Η Deutsche Bank USA, αμερικανική θυγατρική του μεγαλύτερου γερμανικού χρηματοπιστωτικού ομίλου, είναι η μοναδική τράπεζα της Wall Street που δεν κατάφερε να περάσει την περασμένη εβδομάδα τα stress tests της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ. Η Fed έκρινε ότι η τράπεζα εμφανίζει «εκτεταμένες και κρίσιμες ελλείψεις» σε κάποιους κλάδους της. Και ότι δεν διαθέτει επαρκείς αντοχές και την απαραίτητη κεφαλαιακή και λειτουργική ισχύ για να ξεπεράσει ενδεχόμενη νέα χρηματοοικονομική κρίση. Για τους παροικούντες την τραπεζική Ιερουσαλήμ το γεγονός δεν αποτέλεσε έκπληξη. Το 2017 ήταν η τρίτη συνεχόμενη χρονιά ζημιών για την Deutsche Bank και ο νέος διευθύνων σύμβουλός της Κρίστιαν Ζέβινγκ ανακοίνωσε το τέταρτο σχέδιο ανασυγκρότησης της τράπεζας σε ισάριθμα χρόνια. Δίχως μάλιστα να ανακόψει το κατρακύλισμα της μετοχής της Deutsche Bank, η τιμή της οποίας βυθίζεται από ιστορικό χαμηλό σε νέο ιστορικό χαμηλό.

Φαύλος κύκλος

Το ερώτημα που ευλόγως ανακύπτει είναι τι εμποδίζει την Deutsche Bank να ξεκολλήσει από τον βάλτο και να επιστρέψει στον δρόμο της ανάπτυξης και της κερδοφορίας σε μια σαφώς ευνοϊκή οικονομική συγκυρία (ιδιαίτερα για τη Γερμανία) που χαρακτηρίζεται από ικανοποιητικούς ρυθμούς ανάπτυξης και φθηνό χρήμα –προσώρας τουλάχιστον. Την απάντηση έδωσε συνοπτικά ο οικονομικός διευθυντής της Deutsche Bank Τζέιμς φον Μόλτκε, ο οποίος παρατήρησε ότι η τράπεζα «έχει εμπλακεί στη δίνη ενός φαύλου κύκλου που χαρακτηρίζεται από διαρκώς μειούμενα έσοδα, σταθερά υψηλές δαπάνες, χαμηλή αξιολόγηση και αυξανόμενα κόστη χρηματοδότησης».
Η Deutsche Bank έχει επανειλημμένως προσπαθήσει να αναζωπυρώσει την αναπτυξιακή διαδικασία, δίχως όμως επιτυχία. «Στα προβλήματα της Deutsche Bank περιλαμβάνονται επίσης τα ξεπερασμένα συστήματα πληροφορικής και εν γένει τεχνολογικής υποστήριξης που έχει, η ανεπαρκής διοίκηση και τα βαριά πρόστιμα που έχει καταβάλει (17 δισ. δολάρια την τελευταία 10ετία) για κακή διαχείριση» προσθέτει ο Στίβεν Αρονς του Bloomberg.
Το μοναδικό ελαφρυντικό σε ό,τι αφορά το διεθνές περιβάλλον που θα μπορούσε κανείς να αναγνωρίσει για την κακή πορεία της γερμανικής τράπεζας και της θυγατρικής της στις ΗΠΑ είναι η… ηρεμία και οι μικρές διακυμάνσεις των τιμών που επικράτησαν το 2017 στις διεθνείς αγορές και στέρησαν από την Deutsche Bank τη δυνατότητα για «τζογάρισμα» με υψηλά κέρδη –ο κλάδος επενδυτικής τραπεζικής συμβάλλει κατά το ήμισυ και πλέον στα συνολικά έσοδα του ομίλου.

Η παραδοξότητα

Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της Deutsche Bank είναι η αδυναμία της να περικόψει τα κόστη της γρηγορότερα από τις απώλειες εσόδων –κι αυτό είναι μια παραδοξότητα, μια και μιλάμε για γερμανικό επιχειρηματικό όμιλο. Μετά την κρίση του 2008 ο κλάδος επενδυτικής τραπεζικής χάνει διαρκώς έδαφος έναντι του ανταγωνισμού. Και ο κλάδος λιανικής, τουλάχιστον έως τα μέσα του 2019, που η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα προτίθεται να κρατήσει τα επιτόκια κοντά στο μηδέν, θα παραμείνει πιθανότατα υπό πίεση –αν όμως το φθινόπωρο της επόμενης χρονιάς ο Μάριο Ντράγκι δώσει τη σκυτάλη στον σημερινό πρόεδρο της Bundesbank Γενς Βάιντμαν, η επιτοκιακή πολιτική της ΕΚΤ θα αλλάξει άρδην προς όφελος του κλάδου λιανικής τραπεζικής της Deutsche Bank.
Ο μάνατζερ Κρίστιαν Ζέβινγκ, πάντως, προσπαθεί να περικόψει τα κόστη απολύοντας εργαζομένους και ψαλιδίζοντας τις διεθνείς δραστηριότητες της τράπεζας. Από τον περασμένο Απρίλιο έχει μειώσει κατά 1.000 τις θέσεις εργασίας, ενώ έως το τέλος του έτους πρόκειται να απολύσει άλλους 3.000 εργαζομένους.

Το Plan B

Εν κατακλείδι, η Deutsche Bank δεν φαίνεται να έχει σύμμαχό της τον χρόνο, αλλά έχει εξασφαλίσει τη ρητή στήριξη της γερμανικής κυβέρνησης. Επιπλέον, όπως επισημαίνουν κάποιοι αναλυτές, έχει ένα πειστικό Plan B: τη συγχώνευσή της με τη μεγάλη ανταγωνίστριά της στη Γερμανία, την Commerzbank. Η πτώση της τιμής της μετοχής της ασφαλώς δεν ευνοεί την Deutsche Bank σε κάτι τέτοιο. Οπως επίσης δεν τη συμφέρει και ένα σενάριο που «διακινήθηκε» προσφάτως και προβλέπει τον διαχωρισμό της λιανικής τραπεζικής από την επενδυτική τράπεζα και την πώληση του κλάδου ή τη συγχώνευσή του με άλλον χρηματοπιστωτικό όμιλο. Οπως εύκολα θα μάντευε κανείς, η γερμανική τράπεζα διέψευσε το σενάριο αυτό.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