Ενα από τα μεγάλα προβλήματα των παιδαγωγών είναι το πότε, με ποιον τρόπο και για πόσο χρόνο θα φέρουμε σε επαφή το παιδί με το μηχάνημα που λέγεται κομπιούτερ. Γίνονται διάφορα πειράματα, αρκετά ακραία μερικές φορές, για την εξερεύνηση του ακόμη άγνωστου τοπίου και δραστικές επεμβάσεις των πολιτικών που θέλουν να λύσουν τον γόρδιο δεσμό των κομπιούτερ στην τάξη διαμιάς. Αυτή την εβδομάδα και το δικό μας υπουργείο Παιδείας πρόκειται να λάβει σημαντικές αποφάσεις σχετικά με την πληροφορική στα σχολεία


Δώστε κομπιούτερ στα νήπια και αφήστε τα να γράψουν εκεί ό,τι θέλουν. Αυτό δεν είναι διαφήμιση, δεν το λέει κάποια αδίστακτη εταιρεία για να πουλάει υπολογιστές ή προγράμματα σε φιλόδοξους γονείς μικρών παιδιών. Είναι το κάλεσμα της καθηγήτριας Παιδαγωγικής στο Τεχνικό Πανεπιστήμιο του Βερολίνου για το εργαστήρι γραφής που έχει ιδρύσει και εμψυχώνει από το 1986. Ναι, η κυρία Μπάρμπαρα Κόχαν, που μπορεί όποιος θέλει να την συναντήσει και στη διεύθυνση tu-berlin.de/fb2/lbd/index.html επιμένει πάνω από δέκα χρόνια ότι μικρά παιδιά, τεσσάρων και πέντε ετών, που δεν γνωρίζουν καν γραφή και ανάγνωση μπορούν να εκφράζονται με τη βοήθεια του κομπιούτερ γράφοντας όποια ιστορία τούς έρχεται στο μυαλό!


Πώς γίνεται αυτό; Με πολλή υπομονή και κάποιες ριζικές μετατροπές στα γνωστά μας πλήκτρα με τα γράμματα. Αντί για τα συνηθισμένα σύμβολα συνοδεύουν τα αντίστοιχα πλήκτρα εικόνες πολύ οικείων στα παιδιά αντικειμένων. Οι εικόνες είναι εκεί για να τα βοηθούν στη μετάβαση από την ηχητική αντίληψη στο γράψιμο των όποιων γραμμάτων χρειάζονται στο στήσιμο μιας λέξης. Ετσι, για να αποτυπωθεί η λέξη «χυμός» στην οθόνη του κομπιούτερ χρησιμοποιούνται κατά σειρά τα πλήκτρα που έχουν ζωγραφισμένο επάνω ένα Χέρι, ένα Υποβρύχιο, μια Μπάλα, μια Ομπρέλα, ένα Συρτάρι. Πολύ συχνά οι λέξεις δεν γράφονται όπως οι μεγάλοι έχουν συνηθίσει να τις βλέπουν αλλά όπως οι μικροί να τις ακούν. Ενώνονται η μία με την άλλη χωρίς το απαραίτητο κενό, αλλά αυτά είναι κυριολεκτικά μέσα στο παιχνίδι που το βερολινέζικο εργαστήριο θέλει να στήνεται ανάμεσα στο παιδί και στον κομπιούτερ. Γιατί πραγματικά οι άνθρωποι που στέκονται κάθε ημέρα δίπλα στα παιδιά δεν φαίνεται να έχουν και πολλούς δισταγμούς για το τι είναι καλό και τι όχι στην περίπτωση της γραφής.


