου κηπάριο κατά το πρότυπο του Μουσείου του Λούβρου. Ο δε υπέργειος χώρος αφού περιμανδρωθεί κατάλληλα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την έκθεση αντιγράφων μέσα σε καταπράσινο περιβάλλον.


Οι απόψεις που καταθέτω με το άρθρο αυτό δεν διεκδικούν το αλάθητο. Τις θέτω σε δημόσιο διάλογο καλοπροαίρετα με την πεποίθηση ότι οι όποιες ενστάσεις στις δικές μου θέσεις θα είναι εξίσου καλών προθέσεων. Το μόνο που θα ήθελα εκ των προτέρων να επισημάνω σε όσους εκ των επικριτών μου διαπνέονται από μεγαλόπνοες σκέψεις για τη διατήρηση του πολιτιστικού μας πλούτου είναι ότι συνήθως σε αυτό τον τόπο τα μεγαλόπνοα σχέδια καταλήγουν άπνοα.


Ο κ. Ιωάννης Μ. Βαρβιτσιώτης είναι βουλευτής Επικρατείας της ΝΔ, πρώην υπουργός.