Αν κατάλαβα καλά, το αντικείμενο της συζήτησης που ξεκίνησε από ένα ρεπορτάζ του «Βήματος» της Κυριακής 6 Ιουνίου είναι ότι υπάρχουν άνθρωποι που δεν κατανοούν τι λέει και τι εννοεί με αυτά που λέει ο κ. Ζακ Ντεριντά. Το γεγονός δεν νομίζω ότι χρειάζεται απόδειξη! Οντως η σκέψη και η διατύπωση της σκέψης του κ. Ντεριντά είναι δυσνόητες. Δεν χρειάζονται όμως και κανέναν περαιτέρω σχολιασμό. Καλά κάνουν και δεν καταλαβαίνουν, πρόβλημά τους!


Αυτή είναι η διαφορά μεταξύ ενός επιστήμονα και ενός δημοσιογράφου. Ο δημοσιογράφος έχει υποχρέωση να γίνεται κατανοητός από όλο τον κόσμο, ο επιστήμονας όχι. Και προφανώς το μέτρο κρίσης της αξίας ενός επιστήμονα δεν είναι αν τον καταλαβαίνει ή αν δεν τον καταλαβαίνει ο κάθε δημοσιογράφος που έτυχε να παρευρεθεί σε μία από τις διαλέξεις του.


Αυτή η διευκρίνιση είναι προφανώς χρήσιμη όχι για τον κ. Ντεριντά αλλά για εμάς τους δημοσιογράφους. Επικρατεί εσχάτως η αντίληψη ότι ο δημοσιογράφος είναι ένα είδος κριτή των πάντων και μέτρο όλων των πραγμάτων. Είναι το μέτρο για τον Μιλόσεβιτς και για τον Ντεριντά, για τον Οτσαλάν και για τον Ομπράντοβιτς, για το Χρηματιστήριο και για το Κοσσυφοπέδιο. Η δυνατότητά του να κατανοήσει το ένα ή το άλλο εκλαμβάνεται ως γενική δυνατότητα κατανόησης του ενός ή του άλλου. Η εκτίμησή του επέχει θέση γενικής εκτίμησης.


Είναι έτσι; Προφανώς όχι! Ο κ. Ντεριντά και ο κάθε κ. Ντεριντά έχουν το αναφαίρετο δικαίωμα να μην τους κατανοεί κανένας δημοσιογράφος, να μην αρέσουν σε κανέναν δημοσιογράφο και να αντιμετωπίζονται ταυτοχρόνως με σεβασμό και σοβαρότητα από όλους τους δημοσιογράφους. Για τον απλούστατο λόγο ότι η επάρκειά τους ή η ανεπάρκειά τους δεν είναι αντικείμενο των δημοσιογράφων αλλά των ανθρώπων που κατέχουν το επιστημονικό και γνωστικό αντικείμενό τους με τόση επάρκεια όση χρειάζεται για να το κρίνουν.


Διότι, αν η δυνατότητα κατανόησης των δημοσιογράφων (και μάλιστα των ελλήνων δημοσιογράφων…) ήταν το μέτρο της επιστημονικής εγκυρότητας των στοχαστών, τότε πολύ φοβούμαι ότι ολόκληροι επιστημονικοί κλάδοι, από τη μοριακή βιολογία ως τη φυσική των σωματιδίων και από την αστροφυσική ως τα μαθηματικά, θα είχαν εκλείψει οριστικά από το τοπίο της γνώσης.


Αυτά τα πράγματα αγγίζουν τα όρια του αυτονόητου, δεν χρειάζεται περαιτέρω επεξήγηση. Αλλωστε, αφότου υπάρχει ανθρώπινη σκέψη, το κλασικό στερεότυπο που επιστρατεύουν οι αγράμματοι εναντίον των εγγραμμάτων είναι ότι οι εγγράμματοι «ομιλούν ακατανόητα» ­ εννοείται ότι «ομιλούν ακατανόητα» για τους αγράμματους… Το στερεότυπο της «λαϊκής επιστήμης», της επιστήμης που παράγεται από τις μάζες για τις μάζες, έχει εκλείψει και αυτό από την εποχή του απίστευτου εκείνου Λισένκο. Το πρόβλημα είναι ότι η δημοσιογραφία, δυστυχώς, καταφεύγει συχνά σε εύκολα στερεότυπα προκειμένου να κάνει τη δουλειά της.