Κόντρα στα όσα λένε πολλοί άλλοι παιδαγωγοί, η ομάδα του Βερολίνου βλέπει σε έναν τέτοιο τρόπο μύησης στη γραφή τον πιο σύντομο δρόμο όχι μόνο για να μάθει το παιδί τα γράμματα αλλά και για να φθάσει στο αληθινά ζητούμενο: την έκφραση της σκέψης μέσα από τη γραφή. Λένε ότι στον δρόμο προς τα εκεί τα παιδιά του εργαστηρίου κερδίζουν επιπλέον σε πλησίασμα μεταξύ τους. Ο κομπιούτερ δεν δρα καταλυτικά, ως μηχάνημα που επιτείνει την απομόνωση των ατόμων. Αντιθέτως, φθάνει να επιτρέπει και σε δύο παιδιά να δουλεύουν μαζί, γράφοντας και παρατηρώντας το ίδιο κείμενο την ίδια στιγμή, ενώ δίνει το ερέθισμα να μάθουν τελικά και τα γράμματα της γλώσσας τους.


Εδώ φαίνεται ότι στο Βερολίνο δεν έχουν και σε μεγάλη υπόληψη τον συμβατικό τρόπο που ως τώρα τα παιδιά μάθαιναν να γράφουν. Τονίζουν πόσο πρώιμα και ελεύθερα αφήνει ο δικός τους τρόπος το παιδί να εκφράσει την ιδιομορφία του και να μην αιχμαλωτίζεται στις απαιτήσεις της γραφής με το χέρι. Να μη δυσκολεύεται στο να χαράξει τους χαρακτήρες, να μη χρειάζεται να τα έχει όλα ταυτόχρονα στο μυαλό του, να μην ισοπεδώνεται από τη δικτατορία της καλλιγραφίας για έναν και μόνο καλαίσθητο τρόπο εμφάνισης των γραμμάτων.


Η αμφίδρομη επικοινωνία


Είναι λέκτωρ της Ψυχολογίας στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και διδάσκει το πολύ ενδιαφέρον μάθημα Ψυχολογία της Γραφής και της Ανάγνωσης. Ηταν φυσικό λοιπόν να ζητήσουμε τη γνώμη της κυρίας Αννας Παγοροπούλου για την επίδραση, αρνητική ή θετική, που μπορεί να έχει ο κομπιούτερ στην προσπάθεια των μικρών παιδιών να μάθουν γραφή και ανάγνωση. Στην ερώτησή μας αν θεωρεί ότι η εμπλοκή του παιδιού στη χρήση κομπιούτερ μπορεί να γίνει ήδη στην προσχολική ηλικία μάς απάντησε ως εξής:


Παρακολουθώ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις ερευνητικές προσπάθειες που γίνονται στην Ευρώπη ή στην Αμερική και εστιάζουν στη σχέση του παιδιού με το υπολογιστικό μηχάνημα. Είναι μια δυναμική σχέση με διαρκώς μεταβαλλόμενους όρους. Ηδη ο παραδοσιακός όρος reading readiness που αφορούσε την ετοιμότητα του παιδιού να εμπλακεί στη σχολική μάθηση ­ και επιτυγχάνεται βεβαίως όταν το παιδί συμπληρώσει τα έξι χρόνια ­ δέχεται ως συμπληρωματικό του τον όρο emergent literacy, που δηλώνει την εξελισσόμενη ικανότητα του εγγράμματου αναγνώστη. Με άλλα λόγια, το σύγχρονο παιδί του αστικού χώρου είναι πολύ περισσότερο εκτεθειμένο σε ερεθίσματα που καλλιεργούν τη σκέψη του και ταυτόχρονα τις δύο ικανότητες που την αναπτύσσουν: την ανάγνωση και τη γραφή. Ως ψυχολόγος όμως θα επισημάνω ότι το παιδί της προσχολικής ηλικίας έχει ανάγκη από γλωσσικά ερεθίσματα που θα εντάσσονται σε μια αμφίδρομη επικοινωνία και θα του επιτρέπουν όχι μόνο να εκφρασθεί αλλά και να συναντήσει αντίδραση. Μελέτες νευροψυχολογικές έχουν δείξει ότι οι διεργασίες του εγκεφάλου θα εκφυλισθούν αν δεν υπάρχουν από τη γέννηση ακόμη τα κατάλληλα γλωσσικά ερεθίσματα, δοσμένα μάλιστα και με τον κατάλληλο συναισθηματικό τόνο στο παιδί. Επομένως η προσχολική ηλικία είναι η περίοδος ειδικής ευαισθησίας για την κατάκτηση του προφορικού λόγου. Ο γραπτός λόγος διαγράφει διαφορετική τροχιά και εξελίσσεται αργότερα.


