Το 1977, όταν κυκλοφόρησε ο Ντέιβιντ Μπάουι το πολυσυζητημένο άλμπουμ του «Heroes», η τότε δισκογραφική εταιρεία του RCA το διαφήμιζε στους δρόμους του Λονδίνου σε γιγαντοαφίσες με το γνωστό πλέον μότο «There’s Old Wave. There’s New Wave. And there’s David Bowie…» (Υπάρχει το παλαιό κύμα. Υπάρχει το νέο κύμα. Και υπάρχει και ο Ντέιβιντ Μπάουι…). Ενα μότο που τελικά χαρακτήρισε ολόκληρη την καριέρα του και συνεχίζει να τη χαρακτηρίζει ως και σήμερα. Ο,τι και να συμβαίνει στη μουσική και προς όποια κατεύθυνση, πάντα κάθε νέα κυκλοφορία του Μπάουι θα είναι τουλάχιστον ενδιαφέρουσα και θα τραβά τα βλέμματα όλων των φίλων της μουσικής σε όποιον χώρο και αν αυτοί κινούνται.
Ψάχνοντας ανάμεσα στα χιλιάδες κείμενα και στα εκατοντάδες βιβλία που έχουν γραφτεί τα 50 χρόνια που βρίσκεται στη δισκογραφία ο Λεπτός Λευκός Δούκας, νομίζει κανείς πως ό,τι και να ειπωθεί από εδώ και πέρα θα ακουστεί ως κλισέ. Ο όρος «χαμαιλέων της ροκ» θα τον ακολουθεί για πάντα. Οπως και η διαπίστωση ότι είχε πάντα τις κεραίες του ανοικτές προς όλες τις τέχνες και, όπως λέει και ο φίλος του Μπράιαν Ινο, είχε το ταλέντο να τις αποκωδικοποιεί για την ποπ κουλτούρα. Μέσα από τη μουσική του και γενικότερα την τέχνη του ανοίγονται δεκάδες παράθυρα για τον απλό θαυμαστή του ώστε να μάθει περισσότερα και αρκετές φορές σημαντικότερα πράγματα από τα ίδια τα τραγούδια του.
Το 1964 κυκλοφόρησε το πρώτο τραγούδι του με τίτλο «Lisa Jane» και σήμερα, 50 χρόνια μετά, με αφορμή μια τριπλή επετειακή συλλογή, κυκλοφορεί ένα νέο τραγούδι, το «Sue» (Or in a Season of Crime). Eνα κομμάτι avant garde τζαζ μουσικής που θυμίζει τον ήρωά του, Σκοτ Γουόκερ, και στο οποίο μάλιστα συνεργάζεται με την αμερικανίδα συνθέτρια και διευθύντρια μιας εξαιρετικής big band Μαρία Σνάιντερ. Δεν χρειαζόταν η περσινή έκπληξη με το άλμπουμ «The Next Day», έπειτα από αποχή δέκα χρόνων από τη δισκογραφία, ή ακόμη αυτό το νέο εξαιρετικό τραγούδι για να διαπιστώσουμε το πασιφανές, ότι δηλαδή η καριέρα του με τα πάνω και τα κάτω της είναι εξαιρετικά μελετημένη, έχει απόλυτη ευθύνη ο ίδιος για το κάθε στάδιό της και είναι εκείνη ενός πραγματικά μεγάλου καλλιτέχνη.
Οπως με όλους τους σπουδαίους καλλιτέχνες που διήρκεσαν μέσα στα χρόνια, η καριέρα του δεν ξεκίνησε εντυπωσιακά. Θα έλεγε κανείς μάλιστα με τα σημερινά δεδομένα ότι άργησε να βρει τον δρόμο του. Χρειάστηκαν πέντε χρόνια ποπ πειραματισμών για να φτάσει στο πρώτο σημαντικό τραγούδι του, «Space Oddity», και συνολικά οκτώ για να παρουσιάσει το άλμπουμ που θα τον καθιέρωνε για πάντα, το ανδρόγυνο και κατακλυσμιαίο «Ziggy Stardust», και ας είχαν προηγηθεί δύο αριστουργήματα, το ντιλανικό «Hunky Dory» ή το χαρντ-ροκ «The Man Who Sold The World». Από εκεί και πέρα τα πάντα φαντάζουν ιδανικά. Οργουελικός μεταφυσικός τρόμος με το «Diamond Dogs», πλαστική σόουλ με το «Young Americans», νεοεξπρεσιονισμός με το «Station To Station», βουτιά στην avant garde με την ηλεκτρονική τριλογία του Βερολίνου, επαναφορά στη φόρμα με το «Scary Monsters» και επικράτηση στην κορυφή με το χορευτικό γαλανομάτικο ποπ υβρίδιο «Let’s Dance».
Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 έμοιαζε να έχει όλα όσα μπορεί να ζητήσει κανείς όχι σε μία αλλά σε δέκα ζωές. Η παρακμή όμως τον τύλιξε, η έλλειψη έμπνευσης τον καθήλωσε και μόνο ψηφίδες στο δεκάχρονο παζλ που ακολούθησε φανέρωναν τον σπουδαίο καλλιτέχνη που λατρεύτηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη.
Κατάφερε ωστόσο να επιστρέψει θριαμβευτής στα μέσα της δεκαετίας του ’90 με το νεοντανταϊστικό «Outside 1.». Αυτή όμως ήταν η διαφορά του με άλλους σπουδαίους καλλιτέχνες που όμως βασίζονταν μόνο στην εσωτερική φλόγα τους. Γνωρίζει από σύγχρονη τέχνη όσο λίγοι, διαβάζει ασταμάτητα και βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τα όσα σπουδαία συμβαίνουν γύρω του. Η έμπνευση τον βρίσκει ξανά και αυτός της φέρεται γενναιόδωρα κάνοντας αυτό που οφείλει κάθε σημαντικός καλλιτέχνης, δηλαδή Τέχνη και μόνο.
Πρόσφατα ο άγγλος φιλόσοφος Σάιμον Κρίτσλεϊ κυκλοφόρησε μια εξαιρετική μελέτη πάνω στο φαινόμενο «Μπάουι» τόσο αναφορικά με τη μουσική του όσο και με την επίδραση που είχε στη μουσική ως σήμερα. Εκεί, ανάμεσα σε πολλά και ενδιαφέροντα που αναφέρει, δικαιολογεί κοινωνικοπολιτικά την επιτυχία του φαινομένου σε μια Αγγλία που βρισκόταν στα όρια της οικονομικής κατάρρευσης εκείνο το διάστημα και που ήδη τα μεγαθήρια Μπιτλς και Στόουνς βρίσκονταν εκτός μόδας. «Υπήρχε μια αίσθηση ντροπής εκείνο το διάστημα στη δεκαετία του ’70, και αυτή η αίσθηση ότι όλα είχαν τιναχθεί στον αέρα αποτελούσε μοναδικό πεδίο για εξερεύνηση στη μουσική. Αυτός ήταν και ο βασικός λόγος που το πανκ είχε τέτοια απήχηση στη Βρετανία. Γιατί ο μηδενισμός ήταν διάχυτος. Και την ώρα που οι άλλοι σταρ φαίνονταν εκτός εποχής και ανόητοι, αυτός ενσάρκωνε το καινούργιο. Ξαφνικά εμφανίζεται αυτό το ανδρόγυνο πλάσμα με τα κόκκινα σαν τη φωτιά μαλλιά και πηγαίνει τη σεξουαλική επανάσταση της δεκαετίας του ’60 ακόμη ένα βήμα πιο μπροστά, διαλύοντας όλα τα ταμπού. Εγινε το αλεξικέραυνο της άσεμνης σεξουαλικότητας. Η σκοτεινή και πολύ περισσότερο μακάβρια εικόνα του σεξ».
Σήμερα ο Μπάουι ζει στη Νέα Υόρκη με τη σύζυγό του, Ιμάν και την κόρη του Αλεξάντρια, δεν δίνει συνεντεύξεις αλλά επικοινωνεί με τους «κοινούς θνητούς» μέσω του παραγωγού του και μόνιμου συνεργάτη του Τόνι Βισκόντι. Αρνείται να περιοδεύσει, παρά τα τεράστια ποσά που πέφτουν στο τραπέζι, ηχογραφεί με μυστικότητα και μόνο όταν νιώθει ότι κάτι έχει πει και όπως φαίνεται αυτό δεν πρόκειται να αλλάξει. Ευτυχώς!

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