«Το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας δεν είναι η ενεργός ζήτηση» τονίζουν σε ανάλυσή τους ο πρύτανης του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Κωνσταντίνος Γάτσιος και ο οικονομολόγος κ. Δημήτρης Ιωάννου.

«Αν και κάπως νεφελώδης ως προς τις λεπτομέρειες, διάχυτη είναι στην κοινή γνώμη η πεποίθηση πως η βασική αιτία της δυσπραγίας της ελληνικής οικονομίας σήμερα ξεκίνησε από τους σκληρούς περιορισμούς που επέβαλε η τρόικα, τόσο στις δημόσιες δαπάνες όσο και στις αμοιβές. Η πεποίθηση αυτή όχι μόνο καλλιεργείται αλλά και ενισχύεται από τις διακηρύξεις κυβέρνησης και αντιπολίτευσης ότι θα εξοστρακίσουν την τρόικα και το ΔΝΤ, ομονοώντας έτσι, επιτέλους, σχετικά με την πηγή και τη βαθύτερη φύση του προβλήματος της χώρας καθώς και τον τρόπο επίλυσής του»
αναφέρουν και προσθέτουν πως «η άποψη αυτή έχει υποστηριχθεί και από οικονομικές αναλύσεις μεμονωμένων αναλυτών ή ιδρυμάτων της ημεδαπής και αλλοδαπής, με λογιωτέρα βεβαίως διατύπωση: το πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας σήμερα είναι προϊόν της λανθασμένης απάντησης που δόθηκε στην κρίση του 2010 και συνίσταται στο ότι η ενεργός ζήτηση είναι αναιμική και δεν επιτρέπει σε όλους τους παραγωγικούς πόρους της χώρας να ενεργοποιηθούν και να απασχοληθούν».
Ενα απλό στοιχείο


Είναι σωστή αυτή η ευρέως διαδεδομένη άποψη; «Ευτυχώς ή δυστυχώς, όχι» απαντούν και εξηγούν: «Εχουμε επιχειρήσει να το δείξουμε από πολλές πλευρές και με πολλούς τρόπους, θα αρκούσε όμως και μόνο ένα απλό στοιχείο. Η ΕΛΣΤΑΤ μετρά, μεταξύ των άλλων, το ΑΕΠ της χώρας με ένα σταθερό μέτρο αναφοράς ώστε να είναι συγκρίσιμο διαχρονικά. Σε σταθερές τιμές του 2005, λοιπόν, διαπιστώνει κανείς ότι το ΑΕΠ (δηλαδή η «ενεργός ζήτηση») για το 2013 ήταν περίπου 160 δισ. ευρώ. Το 2001 ήταν 165 δισ. ευρώ. Ωστόσο», τονίζουν, «ενώ η διαφορά στην ενεργό ζήτηση μεταξύ των δύο ετών είναι μόνο 3%, η διαφορά στην ανεργία είναι τεράστια: ένα εκατομμύριο άτομα. Δηλαδή, με σχεδόν την ίδια ενεργό ζήτηση (και την ίδια μέση ροπή προς κατανάλωση) η ανεργία το 2013 ήταν κατά 160% υψηλότερη από το 2001!».
Σύμφωνα με τους ίδιους, αυτό σημαίνει ότι «δεν μπορεί να φταίει η ζήτηση, αφού το κλάσμα του ονομαστικού ΑΕΠ προς επίπεδο τιμών είναι σχεδόν το ίδιο, αλλά κάτι άλλο. Κάτι δηλαδή που βρίσκεται μέσα στην ίδια τη διάρθρωση της οικονομίας και έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά μεταξύ των δύο χρονικών στιγμών. Τι είναι αυτό άραγε; Μια περιδιάβαση στους πίνακες των Εθνικών Λογαριασμών το αποκαλύπτει ανάγλυφα. Ολοι οι μονοπωλιακοί και ολιγοπωλιακοί τομείς της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή το Δημόσιο και οι τροφοδοτούμενοι από αυτό ποικίλοι κλάδοι, καλύπτουν σήμερα πολύ μεγαλύτερο ποσοστό του ΑΕΠ από ό,τι το 2001. Ενώ στη διάρκεια της φούσκας 2001-2009 διογκώθηκαν με τον ίδιο ή και ταχύτερο ρυθμό σε σχέση με τους υπόλοιπους κλάδους, όταν επήλθε η κρίση υποχώρησαν μεν, αλλά όχι με την ίδια ταχύτητα και στην ίδια έκταση: κατάφεραν να κρατήσουν ένα μεγάλο ποσοστό από τα κέρδη της περιόδου της ευφορίας. Το πώς το κατάφεραν αυτό δεν είναι δύσκολο να το κατανοήσει κάποιος: αφενός λόγω του μονοπωλιακού – ολιγοπωλιακού τους χαρακτήρα, αφετέρου λόγω της υψηλής πολιτικής επιρροής που διαθέτουν».