Η επόμενη ερώτηση λοιπόν προς την κυρία Παγοροπούλου δεν μπορεί παρά να είναι σχετική με την ηλικία που μπορεί το παιδί να αρχίσει να χρησιμοποιεί τον υπολογιστή χωρίς να διαταραχθεί η πορεία εκμάθησης του γραπτού λόγου.


Το παιδί είναι κατ’ εξοχήν μιμητικό ον, μας απαντά. Είναι φυσικό λοιπόν να εξοικειώνεται με το υπολογιστικό μηχάνημα του σπιτιού, ιδιαίτερα όταν βλέπει τη μητέρα ή τον πατέρα του να εργάζονται με αυτόν. Θα θελήσει να τους μιμηθεί και κατά τεκμήριο θα μάθει ενωρίτερα να το χρησιμοποιεί. Το ερώτημα όμως είναι πόσο μπορεί αυτή η μάθηση να προαγάγει τη σχολική του επίδοση και δεν θα χρησιμοποιηθεί ως παιχνίδι ή για να παίξει το παιδί παιχνίδια. Αν η μάθηση στο σχολείο ήταν βιωματική, τότε σίγουρα θα βοηθούσε το παιδί να δέχεται παράλληλα ερεθίσματα από εικόνα, ήχο και τυπωμένο κείμενο. Τότε και η μάθηση θα ήταν πιο ολοκληρωμένη γιατί θα επέτρεπε στα παιδιά τη λεγομένη πλοήγηση στον θαυμαστό κόσμο της γνώσης.


Επιφυλάξεις για μικρή ηλικία


Με βάση τα λεγόμενα της συνομιλήτριάς μας και με δεδομένο ότι στα σχολεία μας η μάθηση απέχει αρκετά από το να είναι βιωματική καταλαβαίνουμε ότι υπάρχουν αρκετές επιφυλάξεις για τη χρήση του κομπιούτερ από παιδιά μικρής ηλικίας, μόλις έχουν αρχίσει να μυούνται στη διαδικασία της γραφής και της ανάγνωσης. Δεν είναι όμως πλέον εντελώς απίθανο με τον δρόμο που έχουν πάρει τα πράγματα να φθάσουμε και στην κατάργηση της γραφής με το χέρι σε μια κοινωνία όπου τα μηχανήματα με πληκτρολόγιο θα έχουν επικρατήσει εντελώς. Τότε ποιες μπορεί να είναι οι επιπτώσεις για τους μικρούς μαθητές;


Η απάντηση στην ερώτηση αυτή έρχεται με έναν παραλληλισμό. Θυμίζει ότι η εφεύρεση της αριθμομηχανής δεν οδήγησε στην κατάργηση της εκμάθησης της προπαίδειας στα σχολεία. Κατ’ αντιστοιχία λοιπόν η ψυχοκινητική ικανότητα της γραφής με το χέρι είναι μια σημαντική ικανότητα του πολιτισμού και της ιστορίας του ανθρώπου που δεν μπορεί να καταργηθεί χωρίς επιπτώσεις. Η ίδια η ταυτότητα του ανθρώπου αποτυπώνεται στην παραγωγή του γραπτού λόγου, ενώ η σκέψη και η προσωπικότητα αναπτύσσονται καθώς ο μικρός μαθητής μετασχηματίζεται βαθμιαία από αρχάριο και άπειρο συντάκτη κειμένων σε έμπειρο και στρατηγικό χειριστή του γραπτού λόγου. Βεβαίως πολλοί ενήλικοι γράφουν απευθείας στον προσωπικό τους υπολογιστή και η γραφή με το χέρι περιορίζεται σε απλά μνημόνια ή σκαριφήματα. Η ικανότητα της γραφής όμως με το χέρι είναι κατακτημένη και καλά εδραιωμένη στους ενηλίκους. Στα παιδιά αντιθέτως χρειάζονται πολλά χρόνια για να ολοκληρωθεί η εξέλιξη της ικανότητας αυτής.


