Νοτιοανατολικά της Τσινετσιτά, εκεί όπου απλώνεται η περιφέρεια της Μπαζιλικάτα και ξεκινά το τακούνι στην μπότα της Ιταλίας, βρίσκεται ένα σκηνικό βγαλμένο απευθείας μέσα από τα σπλάχνα της Ιστορίας. Θυμηθείτε την ασπρόμαυρη Βηθλεέμ του Πιερ Πάολο Παζολίνι στο «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο» (1964) αλλά και την αιματοβαμμένη Ιερουσαλήμ του Μελ Γκίμπσον στα «Πάθη του Χριστού» (2004). Και βεβαίως, τις εξωτερικές όψεις στη Νότια Ιταλία του Φραντσέσκο Ρόσι στο «Ο Χριστός σταμάτησε στο Εμπολι» (1979) με πρωταγωνιστές την Ειρήνη Παπά και τον Τζιαν-Μαρία Βολοντέ. Στα στενά και στα αμέτρητα σκαλοπάτια της πόλης Ματέρα και στις ανήλιαγες και σκοτεινές σπηλιές του κέντρου της, του αποκαλούμενου Sassi, χτισμένου σε άγονους ασβεστολιθικούς σχηματισμούς στο χείλος ενός φαραγγιού από την αρχαιότητα, έχουν περπατήσει πολλοί σπουδαίοι σκηνοθέτες με τα συνεργεία τους για γυρίσματα ταινιών εποχής και ιδιαίτερα για τις σκηνές εκείνες που διαθέτουν βιβλικό χαρακτήρα. Εκεί βρέθηκε το 2008 και η φωτογράφος Τζένη Λυκουρέζου, μια και συνηθίζει να «επιστρέφει σε μέρη ιταλικά τα οποία συνδέονται βαθιά με ένα μακρινό ελληνικό παρελθόν και σε τοποθεσίες όπου η ίδια η μορφολογία του εδάφους παραπέμπει σε άλλες πραγματικότητες», όπως σημειώνει η Ιωάννα Βασδέκη, επιμελήτρια της έκθεσης «Matera, η γη των βράχων», στην οποία παρουσιάζονται 44 έγχρωμες αναλογικές εικόνες του μοναδικού οικισμού στο Booze Cooperativa.
Πέτρινη πόλη


Η μοναδική ατμόσφαιρα της πέτρινης πόλης που συχνά αποκαλείται «η Καππαδοκία της Δύσης» και σήμερα εύλογα αποτελεί έναν δημοφιλή τουριστικό προορισμό αιχμαλωτίζει και εντυπωσιάσει το βλέμμα. Αλλά αυτό δεν είναι το πιο ενδιαφέρον στοιχείο για τη φωτογενή Mατέρα και τα Sassi της ή τουλάχιστον όχι το μόνο. Η ιστορία της μετάλλαξης του τρωγλοδυτικού πολιτισμού της, αθέατη στις φωτογραφίες της Λυκουρέζου αλλά παρούσα και απτή στην πραγματικότητα, είναι εξίσου συναρπαστική με την 9.000 χρόνων διατηρημένη ομορφιά της. Η μεταφορά της εικόνας της εκτός των συνόρων της, πρωτίστως μέσα από τον κινηματογράφο, έχει συμβάλει βεβαίως στην προβολή αυτής της μικρής πόλης που σήμερα αριθμεί 3.000 κατοίκους στο κέντρο της. Ωστόσο ούτε ο Ροσελίνι ούτε οι αδελφοί Ταβιάνι που τη χρησιμοποίησαν επανειλημμένα ως «πλατό» καθόρισαν τη μοίρα της. Η φήμη όπως και η τύχη αυτού του οικισμού συνδέθηκαν αναπόσπαστα με ένα λογοτεχνικό βιβλίο, το «Ο Χριστός σταμάτησε στο Εμπολι», γραμμένο από τον αντιφασίστα συγγραφέα, ζωγράφο και γιατρό Κάρλο Λέβι.
Εθνική ντροπή