«Είναι χαρακτηριστικό»
τονίζουν «ότι σε μια χώρα που έχει στον ιδιωτικό τομέα 1.300.000 ανέργους και επιπλέον άλλους τόσους που εργάζονται αλλά αμείβονται «όποτε», χωρίς κανείς, εκτός από τους ίδιους, να στενοχωριέται ιδιαίτερα, ακόμη και η παραμικρή νύξη να κλείσουν άχρηστοι οργανισμοί του Δημοσίου ή να απολυθούν δέκα ή εκατό απατεώνες που προσελήφθησαν στο Δημόσιο με πλαστούς τίτλους σπουδών προκαλεί πολιτικό σεισμό!».
Η ανταγωνιστικότητα


Οπως επισημαίνουν οι κ.κ. Γάτσιος και Ιωάννου, «συνήθως η ελληνική κρίση περιγράφεται ως κρίση χρέους από τη μια πλευρά και ανταγωνιστικότητας από την άλλη, σαν να επρόκειτο για δύο παράλληλα αλλά ασυσχέτιστα μεταξύ τους φαινόμενα. Στην πραγματικότητα όμως τα συνδέει μια άμεση αιτιακή σχέση. Ο άκρατος δανεισμός και η συνεπαγόμενη ανεξέλεγκτη τόνωση της ενεργού ζήτησης για δέκα τουλάχιστον χρόνια δημιούργησαν έναν σοβαρό διαφορικό πληθωρισμό που κατέστησε μεγάλους τομείς της ελληνικής οικονομίας μη ανταγωνιστικούς θέτοντάς τους εκτός αγοράς, με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, να μην υπάρχουν φορολογικά έσοδα για να εξυπηρετηθούν τα δάνεια. Δηλαδή, η χιμαιρική και ψηφοθηρική επιδίωξη της μεγέθυνσης του ΑΕΠ μέσα από την ανεξέλεγκτη τόνωση της ενεργού ζήτησης κατέστρεψε την οικονομία με δύο τρόπους: πλήττοντας τόσο τη δημοσιονομική ευστάθεια όσο και την ανταγωνιστικότητα».

Το πρόβλημα
Σύμφωνα με τους ίδιους «κάτι αντίστοιχα νοσηρό συμβαίνει και με την ανταγωνιστικότητα σήμερα. Προκειμένου να διατηρήσουν τα πέραν των πραγματικών δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας εισοδήματά τους οι «ευγενείς» κλάδοι του παρασιτισμού είναι απαραίτητο να σφαγιασθεί φορολογικά η υπόλοιπη κοινωνία και να κατακρεουργηθούν οι δαπάνες για δημόσιες επενδύσεις αλλά και για ενίσχυση των πραγματικά ευπαθών ομάδων. Μπορεί το κόστος εργασίας να έχει μειωθεί αρκετά, όμως τώρα το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας των παραγωγικών κλάδων της οικονομίας έχει μεταφερθεί αλλού (εκτός βεβαίως των χρόνιων παθογενειών που τους χαρακτηρίζουν): στην υπερφορολόγηση αλλά και στην πιστωτική ασφυξία (η οποία είναι παρεπόμενο και του ότι το κράτος συρρικνώνει εξακολουθητικά τα διαθέσιμα εισοδήματα, συμπιέζοντας ακόμη περισσότερο τις αποταμιεύσεις). Και τα δύο προκύπτουν ως προϊόντα της αδήριτης ανάγκης να διατηρήσουν οι προνομιούχες τάξεις του παρασιτισμού επίπεδα διαβίωσης που δεν ανταποκρίνονται ούτε στην παραγωγικότητά τους ούτε στις οικονομικές δυνατότητες του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού».