Ετσι, με βάση τα παραπάνω, λέμε εμείς, θα μπορούσε κάποιος να φανταστεί ολόκληρο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας όπου παρά την επικράτηση των μηχανών τα παιδιά θα τα οδηγούσαν οι ίδιοι οι γονείς τους σε μυστικές αίθουσες για να μαθαίνουν με λαθραία κατασκευασμένα μολύβια και χαρτιά την τόσο απαραίτητη για αυτά γραφή με το χέρι.


Γυρνώντας όμως σε λιγότερο εφιαλτικές καταστάσεις στο σημερινό σχολείο η κυρία Παγοροπούλου πιστεύει ότι μπορούν να γίνουν αρκετά πράγματα για την ποιοτική βελτίωση του γραπτού τους λόγου. Το κλασικό σχήμα, που είναι να παράγουν οι μαθητές γραπτό κείμενο με τη μέθοδο Σκέπτομαι-και-Γράφω φτιάχνοντας μια Εκθεση Ιδεών και ο δάσκαλος να την διορθώνει αργότερα, μπορεί να συμπληρωθεί με το ακόλουθο σχήμα, το λεγόμενο Peer-Editing, που είναι ευέλικτο, άμεσο και οικονομικό:


Οι μαθητές παίζουν ανά δύο το παιχνίδι του συγγραφέα και του εκδότη. Σε κάθε περίπτωση ο εκδότης επιφέρει τροποποιήσεις, προβάλλει ενστάσεις, ζητεί επεξηγήσεις. Τα παιδιά αφιερώνουν μια σχολική ώρα για να συντάξουν το γραπτό τους και μια δεύτερη για να διορθώσουν ο ένας το γραπτό του άλλου. Λειτουργώντας επανατροφοδοσιακά οδηγούνται σε αναθεώρηση του γραπτού τους με στόχο την ποιοτική αναβάθμισή του. Ο δάσκαλος που εποπτεύει την όλη εργασία φροντίζει μόνο να δημιουργεί επιτυχημένες δυάδες μαθητών διότι δύο εξίσου αδύναμοι χειριστές του γραπτού λόγου έχει αποδειχθεί ότι δεν βελτιώνουν ο ένας την εργασία του άλλου. Ταυτόχρονα η εμπειρική έρευνα έχει δείξει ότι οι μαθητές πιο πρόθυμα δέχονται την κρίση του συνομήλικου συμμαθητή τους παρά του ενήλικου καθηγητή τους. Ο δάσκαλος θα χρειαστεί να παρέμβει στην κατανομή του χρόνου ανάλογα με τις ανάγκες κάθε μαθητή.


Οι ηλεκτρονικές εφαρμογές, όπως καταλαβαίνουμε, μπορούν εδώ να βοηθήσουν διότι η επαναγραφή, η διόρθωση και η αναθεώρηση του γραπτού κειμένου είναι ευχερέστερες. Αποκλείεται όμως να υποκαταστήσουν τον δάσκαλο και την επεξεργασία του λόγου όπως γίνεται στη σχολική τάξη.


Πολλοί εκπαιδευτικοί θα σπεύσουν να χαρακτηρίσουν το πείραμα της κυρίας Κόχαν αρκετά ακραίο και αμφιβόλου παιδαγωγικής αξίας. Είναι όμως ενδεικτικό των προσπαθειών που γίνονται σε αρκετές χώρες από πολλούς ανήσυχους παιδαγωγούς για να καταφέρουν τελικά να έλθουν σε λογαριασμό με τον κομπιούτερ· το μηχάνημα αυτό που όχι μόνο μπορεί να αποθηκεύει τεράστιο πλήθος δεδομένων και να κάνει γρήγορα αριθμητικές πράξεις αλλά σιγά σιγά προβάλλει με αξιώσεις και στον τομέα της επικοινωνίας με τον άνθρωπο.


