Η Ισπανία φαίνεται ότι αναδεικνύεται πλέον στο κρίσιμο μέτωπο της οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη. Αυτό προκύπτει από τη χθεσινή δημοσιοποίηση των εκθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημοσιονομική κατάσταση των 27 κρατών – μελών, με τον επίτροπο αρμόδιο για τις Οικονομικές και Νομισματικές Υποθέσεις Όλι Ρεν να αφήνει πάντως ανοιχτό το ενδεχόμενο να δοθεί παράταση ενός έτους στη Μαδρίτη προκειμένου να περιορίσει το έλλειμμά της κάτω από το 3%.

Υπενθυμίζεται ότι στα τέλη του 2011, το ισπανικό έλλειμμα ήταν 8,9% και ο σχεδιασμός είναι να πέσει στο 3% το 2013. Σύμφωνα με την έκθεση της Κομισιόν, που έπειτα από τις περυσινές αλλαγές στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης έχουν και νομική βαρύτητα, η κυβέρνηση του Μαριάνο Ραχόι θα πρέπει να συνεχίσει όμως τις περικοπές και την προσαρμογή, διαφορετικά το δημόσιο χρέος θα φθάσει και θα ξεπεράσει το 100% του ΑΕΠ το 2020.

Η Επιτροπή πάντως ίσως ανοίξει με τις εκθέσεις της ένα νέο μέτωπο με τη Γαλλία, καθώς επισημαίνει ότι το Παρίσι δεν έχει πράξει αρκετά στον τομέα του περιορισμού του ελλείμματος. «Η δημοσιονομική προσαρμογή αποτελεί μία από τις κύριες προκλήσεις για τη Γαλλία. Με δεδομένες τις εντάσεις που προκαλεί η κρίση χρέους, οι γαλλικές αρχές χρειάζεται να εξειδικεύσουν τα απαραίτητα μέτρα για να διασφαλίσουν ότι το υπερβολικό έλλειμμα θα διορθωθεί το 2013» τονίζεται χαρακτηριστικά.

Ωστόσο, ο νέος γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ είχε προεκλογικά υποσχεθεί μία σειρά μέτρων που κινούνται σε αντίθετη κατεύθυνση από αυτή της λιτότητας και θα έχει ενδιαφέρον ο τρόπος με τον οποίο θα αποφασίσει ή όχι να προσαρμοστεί. Δεν πρέπει δε να λησμονείται η παραδοσιακή αλλεργία του Παρισιού στις υποδείξεις της Επιτροπής.

Τέλος, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πρόταση της Κομισιόν, όπως εκφράστηκε από τον πρόεδρό της Ζοζέ Μανουέλ Μπαρόζο, για τη δημιουργία μίας «τραπεζικής ένωσης». Αν αυτό το βήμα πραγματοποιηθεί, τότε ίσως ανοίξει ο δρόμος για να δανείζει απευθείας ο ευρωπαϊκός μηχανισμός σταθερότητας όσες τράπεζες έχουν πρόβλημα, μία άποψη στην οποία αντιτίθεται προς το παρόν σφόδρα η Γερμανία. Την άποψη της Επιτροπής συμμερίζονται τόσο η ΕΚΤ όσο και το ΔΝΤ.