«Αυτή είναι η αιτία»,
τονίζουν, «που υπάρχουν τόσοι άνεργοι και τόσοι απλήρωτοι και όχι κάποια αφηρημένη ενεργός ζήτηση. Μετά την αναπόφευκτη μείωση της συνολικής δαπάνης το 2010 και την εξίσου αναπόφευκτη διαρθρωτική κατάρρευση, η οικονομία σταδιακά παλινδρόμησε στα επίπεδα εισοδήματος του 2000. Αν το βάρος της αναπόφευκτης κρίσης προσαρμογής είχε κατανεμηθεί αναλογικά και δίκαια και όλοι οι κλάδοι είχαν προσαρμόσει τις αμοιβές τους αναλόγως, τότε ούτε η ανεργία θα ήταν τόσο μεγάλη ούτε η κοινωνική δυσπραγία. Το πρόβλημα προκύπτει από το γεγονός ότι σήμερα εθνικό εισόδημα ίσο με εκείνο του 2000 διανέμεται σε πολύ λιγότερους απολήπτες από ό,τι το 2000, καταστρέφοντας την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και αφήνοντας μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού οικονομικά ανενεργό και σε βαθιά ένδεια».
Θανάσιμη φενάκη


Οι κ.κ. Γάτσιος και Ιωάννου καταλήγουν επισημαίνοντας ότι «αν δεν λυθεί το πρόβλημα της άνισης και άδικης κατανομής των βαρών της κρίσης, η χώρα θα συνεχίσει να τρώει τις ίδιες της τις σάρκες και δεν πρόκειται να υπάρξει ποτέ πραγματική ανάπτυξη. Ευτυχώς τουλάχιστον που, παρά την επικρατούσα δημαγωγία, δεν πρόκειται να υπάρξει τόνωση της ενεργού ζήτησης. Λέμε ευτυχώς γιατί αυτό θα ήταν μια θανάσιμη φενάκη: νέα δανεικά θα διοχετεύονταν στην οικονομία για να διαρπαγούν τάχιστα από τους παρασιτικούς κλάδους και φορείς με μηδενικό αναπτυξιακό αποτέλεσμα. Βέβαιη κατάληξη θα ήταν μια ακόμη μεγαλύτερη, ολοκληρωτικά καταστροφική τη φορά αυτή, κρίση. Παρά την επικρατούσα ιδεοληψία, οι οικονομίες δεν αναπτύσσονται με την ακατάσχετη δημιουργία ελλειμμάτων και χρέους, αλλά μέσω της βελτίωσης της παραγωγικότητας και της ανταγωνιστικότητάς τους, κάτι για το οποίο, ειδικά σε μια μικρή ανοικτή οικονομία, που είναι μάλιστα και μέλος νομισματικής ένωσης, οι πολιτικές τόνωσης της ζήτησης είναι, εκτός εξαιρετικών περιπτώσεων, ανεύθυνες και καταστροφικές. Η μόνη ελπίδα σωτηρίας της χώρας», τονίζουν, «βρίσκεται σε εκείνες τις μεταρρυθμίσεις κοινωνικής δικαιοσύνης και οικονομικής αποτελεσματικότητας τις οποίες αρνείται πεισματικά να υλοποιήσει, όταν δεν μάχεται λυσσωδώς, η επίσημη πολιτική τάξη, ένθεν κακείθεν».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