Συντρίβοντας κάθε προηγούμενο επίτευγμα του ραδιοφώνου και της όποιας τηλεοπτικής συσκευής, μπαίνει με αξιώσεις στην τάξη διεκδικώντας την προσοχή μαθητών, δασκάλων, γονιών αφού μπορεί να προγραμματιστεί για επικοινωνιακές αλλά και για διαδραστικές χρήσεις, όπου οι άνθρωποι δηλαδή βρίσκονται σε διάλογο με μια μηχανή και μόνον.


Ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών Μπιλ Κλίντον έφτιαξε μια επιτροπή από 36 ειδικούς της πληροφορικής και ζήτησε τη γνώμη τους για το πώς θα γίνουν με τον ταχύτερο και καλύτερο τρόπο οι υπολογιστές κομμάτι της σχολικής τάξης αντικαθιστώντας σε πολλά ακόμη και τον μαυροπίνακα. Στην κίνηση αυτή του Κλίντον μπορείς να υποψιαστείς μια βιασύνη και μια αδημονία για το πότε όλα τα αμερικανικά σχολεία θα εξοπλιστούν κατάλληλα με κομπιούτερ, θα συνδεθούν στο Internet, θα εξοικειωθούν οι εκπαιδευτικοί με την καινούργια πραγματικότητα ώστε η νέα χιλιετία να βρει τους Αμερικανούς σε καλές σχέσεις με τα υπολογιστικά μηχανήματα. Φυσικά αυτό δεν εκπλήσσει όταν γνωρίζεις ότι οι Ηνωμένες Πολιείιες γλίτωσαν το να υποστούν τις συνέπειες της παγκόσμιας ύφεσης στη δεκαετία του ’90 χάρη στα προϊόντα που αμερικανικές εταιρείες πληροφορικής διοχέτευσαν σε όλο τον κόσμο. Και άλλοι όμως εκπαιδευτικοί οργανισμοί σπεύδουν να αλλάξουν τη στάση τους απέναντι στους υπολογιστές υπό την πίεση φυσικά και της ως τώρα δημοτικότητας του Internet. Μπορεί να συναντήσεις άγγλους εκπαιδευτικούς, π.χ., τρομοκρατημένους για το πόσες πληροφορίες περί σατανισμού είναι δυνατόν να αντλήσει ένας μαθητής τους συνδεδεμένος από τον σχολικό κομπιούτερ με το Δίκτυο, δεν διανοούνται όμως πλέον να μην έχουν υπολογιστικό μηχάνημα στην τάξη τους.


Η υπερπροσπάθεια του Κλίντον και των άλλων πολιτικών για την όσο γίνεται καλύτερη κομπιουτερική δικτύωση των σχολείων τους και τη σύνδεση μεταξύ τους άρχισε να γεννά και τις αντίστοιχες αντιδράσεις αφού κανείς ακόμη δεν έχει καταλήξει σε στέρεα συμπεράσματα για το πώς θα πρέπει να αναδιαταχθούν τα εκπαιδευτικά προγράμματα ώστε να χωρέσει και ο κομπιούτερ σ’ αυτά.