Ο Τουρινέζος Λέβι βρέθηκε εκτοπισμένος από το φασιστικό καθεστώς το 1935, χρονιά που ξεκινούσε ο μεγάλος πόλεμος στην Αιθιοπία, στην επαρχία της Λουκανίας, στη σημερινή δηλαδή Μπαζιλικάτα, «σε εκείνη τη στεγνή από γλύκα και παρηγοριά γη, όπου ο χωρικός βιώνει μέσα στη φτώχεια και την απομάκρυνση τον ασάλευτο πολιτισμό του, σε ένα άγονο έδαφος, μέσα στην παρουσία του θανάτου» (εκδόσεις Πατάκη, μτφ. Φωτεινή Ζερβού). Δεν είχε μείνει στη Ματέρα, όπου θα γυριζόταν ύστερα από χρόνια ως ταινία το βιβλίο του, αλλά στα γειτονικά Αλιάνο και Γκρασάνο. Οι συνθήκες εξαθλίωσης μέσα στις οποίες ζούσαν οι κάτοικοι σε εκείνη την ξεχασμένη από τις Αρχές γωνιά της Ιταλίας ήταν ωστόσο ίδιες και απαράλλακτες, όπως αναφέρει και ο ίδιος στο βιβλίο του. Φτώχεια, δεισιδαιμονία, ελονοσία και άνθρωποι που αναπόφευκτα διαπνέονταν από ένα έντονο σύμπλεγμα κατωτερότητας. «Εμείς δεν είμαστε χριστιανοί, δεν μας θεωρούν ανθρώπους, αλλά ζώα, σαν τα ζώα που έχουν για να τα φορτώνουν, και ακόμη χειρότερα, σαν τα άχυρα, τα άγανα που ζουν την αγγελική ή διαβολική ζωή τους. Γιατί πρέπει να ζήσουμε σε αυτόν τον κόσμο των χριστιανών που βρίσκεται πέρα από τον ορίζοντα και να είμαστε υποχρεωμένοι να υπομείνουμε το βάρος της σύγκρισης;». Τα γεωγραφικά όρια της εξαθλίωσης υποδηλώνονταν εξάλλου και από τον τίτλο του βιβλίου. Ο Xριστός είχε σταματήσει στο Εμπολι, «εκεί όπου ο δρόμος και οι γραμμές του τρένου αφήνουν πίσω τους τη θάλασσα, τις ακτές του Σαλέρνο και φτάνουν στις απομονωμένες περιοχές της Λουκανίας». Ο Λέβι είχε γράψει το βιβλίο του την περίοδο 1943-44 και ήταν τέτοια η αίσθηση που προκάλεσαν οι εικόνες που περιέγραφε ώστε να χαρακτηριστούν «vergogna nazionale», η εθνική ντροπή ενός κράτους που ήθελε πάση θυσία να κάνει μια φρέσκια αρχή μετά τον πόλεμο. Ο πρωθυπουργός Αλτσίντε ντε Γκάσπερι (1881-1954) επισκέφθηκε το κέντρο Sassi στη Ματέρα το 1950 και δύο χρόνια μετά υπέγραψε τον πρώτο Ειδικό Νόμο για την εκκένωση των Sassi της Ματέρα και τη μεταφορά μεγάλου μέρους του πληθυσμού σε καινούργιες συνοικίες έξω από τον οικισμό της ντροπής. Λεφτά εξάλλου υπήρχαν, από το σχετικά πρόσφατα ανακοινωθέν Σχέδιο Μάρσαλ, οπότε περίπου 16.000 χωρικοί και αγρότες έφυγαν αφήνοντας πίσω τα σπίτια τους. Στα χρόνια που ακολούθησαν δεν γύρισαν να ρίξουν ούτε μια ματιά στον τόπο που για εκείνους ήταν συνώνυμος με τη μιζέρια.
Ο εξωραϊσμός και το νέο μοντέλο ανάπτυξης
Μια μικρή ομάδα ανθρώπων με καταγωγή από τις πρώην εξαθλιωμένες περιοχές της Μπαζιλικάτα και της Ματέρα αποφάσισαν από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 να μην αφήσουν στην τύχη της και την κρατική αδιαφορία την πατρογονική γη. Ιδρυσαν το 1959 τον οργανισμό Circolo culturale la Scalleta, φροντίζοντας μέσα στα χρόνια να διατηρηθεί ο ιστορικός, αρχιτεκτονικός και αρχαιολογικός χαρακτήρας των Sassi. Ανέλαβαν μάλιστα να εκπονήσουν μελέτες για μνημεία αλλά και ήδη από τη δεκαετία του ’60 να συντηρήσουν, και με προσωπική εργασία, εκκλησίες σκαμμένες στα βράχια. Τη δεκαετία του ’80 ο κόσμος άρχισε δειλά, πολύ δειλά, να επιστρέφει στα εγκαταλελειμμένα υπόσκαφα και τα Sassi να μπαίνουν στον χάρτη και στην ατζέντα κυβερνητικών αποφάσεων. Οι τοπικές Αρχές άρχισαν να νοικιάζουν σπίτια με συμβολικό αντίτιμο με την προϋπόθεση να ανακαινιστούν από τους ενοικιαστές υπό την επίβλεψη ειδικών στα θέματα αναστήλωσης και συντήρησης. To 1993, τα σπηλαιώδη κτίρια των Sassi ανακηρύχτηκαν μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς από την UNESCO. Σήμερα, μετά από ένα εκτεταμένο πρόγραμμα ανακαίνισης έχουν μεταμορφωθεί σε επαγγελματικά και καλλιτεχνικά εργαστήρια, σε ξενοδοχεία, καφέ και εστιατόρια, η Ματέρα είναι μάλιστα υποψήφια πολιτιστική πρωτεύουσα Ευρώπης για το 2019. Το Sassi με τα σπηλαιώδη κτίριά του θεωρείται ένας από τους πιο «εξωτικούς» τουριστικούς προορισμούς και κάπως έτσι η πρώην εθνική ντροπή έχει γίνει πλέον εθνική περηφάνια.

πότε & πού:

Η έκθεση «Matera, η γη των βράχων» στο Booze Cooperativa (Κολοκοτρώνη 57) εγκαινιάζεται στις 16/9, ημέρα κατά την οποία θα γίνει και η παρουσίαση του φωτογραφικού λευκώματος (εκδόσεις Δεσμός). Διάρκεια: ως τις 4/10

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