Σε προηγούμενες επιφυλλίδες έχουμε δει το κράτος με την πρώτη όψη του, ως έναν θεσμικό οργανισμό και υποκείμενο της ιστορίας. Το έχουμε δει και με τη δεύτερη, ως ένα σύστημα σχέσεων: το Ληξιαρχείο απλώς διαμεσολαβεί στη σχέση του γάμου· η Βουλή απλώς επικυρώνει μια συλλογική σύμβαση· το Δημόσιο Ταμείο εισπράττει φόρους με το ένα χέρι και με το άλλο καταβάλλει επιδοτήσεις σε βιομηχανίες.


Ωστόσο όλες οι ανθρώπινες σχέσεις, συλλογικές ή ατομικές, εμπεριέχουν το σπέρμα της μεταβολής, της αντίθεσης, ενίοτε και της διαμάχης. Τον γάμο θα ανατρέψει ένα διαζύγιο ή ο θάνατος· μια διαφορετική συλλογική σύμβαση θα αντικαταστήσει την πρώτη· κάποιες επιδοτήσεις θα καταργηθούν για να μειωθούν ορισμένοι φόροι.


Γι’ αυτό ακριβώς μπορούμε να φανταστούμε το κράτος όχι μόνο ως ένα ενεργό υποκείμενο, όχι μόνο ως ένα σύστημα σχέσεων, αλλά και ως ένα πεδίο αντιθέσεων, ατομικών και συλλογικών· οι οποίες οδηγούν άλλοτε σε αναδιαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς, άλλοτε σε διαμάχες και κοινωνικούς πολέμους. Ετσι από τη δεύτερη όψη του κράτους περνάμε στην τρίτη.


Από ένα σύστημα σχέσεων, σε ένα πεδίο πολέμου: οι δύο αυτές όψεις όχι μόνο συνυπάρχουν, αλλά έχουν μεταξύ τους μια σχέση ιδιαίτερη και στενότατη: η μία οδηγεί στην άλλη· και τανάπαλιν. Θα προσπαθήσω να δείξω αυτή την αλληλεξάρτηση με ένα οικονομικό παράδειγμα.


Εστω ότι το κράτος υπερφορολογεί μια ομάδα πολιτών, π.χ. τους μισθωτούς, και υποφορολογεί μιαν άλλη, π.χ. τους ελεύθερους επαγγελματίες. Εχουμε ήδη πει ότι δεν πρόκειται για δύο ξεχωριστές σχέσεις των δύο αυτών ομάδων με το κράτος αλλά, επίσης, και για μία μεταξύ τους σχέση ­ και μάλιστα άνιση. Η πιο αδύναμη από τις δύο ομάδες, μη μπορώντας να αποτινάξει την υπερφορολόγησή της, την υφίσταται σχεδόν παθητικά. Η άλλη, έχοντας μεγαλύτερη κοινωνική και πολιτική δύναμη, επιβάλλει στο κράτος την υποφορολόγησή της. Αν όμως αλλάξει ο μεταξύ τους συσχετισμός δυνάμεων, αρχίζουν οι αμφισβητήσεις της άνισης αυτής σχέσης· οι οποίες οδηγούν είτε σε διαπραγματεύσεις και συμβιβασμούς είτε σε συγκρούσεις. Τόσο οι διαπραγματεύσεις όσο και οι συγκρούσεις διεξάγονται στο πεδίο της κρατικής εξουσίας· για να καταλήξουν, μέσω νέων κρατικών ρυθμίσεων, σε μια νέα σχέση μεταξύ των δύο ομάδων φορολογουμένων.


Επομένως η κάθε διαμεσολάβηση του κράτους, η κάθε ρύθμιση την οποία διεκπεραιώνει, δεν πιστοποιεί απλώς μια κοινωνική σχέση· κλείνει ή ανοίγει ένα διάλογο ή μιαν αντίθεση μεταξύ ατόμων και ομάδων, μια διαπραγμάτευση, μιαν αντιπαράθεση, μια διαμάχη, έναν πόλεμο· και προοιωνίζεται είτε τον συμβιβασμό μεταξύ των αντιμαχομένων, είτε τη νίκη για τους μεν, την ήττα για τους δε.


Παράδειγμα δεύτερο: όταν το Δημόσιο εισπράττει από τους μεν επαχθείς φόρους για να καταβάλει στους δε ωραίες επιδοτήσεις, ρυθμίζει με τη διαμεσολάβησή του αυτή μια σχέση που, πιθανότατα, θα προξενήσει κάποτε αντιθέσεις μεταξύ των δύο πλευρών. Οι φορολογούμενοι θα διαμαρτυρηθούν ή θα φοροδιαφύγουν. Οι επιχειρήσεις θα απειλήσουν διακοπή των επενδύσεών τους, απαιτώντας να διατηρηθούν οι επιδοτήσεις, άρα και οι φόροι. Ποιος θα κατισχύσει του άλλου; Οποιος θα είναι στη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή ισχυρότερος κοινωνικά και πολιτικά.