Πληροφορική στο γυμνάσιο και στο λύκειο


Μέσα στην επόμενη εβδομάδα από τον ίδιο τον υπουργό Παιδείας θα ληφθούν σημαντικές αποφάσεις σε σχέση με την τύχη των μαθημάτων πληροφορικής στο καινούργιο λύκειο. Προς το παρόν το μόνο σίγουρο είναι ότι καθιερώνεται ένα δίωρο μάθημα σχετικό με τους υπολογιστές και τα λειτουργικά τους συστήματα στην πρώτη τάξη του λυκείου. Από εκεί και πέρα όμως όλα είναι ρευστά. Θα προβλέπεται, άραγε, να υπάρχει και συνέχεια στις επόμενες τάξεις ώστε να ολοκληρώνεται η προσπάθεια που θα αρχίζει στην πρώτη λυκείου ή όχι; Θα είναι πάντως εντελώς ανεδαφικό για την εκσυγχρονιστική προσπάθεια του υπουργείου να θεωρηθεί ότι η πληροφορική δεν έχει να παίξει κάποιο σημαντικό ρόλο στην εκπαίδευση όσων μαθητών ετοιμάζονται μετά το λύκειο να εισέλθουν στα ανώτατα ιδρύματα ή να διεκδικήσουν απευθείας μια θέση στην επαγγελματική ζωή. Αλίμονο αν δεν υπάρχει πρόβλεψη για μια αυτόνομη εξειδίκευση σε κάποια βασικά θέματα της πληροφορικής με περισσότερα του ενός μαθήματα στο καινούργιο λύκειο. Γιατί τότε γονείς και μαθητές, έχοντες και μη έχοντες, θα είναι σαν να ωθούνται να χρησιμοποιήσουν τις υπηρεσίες που πρόθυμα αλλά αντί αδράς αμοιβής θα θελήσει να τους παράσχει η ιδιωτική παραεκπαίδευση.


Μια θεματική επιτροπή για την πληροφορική που ανέλαβε να εισηγηθεί το τι πρέπει να γίνει στην εκπαίδευση στα επόμενα χρόνια εκτός από την πρόταση για δοκιμαστική εισαγωγή των νέων τεχνολογιών, όχι όμως ως αυτόνομου μαθήματος στο δημοτικό, προτείνει την αναβάθμιση του προγράμματος σπουδών της πληροφορικής στο γυμνάσιο ως αυτόνομου γνωστικού αντικειμένου. Στο λύκειο, εκτός από την πρώτη τάξη όπου ήδη αναφερθήκαμε, προτείνει μαθήματα πληροφορικής σε δύο κατευθύνσεις επιλογής, τη Θετική και την Τεχνολογική στη δεύτερη τάξη, ενώ στην τρίτη τάξη θέλει να εντάξει την πληροφορική στα μαθήματα κατευθύνσεων επιλογής. Ακριβώς όπως γίνεται και σε όλα τα άλλα κράτη όπου στο λύκειο είναι αδιανόητο πλέον να μην υπάρχουν μαθήματα πληροφορικής.


Το παιδαγωγικό ινστιτούτο «δικτυώνεται»


Ανεξάρτητα πάντως από τις κρίσιμες αυτές αποφάσεις που θα ληφθούν εντός ολίγου, στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο δημιουργήθηκε ήδη θέση μόνιμου παρέδρου Πληροφορικής. Στη συνέχεια δημιουργήθηκε μια μικρή ομάδα που προσπαθεί τώρα να δραστηριοποιήσει μηχανισμούς, για χρόνια ανενεργούς, σχετικά με τη συγγραφή νέων βιβλίων, με εργαστήριο πολυμέσων και με Γραφείο Προτυποποίησης – Πιστοποίησης Εκπαιδευτικού Λογισμικού. Γράφεται ήδη βιβλίο για τα Λειτουργικά Συστήματα, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο στελεχώνεται, γίνεται κόμβος επικοινωνίας μεταξύ των σχολείων της χώρας, όλα όμως μπορεί να «κολλήσουν» αν τα σχολεία δεν αποκτήσουν τον κατάλληλο εξοπλισμό για να συμμετάσχουν στην κοσμογονία που συμβαίνει αυτή τη στιγμή στις δικτυωμένες πολύ πιο πυκνά από εμάς χώρες του εξωτερικού.


Ο πάρεδρος Πληροφορικής δρ Γεώργιος Παπαδόπουλος πιστεύει ότι οι νέες τεχνολογίες μπορούν να συνεισφέρουν στη βελτίωση και στον επαναπροσανατολισμό της μαθησιακής διαδικασίας σε μια κατεύθυνση όπου η μάθηση θα γίνει ενεργητική και οι μαθητές


* θα πειραματίζονται


* θα αναζητούν, θα ανακαλύπτουν και θα χαίρονται τη γνώση


* θα μαθαίνουν να συνεργάζονται, να είναι μεθοδικοί, να παίρνουν πρωτοβουλίες, να θέτουν στόχους και να επιχειρηματολογούν


* θα καλλιεργούν τις κλίσεις και τα ταλέντα τους


* θα αγαπούν τη μάθηση.


Δηλαδή σε μια κατεύθυνση όπου η μάθηση δεν θα είναι άγχος αλλά διαρκής προσπάθεια και δημιουργία. Είναι επιτακτική ανάγκη, μας λέει ο δρ Παπαδόπουλος, οι μαθητές να μαθαίνουν πώς να μαθαίνουν και να αγαπούν τη μάθηση γιατί θα ζήσουν σε έναν κόσμο που αλλάζει γρήγορα απαιτώντας συνεχή και διά βίου εκπαίδευση, επιμόρφωση, κατάρτιση. Το πρόβλημα με τις νέες τεχνολογίες είναι εξαιρετικά πολύπλοκο, αποτελώντας προς το παρόν αντικείμενο διαρκούς έρευνας και μελέτης. Με κατάλληλη όμως προετοιμασία, προσεκτικά σχεδιασμένα βήματα, χωρίς άκριτους ενθουσιασμούς και υπεραπλουστεύσεις, χωρίς δυσπιστία και διστακτικότητα πρέπει να αξιοποιηθούν οι νέες τεχνολογίες εκεί όπου μπορούν να βοηθήσουν. Αποψη του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου είναι ότι ο υπολογιστής σε καμία περίπτωση δεν αντικαθιστά τον δάσκαλο και το βιβλίο. Ο δάσκαλος παίζει και πρέπει να παίζει κεντρικό ρόλο ιδιαίτερα στις μικρές ηλικίες. Χρησιμοποιεί ως κύριο εργαλείο τον λόγο που κινητοποιεί τη φαντασία. Επίσης ο ρόλος του βιβλίου είναι σημαντικός. Αποτελεί μια βάση αναφοράς που μεταφέρεται και ξεφυλλίζεται εύκολα. Ταυτόχρονα όμως στο Παιδαγωγικό Ινστιτούτο πιστεύουν ότι η χρήση πακέτων προγραμμάτων με εκπαιδευτικές αρετές μπορεί να βοηθήσει το έργο του δασκάλου και να συμπληρώσει κενά που αφήνει το συμβατικό βιβλίο. Τα βλέπει να δρουν συμπληρωματικά κινητοποιώντας τις αισθήσεις. Εχουν μια υπεροχή έναντι των τηλεοπτικών και ηχητικών μέσων στο ότι ο μαθητής δεν παρακολουθεί παθητικά, δεν μετατρέπεται σε θεατή, συμμετέχει, αυτενεργεί. Κυρίως όμως η τεχνολογία των πολυμέσων προσφέρει τη δυνατότητα διασύνδεσης των πληροφοριών και επομένως πλοήγησης στη γνώση ανάλογα με τη διάθεση, το ενδιαφέρον, την περιέργεια του μαθητή. Τον ενεργοποιεί σπάζοντας την «παγωμένη – στατική» εργονομία του βιβλίου.


Συνοψίζοντας σε αυτό το πρώτο μέρος της αναφοράς μας στο θέμα «Κομπιούτερ και Παιδί» θα πρέπει να πούμε ότι οι εκπαιδευτικοί είναι σκεπτικοί ως προς τον ρόλο που φαίνεται να διεκδικούν τα υπολογιστικά μηχανήματα στη λειτουργία της σχολικής τάξης. Δεν πιστεύουν ότι κάνει καλό παιδιά προσχολικής ηλικίας να χρησιμοποιούν κομπιούτερ και τα όποια τολμηρά πειράματα στο εξωτερικό δεν έχουν μεγάλη απήχηση εδώ, ενώ το υπουργείο και το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο έχουν να λύσουν ακόμη αρκετά συμβατικά προβλήματα προτού αρχίσουν να σκέπτονται πιο ρηξικέλευθα προγράμματα.