Τρίτο παράδειγμα: τα άτομα και οι κοινωνικές ομάδες που συνήθως ελέγχουν το μεγαλύτερο μέρος του δημοσίου χρέους έχουν συχνά την οικονομική και την πολιτική ισχύ που χρειάζονται για να επηρεάζουν την προσφορά του δανειακού χρήματος· άρα, στο πεδίο των κρατικών ρυθμίσεων, το ύψος των επιτοκίων και τους λοιπούς όρους των δημοσίων δανείων. Σε νεότερες ιστορικές περιόδους, μπορούν να επηρεάζουν έτσι και την τιμή της έκδοσης ενός δανείου ή τον τρόπο φορολόγησης των τόκων. Αυτά ισχύουν ακόμη και στις ημέρες μας· με διαφορετικούς όρους από ό,τι π.χ. στον 19ο αιώνα, αλλά ισχύουν. Οι περίφημες «δυνάμεις» της αγοράς χρήματος, ακόμη και της διεθνούς, μπορεί να θεωρούνται και να είναι σήμερα υπέρτερες της εξουσίας των κρατών, αλλά δεν είναι απρόσωπες: τα πρόσωπα που τις κινούν, πρόσωπα νομικά ή φυσικά, είναι όσα μπορούν να μετακινούν αστραπιαίως τα κεφάλαιά τους· δηλαδή, ακριβώς, να επηρεάζουν την προσφορά κεφαλαίων.


Ετσι οδηγούμεθα σε ένα τελευταίο και συναφές παράδειγμα. Είναι πολυπλοκότερο, αλλά και χρησιμότερο. Επειδή μπορεί να μας οδηγήσει και σε γενικότερα συμπεράσματα.


Γιατί άραγε πτωχεύει ένα κράτος; Οχι επειδή πάσχει από περιοδικές κρίσεις αποβλάκωσης ή από ανεξήγητες μανίες σπατάλης· αλλά επειδή, σε ορισμένες ιστορικές στιγμές, συντρέχουν συνθήκες που οδηγούν κατευθείαν σε συγκρούσεις· οι οποίες, με τη σειρά τους, οδηγούν στο δημοσιονομικό αδιέξοδο και στην πτώχευση. Συνθήκες, π.χ., εκτεταμένου δημόσιου δανεισμού, υψηλών επιτοκίων, βαριάς φορολογίας και, τέλος, ανεργίας. Οταν συντρέχουν όλες μαζί οι συνθήκες αυτές, οι φορολογούμενοι αρνούνται (ή αδυνατούν) να συνεισφέρουν στον κορβανά τα ποσά που απαιτούν οι ομολογιούχοι· οι άνεργοι και οι εργαζόμενοι ξεσηκώνονται ζητώντας δουλειά, επιδόματα ανεργίας και αυξήσεις· οι επιδοτούμενοι αρνούνται να επενδύσουν χωρίς περαιτέρω επιδοτήσεις· και οι ομολογιούχοι αρνούνται να δανείσουν με χαμηλότερα επιτόκια.


Γι’ αυτούς τους λόγους και σε τέτοιες ιστορικές συγκυρίες πτωχεύει ένα κράτος· και όχι μόνο επειδή είναι δήθεν εκ φύσεως και πάντοτε αδηφάγο, σπάταλο και ηλίθιο. Είναι αλήθεια ότι εμφανίζεται συχνά σαν να έχει όντως τις ιδιότητες αυτές· αλλά εξίσου συχνά τις έχουν και τα άλλα κοινωνικά υποκείμενα που συγκρούονται στο πεδίο του κράτους· άτομα, επαγγελματικές οργανώσεις, κοινωνικές τάξεις, επιχειρήσεις, ομολογιούχοι, χρηματιστηριακοί παίκτες· κοινωνικά υποκείμενα αδηφάγα όταν μπορούν κάτι να εισπράξουν από τον κορβανά, αλλά φιλάργυρα όταν πρόκειται κάτι να πληρώσουν· που ενώ αρχικά επιδιώκουν με περισσή απληστία να υπερδανείσουν το Δημόσιο, ξαφνικά πανικοβάλλονται και του κόβουν κάθε δυνατότητα επαναδανεισμού· που ενώ συνήθως είναι πανέξυπνα, ενίοτε καταντούν, από την υπερβολική και άπληστη εξυπνάδα τους, ηλίθια· όπως μας θύμισε προσφάτως ένα από τα αντίπαλα αυτά υποκείμενα, ίσως ένα από τα εξυπνότερα: ο μεγιστάνας των χρηματιστηρίων Τζορτζ Σόρος.


Το κράτος πτωχεύει επειδή συγκρούονται επάνω του με τόση ένταση οι αντίπαλες δυνάμεις της κοινωνίας, ώστε να καθιστούν ενίοτε την πτώχευσή του αναπόφευκτη ­ είτε σε συμβιβασμό καταλήξει η σύγκρουση είτε σε πόλεμο μέχρις εσχάτων.


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.